Το ανατρεπτικό γλυπτό

του Δημοσθένη Δαββέτα
Το γλυπτό του Παναγιώτη Τανιμανίδη είναι σημαντικό γιατί ανατρέπει δύο από τις συντηρητικές συμβάσεις της τέχνης και συμβάλλει στη δημιουργική διεύρυνση της εικαστικής γλώσσας, ειδικά στα σημερινά ελληνικά δεδομένα. Ποιες είναι αυτές οι δύο ανατροπές; Πρόκειται για τη μορφολογική και τη γλωσσοδομική ανατροπή. Ας τις δούμε λοιπόν.

Στην πρώτη περίπτωση
Στη γενική αντίληψη του κόσμου η έννοια του μνημείου αναπαριστάται ως μια υλική πραγματικότητα η οποία έχει κυρίως ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά. Η λειτουργία του γλύπτη σε αυτή την παραδοσιακή περίπτωση είναι μιμητική∙ δηλαδή μιμείται την πραγματικότητα. Το δε γλυπτό ως μνημείο έχει κατεύθυνση από τα κάτω προς τα πάνω: από τη σταθερή συνήθως άμορφη υλική βάση προς τη μιμητική ανθρωπομορφική αναπαράσταση. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο στην περίπτωση του Παναγιώτη Τανιμανίδη. Στο γλυπτό του, αυτό που είναι αφιερωμένο στη μνήμη των Ποντίων, δεν υπάρχει τίποτα το μιμητικό. Δεν πηγαίνει από τα κάτω προς τα πάνω.
Αντιθέτως, ακολουθεί τα ίχνη της νεωτερικής αντίληψης που θέλει την τέχνη, και μάλιστα τη γλυπτική, ως άρνηση «μιμήσεως», ως γένεση ενός προσωπικού, υποκειμενικού αλφαβήτου, ως γένεση μιας προσωπικής τέχνης, ως γλώσσα υποκειμενικής κοσμογονίας. Το γλυπτό είναι τοξοειδές.

Στη δεύτερη περίπτωση
Στην τοξοειδή ανάπτυξή του το γλυπτό του Τανιμανίδη δεν αφηγείται γλυπτικά με τον παραδοσιακό τρόπο. Δηλαδή δεν χρησιμοποιεί τα εικαστικά δεδομένα για να αναπαραστήσει μιμητικά και αφηγηματικά (με αρχή – μέση – τέλος) το θέμα του, έτσι ώστε αυτό να έχει και άμεση διδακτική διάσταση. Αντιθέτως, στο γλυπτό του Παναγιώτη Τανιμανίδη η γλυπτική γλώσσα έχει ένα σταθερό πλαίσιο (τα βαρέλια που καλύπτουν την τοξοειδή πορεία του γλυπτού από όλες του τις πλευρές) και μέσα σε αυτό υπάρχουν αποσπασματικά και σημειολογικά τα διάφορα σύμβολα-μνήμες που αφορούν την ποντιακή μνήμη, ως πολιτισμική πραγματικότητα, ως γενοκτονία, ως εξορία και ως νέα ζωή, ως νέο παρόν, μητέρα-πατρίδα.

Η ανάπτυξη του γλυπτού εδώ είναι σαν ένα αθροιστικό κύμα, σαν ένα κύμα θάλασσας ή ουράνια κίνηση που φεύγει από τον έναν τόπο (την αρχική πατρίδα) και πηγαίνει στον άλλον τόπο (τη δεύτερη πατρίδα). Αυτό το κύμα μοιάζει σαν πέταγμα, σαν το πέταγμα που δυναμικά μπορεί να κάνει ένα ελατήριο. (Γι’ αυτό και υπάρχουν τόσα ελατήρια μέσα στο γλυπτό.) Χάρη σε αυτή την κίνηση-πέταγμα, ο Παναγιώτης Τανιμανίδης μάς μιλά με τρόπο λιτό, συμβολικό και περιεκτικό για την προσωπική του ιστορία (ως βίωμα του ποντιακού πολιτισμού) που είναι τόσο βαθιά προσωπική ώστε παίρνει τις διαστάσεις ενός συλλογικού γεγονότος. Πρόκειται για ένα γλυπτό που σπάζει την έννοια του μνημείου ως στατική κρυστάλλωση της ιστορίας και τη μετατρέπει σε διαρκή, δυναμική κίνηση που συνδέεται με το παρελθόν (όχι ως νοσταλγική φυλακή) και με το παρόν ως προϋπόθεση ενός ανοιχτού δημιουργικού μέλλοντος.

*Ο κ. Δημοσθένης Δαββέτας είναι καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης και πολιτικός αναλυτής.

Αγαπητέ φίλε Παναγιώτη

του Μιχάλη Μανουσάκη

Αγαπητέ φίλε Παναγιώτη,
Χθες, την Κυριακή το μεσημέρι, ήμουν και εγώ εκεί στο γλυπτό (μνημείο) που δημιούργησες στην Καστέλλα, «Το Πυρρίχιο Πέταγμα».
Ημουν εκεί, μαζί με μια μεγάλη ομάδα Ποντίων που ήρθαν από όλη την Ελλάδα για να αισθανθούν κάτι από τους προγόνους τους που έφτιαξε ένας γλύπτης, εδώ στον Πειραιά. Εσύ.
Εσύ, ο Πόντιος, ο Παναγιώτης Τανιμανίδης, που ο πατέρας σου, συχνά μας αναφέρεις, σου ιστορούσε λόγια γλυκά για την πατρίδα σας τον Πόντο και τον πόνο του ξεριζωμού, που τους σημάδεψε. Εσύ, ο ποιητής Παναγιώτης που δεν λάξεψες πέτρα, μάρμαρο ή ξύλο αλλά έδεσες μέταλλα, κέντησες με τη σάρκα τους τους καημούς των παππούδων σου για να μείνουν ανεξίτηλοι στις μνήμες του κόσμου.
Ορθωσες μπόι υψηλό, σαν γέφυρα ή σαν κύμα, πες το όπως ορίζει η καρδιά σου, τέτοιο που μοιάζει με την ιστορία των ανθρώπων που πάσχουν, όπως όλοι οι διωγμένοι, οι ξεριζωμένοι από τον τόπο τους.
Ημουν εκεί εχθές όταν προσπαθούσες να εντοπίσεις τη μέσα φωνή σου, να την αρθρώσεις όσο πιο δυνατά μπορούσες για να την ακούσουν και οι άλλοι, αυτοί που ήρθαν να τροφοδοτήσουν τις μνήμες τους, που τους βοηθούν να στέκονται γερά στα πόδια τους και να οργώνουν δυναμικά τα μελλούμενα.
Η φωνή σου! Που ιστορούσε τις σκέψεις σου και κάποια στιγμή κόμπιασε. Ο ήχος της άφησε μισή τη φράση του πατέρα σου, που σας έλεγε τότε που είχαν φτάσει από τον Πόντο στον Πειραιά και κλείστηκαν στα βαρέλια που περιείχαν μυρωδιές και ίχνη από μούστο και παστή σαρδέλα για να προφυλαχτούν. Κόμπιασες, σταμάτησες την αφήγηση. Λογικό το βρήκα. Τα έργα που έχουν λόγο πυκνό, μεστό, και άκρως ιδιαίτερο, δεν προκύπτουν χωρίς κόμπιασμα της ανάσας, της φωνής και τη ροή της μέσα υγρασίας του βλέμματος.
Ολων των Ποντίων που ήταν εκεί έγινες αγκαλιά τους και τα μάτια τους ήταν στυλωμένα στους χαμηλούς ήχους της φωνής σου. Ανδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας έκαναν εικόνες τα λόγια σου ή ξεδίπλωναν εικόνες μέσα από τον προσδιορισμό των στοιχείων του έργου σου.
Στοιχεία καλά κλεισμένα στα μνημειακά βαρέλια της μνήμης σου. Στοιχεία που αφηγούνται τον πολιτισμό αυτών των ανθρώπων που τα φέρανε και πλούτισαν τον τόπο εδώ.
Και είναι αυτά τα αντικείμενα, γλυπτά, υπερμεγέθη, όπως αετός (προσφυγοπούλι), ποντιακές λίρες, κιάλια, ραπτομηχανές, αργαλειοί, υφαντά, κλειδιά με λουκέτα των σπιτιών τους και πένες για να γραφτεί η ιστορία τους χωρίς λάθη, δίχως ψέματα. Και είναι όλα αυτά που κουβάλησαν στους μπόγους τους ή στις σκέψεις τους αυτοί που θα τους ονόμαζες παππούδες ή γιαγιάδες. Δεν τους γνώρισες, μα τους ευγνωμονείς κάθε φορά που τα στήθη σου ζητούν αέρα. Τα αντικείμενα αυτά δεν είναι σύμβολα αλλά η αγωνία των προγόνων σου. Είναι πράγματα που δημιούργησαν οι ίδιοι και εσύ με τη σειρά σου μεγάλωσες την κλίμακά τους, όπως ακριβώς θα τα είχαν στην καρδιά τους.
Σ’ αυτά τα αντικείμενα κατοίκησαν, γιατί χωρίς αυτά θα ήταν νεκροί. Γιατί αυτά ήταν η ελπίδα τους. Κι ας έχασαν το χρώμα τους στη διαδρομή. Η θάλασσα, βλέπεις, τα ξέβαψε με την αλμύρα της. Ο ήλιος όμως κάθε ανατολή και δείλι θα τα χρωματίζει χρυσίζοντας το γκρι μεταλλικό τους σώμα και αυτά, φωτισμένα έτσι, θα υπενθυμίζουν στους περαστικούς την ελπίδα για ζωή, την ελπίδα για όνειρα.
Οταν τέλειωσαν οι φράσεις σου, που έκρυβαν λυγμό, και η γιορτή τέλειωσε, ο ήχος από τις φτερούγες του προσφυγόπουλου αετού, αν και πληγωμένες, έμοιαζαν με τον ήχο της δικής σου φωνής!
Ετσι να είσαι πάντα, γενναιόδωρος, Παναγιώτη Τανιμανίδη, φίλε.

*Ο κ. Μιχάλης Μανουσάκης είναι καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

Η υλοποιημένη ανασύσταση της μνήμης

του Εμμανουήλ Μαυρομμάτη

Τον Παναγιώτη Τανιμανίδη τον γνώρισα το 1986 όταν τον επέλεξα για τη δεύτερη Biennale των Νέων της Μεσογείου που θα γινόταν στη Θεσσαλονίκη. Οι σπουδές του στα μαθηματικά, στη θεολογία και στη μουσική, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, συνυπήρχαν από την πρώτη στιγμή στους κώδικες της δουλειάς του, γι’ αυτό και τα γλυπτά του ήταν και είναι τρισυπόστατα σε μια εναλλασσόμενη ροή. Δηλαδή:
α) Το εξωτερικό σχήμα (σε κάθε έργο του διαφορετικό) που είναι ο γεωμετρικός τόπος του έργου και το σύνορό του.
β) Το θέμα-η λειτουργία του μέσα έργου.
γ) Η λύση, η έξοδος-η ένωση των δύο σε ένα.
Η προϋπόθεση πως τα πράγματα γίνονται ιδέες ανάλογα με τους τρόπους με τους οποίους συνδέονται μεταξύ τους ήταν για τον ίδιο το καθαυτό αντικείμενο της εργασίας του. Αυτή ήταν και η μαθηματική του σκέψη. Η προσέγγιση του τρόπου της σύνδεσης και της συναρμολόγησης ως του κατεξοχήν αντικειμένου της εργασίας του εικαστικού καλλιτέχνη ήταν το κίνητρο που, για τον ίδιο, αντικαθιστούσε την έκφραση, ως υποκειμενική συμπεριφορά. Θα μπορούσαμε να πούμε σήμερα, με την απόσταση του χρόνου, ότι ο Τανιμανίδης δεν αναζήτησε τρόπους να εκφράζεται αλλά αναζήτησε τρόπους να λειτουργεί. Η λειτουργία με τη σειρά της προϋποθέτει ότι οι έννοιες που προκύπτουν από τις διασυνδέσεις και από τους τρόπους της συναρμολόγησης αρκεί να είναι μόνο οι πιο αναγκαίες, για να εξυπηρετηθεί ο συλλογισμός. Είναι μια οικονομία της συμπεριφοράς και συνίσταται στη συνοπτική διαχείριση των υλικών.
Το 1990, στο Aperto της Biennale της Βενετίας, είχε διατυπώσει την υλοποιημένη ορολογία του συνολικού σημερινού του έργου. Επρόκειτο για την αντίληψη της καλλιτεχνικής εργασίας ως μιας διασύνδεσης με τις φυσικές και με τις χημικές λειτουργίες και με τις έννοιες της μαθηματικής επιστήμης όπως διαμορφώθηκε από το περιβάλλον της Φυσικής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποστασιοποιημένα ως προς την ελληνική καλλιτεχνική ιστορία και την ευρύτερη καλλιτεχνική πρακτική της παραπομπής στις νέες καλλιτεχνικές ιδέες που μετατρέπουν τους εικαστικούς όρους της ιστορίας ο Τανιμανίδης παρουσίασε πρωτότυπες εργασίες προς μια κατεύθυνση ανατρεπτικής λογικής.
Από το 1991 έως το 1994 δημιουργεί τη σειρά των έργων του με τα ελατήρια που εκθέτει στη Μαδρίτη, στη Βασιλεία, στο Παρίσι και στη Λευκωσία, και αξίζει να σημειωθεί ότι το πρώτο γλυπτικό σχεδίασμα από το «Πυρρίχιο Πέταγμα» το εκθέτει στην Art Bâle 92, στη Βασιλεία, και αποκτάται από το FRAC Αλσατίας.
Το γλυπτό που δημιούργησε και παρουσίασε στον Πειραιά, στην Καστέλλα, το Μνημείο για τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, ολοκληρώνει έναν κύκλο ιδεών του καλλιτέχνη που αρχίζει από το 1986 περίπου και διεκδικεί να εγκαταστήσει την επάρκεια της εικόνας ως την αναλυτική και ως τη διεξοδική από την ίδια την εικόνα ερμηνεία των διασυνδέσεων που τη συγκροτούν. Η παραστατική εικόνα κατανοείται μέσα από τις διασυνδέσεις της με τις άλλες παραστατικές εικόνες. Οι διασυνδέσεις των εικόνων μεταξύ τους διευκολύνουν να κατανοήσουμε τον αγώνα της προσπάθειας του τελικού σκοπού, καθότι παρατίθεται «φιλμικά» ως μια σειρά διαδοχών. Οι 101 κύλινδροι των ελατηρίων σχηματίζουν εξωτερικά αυτό το αθροιστικό κύμα και συνάμα ένα γεφυροειδές βεληνεκές του περάσματος από τον Πόντο στις ελληνικές ακτές ως μια «φορά», ως μια ένταση, μια κατεύθυνση, από την Ανατολή στη Δύση.
Στο εσωτερικό το έργο κρύβει 17 γλυπτικές συνθέσεις που ακροβατούν στον πολιτισμό που άφησαν πίσω τους και στον πολιτισμό που έφεραν εδώ, τελειώνοντας με δύο αινιγματικές συνθέσεις που είναι η ουσία του γλυπτού με την «ξύστρα» της ιστορίας και τα «κιάλια» της μνήμης.
Ο Τανιμανίδης εργάζεται ως προς την αναζήτηση μιας ροής που θα οδηγούσε συντακτικά από το ένα στο άλλο – από την επιθυμία της ιδέας στην οπτική της αναγνώριση στην εικόνα, ως η εικόνα να είναι όμως η οπτική σύνταξη μιας ανάλυσης. Το «Πυρρίχιο Πέταγμα» είναι ένα ασυνόρευτο έργο τριών ενεργειών – της ελαστικής, της δυναμομετρικής, της οπτικής – και υψώνει ένα άυλο τείχος μνήμης σε έναν διάλογο με τα «Θεμιστόκλεια Τείχη»… Αυτό το έργο του Τανιμανίδη εντάσσεται στη διαδικασία του ανοιχτού έργου το οποίο λειτουργεί ως προς τις συνθήκες και σέβεται τη λειτουργία ως την πρωταρχική αναγκαιότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, και γι’ αυτό είναι σημαντικό.

*Ο κ. Εμμανουήλ Μαυρομμάτης είναι ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Ποίηση φτιαγμένη από μέταλλο

του Μάνου Στεφανίδη

Ηδη το «Πυρρίχιο Πέταγμα» του Παναγιώτη Τανιμανίδη στην πλατεία Αλεξάνδρας στον Πειραιά έχει καταστεί το τοπόσημο του επινείου, κάτι ανάλογο με τον «Δρομέα» του Βαρώτσου στην Αθήνα ή τις «Ομπρέλες» του Ζογγολόπουλου στη Θεσσαλονίκη. Και μάλιστα πριν καν κλείσει χρόνος από την τοποθέτησή του και παρά τον υποβολιμαίο πόλεμο όσων ταυτίζουν τη διαφωνία με την ύβρη ή τη σκοπιμότητα. Αλλά και την καχυποψία ενός κοινού που έχει εθιστεί εξ απαλών ονύχων στην αισθητική της τηλεόρασης και στη λατρεία του προφανούς. Του ρεαλιστικού!
Το «Πυρρίχιο Πέταγμα» είναι συγχρόνως μνημειώδες και διάφανο, αφηρημένο και πραγματικό, μια ποίηση φτιαγμένη από μέταλλο, μια καμπύλη που ενώνει διαφορετικές εποχές και διαφορετικούς γεωγραφικούς τόπους, που οπτικοποιεί το πένθος αλλά όχι τον θρήνο και που αξιοποιεί την παράδοση με τους τρόπους του μοντερνισμού. Στους υπερεκατόν κυλίνδρους του με τα ελατήρια που ταλαντώνονται σαν κύμα, ο Τανιμανίδης εγκλωβίζει τα πολύτιμα θυμητάρια του ποντιακού Ελληνισμού όχι ως φολκλόρ, αλλά ως σύμβολα που προσβλέπουν στο μέλλον. Πρόκειται για ένα μνημείο που προσβλέπει στο μέλλον αξιοποιώντας θετικά την οδύνη του παρελθόντος. Γιατί οι πατρίδες ζουν και υπάρχουν εκεί που ακόμη οι άνθρωποι μπορούν να χορεύουν και να τραγουδούν. Εστω και δακρυσμένοι.

*Ο κ. Μάνος Στεφανίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ