Στην τελευταία συνάντησή τους στο Μέγαρο Μαξίμου ο Μητσοτάκης είπε στον Τσίπρα:
– Εσύ θα επιλέξεις πώς θα πάνε τα πράγματα. Αλλά όπως επιλέξεις, έτσι θα πάνε. Μην έχεις καμία αμφιβολία!
Λογικό. Είναι προφανές ζήτημα της κυβέρνησης να προσδιορίσει αν οι εξελίξεις θα κινηθούν σε συνθήκες πολιτικής ομαλότητας, δημοκρατικού μέτρου και προσωπικής κοσμιότητας.
Η αντιπολίτευση θα ακολουθήσει. Και στη μία αλλά και στην αντίθετη περίπτωση.
Μετά τη συνάντηση, το Μέγαρο Μαξίμου εξέφραζε τη δυσαρέσκειά του επειδή ο Μητσοτάκης δεν ανταποκρίθηκε «στο άνοιγμα του Τσίπρα».
Για να είμαι ειλικρινής, δεν κατάλαβα ποιο ήταν το άνοιγμα. Ούτε τι άλλο μπορεί να κάνει ο Μητσοτάκης πέρα από τη συνολικά μετριοπαθή αντιπολίτευση που ασκεί –και πάντως πολύ πιο μετριοπαθή από την αντιπολίτευση που ασκούσε ο ΣΥΡΙΖΑ στον Σαμαρά…
Αν η κυβέρνηση εξακολουθεί να ελπίζει ότι με κάποιο ουρανόπεμπτο ριμέικ του 2015 θα βρεθούν πάλι κορόιδα στην αντιπολίτευση να μοιραστούν τον λογαριασμό ή να την αφήσουν ανεμπόδιστη να διαμορφώσει την ατζέντα που τη βολεύει, νομίζω ότι μιλάει για άλλη χώρα και άλλο πολίτευμα.
Υπενθυμίζω (για να υπογραμμίσω ξανά το αδιανόητο της τότε μεθόδευσης) ότι το 2015 η μεταβατική ηγεσία της ΝΔ είχε παρασκηνιακά συμφωνήσει διά του Νικήτα Κακλαμάνη με τον Ν. Βούτση ακόμη και σε μια αδιανόητη κυβερνητική σύνθεση του ΕΣΡ με προφανή επιδίωξη τον έλεγχο το τηλεοπτικού τοπίου –μόνο τον πατέρα Παππά δεν είχαν βάλει μέσα!
Ευτυχώς για τη δημοκρατία μας, η συμφωνία ακυρώθηκε διά της εκλογής Μητσοτάκη. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Το ηθικό δίδαγμα είναι πως όποιος έχει στοιχειωδώς παρακολουθήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση ή την κυβέρνηση, προ ή μετά Μνημονίου, δεν δικαιολογείται να συντηρεί αυταπάτες: κανείς δεν γνωρίζει πώς και με ποιο κόστος θα τελειώσει η μακρά εκλογική περίοδος που ανοίγεται εφεξής μπροστά μας.
Είναι προφανές ότι οι κυβερνητικοί θα κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους, θεμιτό ή αθέμιτο, θα υπερβούν κάθε μέτρο ή «θεσμικό εμπόδιο», θα φτάσουν στα άκρα και ακόμη παραπέρα προκειμένου να μη χάσουν την εξουσία.
Και ότι αυτή η απεγνωσμένη προσπάθεια θα εξελιχθεί με αυξανόμενη ένταση τους επόμενους μήνες έως τις κάλπες.
Κάτι τέτοιο υπονοούσε, υποθέτω, ο Μητσοτάκης. «Χάστε όσο πιο ομαλά μπορείτε, ώστε να φύγετε όσο πιο ήπια γίνεται». Είναι μια εξίσωση που θεωρητικά συμφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τη δημοκρατία.
Δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται αυτή τη λογική.
Υπάρχει καταρχήν ένα DNA της Αριστεράς στο οποίο κυριαρχούν η διχαστική σκέψη, η μισαλλοδοξία και η εχθροπάθεια. Είναι μια παράταξη που κουβαλάει τη σύγκρουση στην ψυχή της –όπως όλοι οι φανατικοί της υφηλίου που θεωρούν ότι είναι αποκλειστικοί κάτοχοι του ορθού, του δίκαιου και του αληθινού…
Αλλά υπάρχει πλέον και ένας πρόσθετος λόγος: ο φόβος.
Δεν είναι μόνο ο φόβος μιας εκλογικής ήττας που (όσο να ‘ναι…) αποτελεί κεντρικό στοιχείο της δημοκρατίας. Ολοι κάποτε χάνουν.
Είναι ο παραλυτικός φόβος μιας ζοφερής (για αυτούς) επόμενης ημέρας.
Αφενός επειδή γνωρίζουν ότι κινδυνεύουν να υποστούν μια ήττα που θα τους βγάλει εκτός παιχνιδιού και τώρα καλόμαθαν στα μεγαλεία. Είναι η ουσία της «αριστερής παρένθεσης» που ξορκίζουν.
Αφετέρου επειδή αντιλαμβάνονται ότι για κάποιους μεταξύ τους η επόμενη μέρα θα είναι πολύ δύσκολη. Ούτως ή άλλως, η διακυβέρνηση Τσίπρα θα υποστεί αυστηρό έλεγχο σε όλα τα επίπεδα –λογικό κι αναμενόμενο: οι ίδιοι κατέστησαν τον έλεγχο, τον εκφοβισμό και τη δίωξη μέθοδο διακυβέρνησης.
Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ τους επόμενους μήνες δεν θα δώσει απλώς μια εκλογική μάχη. Θα δώσει μια μάχη συλλογικής και προσωπικής επιβίωσης.
Είναι βέβαιο πως δεν θα τη δώσει με άνθη και φιλοφρονήματα. Θα το παλέψει με τη λογική «χαμένοι για χαμένοι». Και με την απελπισία του πληγωμένου ζώου.
Ακόμη περισσότερο όταν στόχος του πλέον δεν είναι να αποφύγει την ήττα αλλά να αποδυναμώσει όσο μπορεί και προκαταβολικά την κυβερνητική εξουσία που θα τον διαδεχθεί.
Το ζητούμενο δηλαδή για αυτούς είναι πως δεν θα έχει τα χέρια του ελεύθερα ο Μητσοτάκης.
Εξ ου και η αποτυχημένη απόπειρα με την απλή αναλογική.
Εξ ου και οι ανοησίες περί πιθανής ακυβερνησίας.
Εξ ου και η απέλπιδα προσπάθεια προσεταιρισμού της Κεντροαριστεράς ώστε να βρουν κάποιο αποκούμπι στο μετεκλογικό τοπίο.
Εξ ου και η συνεχής ανακύκλωση μιας αποδυναμωμένης «παράγκας» στη ΝΔ με τη μωρή φιλοδοξία να βρεθεί ο Μητσοτάκης υπό αμφισβήτηση ή έστω σε επιτήρηση.
Εξ ου και η αιφνίδια κουτοπόνηρη νοσταλγία της «ριζοσπαστικής Αριστεράς» για «το κόμμα του Καραμανλή» ή «το ΠαΣοΚ του Ανδρέα» που μόνο τον Καραμανλή και τον Ανδρέα εκθέτει. Τώρα τους θυμήθηκαν!
Αλλά εδώ τοποθετείται το «οξύμωρο του Τσίπρα».
Οσο πιο φανατισμένα και ανενδοίαστα δώσει προεκλογικά τη μάχη κατά των αντιπάλων του, τόσο πιο φανατισμένα κι ανενδοίαστα θα πολιτευτούν οι νικητές αντίπαλοί του την επομένη των εκλογών. Αυτά πάνε πακέτο.
Κι έτσι ο φόβος τους θα αποδειχτεί περίπου αυτοεκπληρούμενη προφητεία αφού κατά εντελώς παράδοξο τρόπο αντί να χτίζει αναχώματα προστασίας, κόβει γέφυρες επικοινωνίας.
Για ποιον λόγο; Εχω την αίσθηση ότι ο Πρωθυπουργός είναι δέσμιος και θύμα μιας πρωτόγονης πολιτικής κουλτούρας. Μιας εφηβικής κακομαθησιάς.
Δεν είναι τυχαίο πως σε δυόμισι χρόνια διακυβέρνησης δεν έχει καταφέρει να οικοδομήσει ούτε ένα πεδίο συναίνεσης ή συνεννόησης –ούτε ένα και με κανέναν! Κάτι σημαίνει αυτό.
Από την άλλη πλευρά, η παραδοσιακή λογική του «μικρού καταληψία» που λέει «αυξάνω την ένταση της σύγκρουσης ώστε να τους αναγκάσω να διαπραγματευτούν μαζί μου» μπορεί να τρομάζει έναν καθηγητή δευτεροβάθμιας ή κανέναν αντιπρύτανη στο Καποδιστριακό.
Αλλά δεν λειτούργησε με τη Μέρκελ και πολύ δύσκολα θα λειτουργήσει με τον Μητσοτάκη που, αν μη τι άλλο, έδειξε ότι δεν παίρνει από φοβέρες.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η σύγκρουση οδηγείται εκ των πραγμάτων στα άκρα.
Στα άκρα που διασφαλίζουν ότι ο νικητής θα τα πάρει όλα. Και ότι στον ηττημένο δεν θα μείνει τίποτε.
Δεν είμαι βέβαιος ότι κάτι τέτοιο συμφέρει την κυβέρνηση. Να δούμε όμως αν συμφέρει τον τόπο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ