Απόστολος Δοξιάδης
Λέγοντας και ξαναλέγοντας

Η λογοτεχνία, ο μυστηριώδης Πάτροκλος Γιατράς και οι μεταμορφώσεις της Ερημης Χώρας
Ικαρος, 2017, μσελ. 236, τιμή 13,90 ευρώ

H περιλάλητη Waste Land του Ελιοτ (Ερημη χώρα, κατά μετάφραση Γ. Σεφέρη) χαρακτηρίζεται συχνά από την κριτική ως το εμβληματικότερο ποίημα του 20ού αιώνα. Αν μη τι άλλο, σηματοδοτεί την έναρξη του μοντερνισμού μαζί με τον ομόχρονο (1922) Οδυσσέα του Τζόις: ποίηση και πρόζα αναπροσανατολίζουν τους πλόες τους επιχειρώντας να αποδώσουν το ιδιόμορφο κράμα της σύγχυσης, της κρίσης και της αναρχίας που καλύπτει τo μεσοπολεμικό τοπίο.

Το μεγάλο πενταμερές σύνθεμα, ένα κείμενο «ρυθμικής γκρίνιας» για τον σύγχρονο κόσμο, όπως το αποκάλεσε ο ίδιος ο Ελιοτ, ταλαντευόμενο μεταξύ σκληρής σάτιρας και προφητείας, είναι μεταξύ άλλων ένα τεράστιο διακειμενικό υφαντό, όπου πλέκονται λογής παραδόσεις και αναφορές, ιστορικά θραύσματα και ακούσματα. Η εξεζητημένη, νευρωτική πολυφωνία του, στα όρια της εξαρθρωμένης κακοφωνίας (όπως τουλάχιστον ακουγόταν τότε το ragtime, ο ανοίκειος ρυθμός της τζαζ μουσικής) συνέβαλε στη γενικότερη σκηνοθεσία της απομάγευσης που προωθούσε αυτή «η στοίβα σπασμένες εικόνες».

Η επανάληψη ως διαφορά
Tο ποίημα είχε αξιόλογη πορεία και στα καθ’ ημάς: πρωτομεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Τ. Παπατσώνη ως Ερημότοπος (1933), αλλά καθιερώθηκε ως Ερημη χώρα με τη μετάφραση του Γ. Σεφέρη (1936, 1949). Μεταφράστηκε ακόμη από τον Γιώργη Σαραντή (1958) και από τον Κλείτο Κύρου (ως Ρημαγμένη γη, 1990).

Ωστόσο, ο λόγος στο παρόν βιβλίο δεν είναι για τη σύνολη μεταφραστική διαδρομή του ελιοτικού ποιήματος, αλλά για τρεις (πλην της σεφερικής) συγκεκριμένες μεταγραφικές απόπειρες που κινούνται στα δυσδιάκριτα όρια της μίμησης, της παρωδίας, της διαλογικότητας, της μεταστοιχείωσης. Για τις ανάγκες μιας διάλεξής του, ο Απόστολος Δοξιάδης ανατρέχει στο «διήγημα» του Νάσου Βαγενά (μάλλον αφηγηματικό δοκίμιο, στα χνάρια του Μπόρχες) «Πάτροκλος Γιατράς ή Οι ελληνικές μεταφράσεις της Ερημης Χώρας», δημοσιευμένο σε τεύχος της Συνέχειας (1973) και μετέπειτα ενσωματωμένο στο βιβλίο του Η συντεχνία (1976). Ως άλλος Πιερ Μενάρ, εμμανής μεταφραστής, ο Πάτροκλος Γιατράς του Βαγενά, ταγμένος κομμουνιστής, αναλαμβάνει να μεταφράσει το ελιοτικό ποίημα «διορθώνοντας» την ιδεολογική τροχιά του και συνυπολογίζοντας τα κεκτημένα της ενδιάμεσης σχεδόν πεντηκονταετίας η οποία τον χωρίζει από τη στρεβλή ανάγνωση της σύγχρονης Ιστορίας ως φθοράς και παρακμής. Ο Γιατράς αναλαμβάνει να δικαιώσει τη δυναμική της ποιητικής (και αριστερής) ευθύνης.

Η δική του Ερημη χώρα θα επανέφερε το ποίημα στην κοίτη των μεγάλων εξαγγελιών τις οποίες πρόδωσε ως κακό αντίγραφο. Λυγίζοντας υπό το βάρος του εγχειρήματος, παρά την απόλυτη αφοσίωση στην πραγμάτωση της ιδέας του, ο Γιατράς πεθαίνει έχοντας προλάβει να αποδώσει αποσπασματικά καμιά εξηνταριά στίχους του μεγάλου συνθέματος.

Την ημιτελή χειρονομία του Γιατρά θα ολοκληρώσει λίγο αργότερα (1984) ο Αλέξης Φωκάς στις Ασκήσεις (Ι-ΙΧ). Η έβδομη Ασκηση του Φωκά (= Ηλία Λάγιου), τιτλοφορούμενη «Ερημη γη», εμπνευσμένη ρητά από την «παραδιόρθωση» της Ερημης χώρας του Γιατρά και λουσμένη στα νάματα του αριστερού λόγου, μεταγράφει ξανά το ελιοτικό ποίημα ενσωματώνοντάς το ή μάλλον παρωδώντας το –άλλωστε ο Λάγιος και με τη μεταγενέστερη παραγωγή του δικαίως συγκαταλέγεται στους ευάριθμους τεχνίτες της παρωδίας ως σοβαρού λογοτεχνικού είδους που διαθέτει μια διόλου αμελητέα παράδοση και στα ελληνικά γράμματα.

Η Ερημη γη, αφιερωμένη στον «αιρετικό» επαναστάτη Αγι Στίνα, αντικαθιστώντας τη λατινική προμετωπίδα του πρωτοτύπου (από το Σατυρικόν του Πετρωνίου) με το εύγλωττο μαρξικό «φάντασμα που πλανάται πάνω από την Ευρώπη –το φάντασμα του κομμουνισμού», δίνει εξαρχής το κλειδί της λειτουργικής μεταστοιχείωσης που επιχειρεί: Υπό το φως των γεγονότων που έχουν και πάλι μεσολαβήσει (η μεταπολίτευση και η πασοκική «Αλλαγή» ανανοηματοδότησαν τον Εμφύλιο και την ελληνική Αριστερά), η πειραματική διάθεση του Λάγιου κεντά πάνω στον καμβά της Ερημης χώρας, επαναφέροντας έναν ελεγειακό τόνο που δεν έρχεται τόσο από τον ελιοτικό θρήνο για τον φθίνοντα πολιτισμό όσο από το σολωμικό επίγραμμα της Καταστροφής των Ψαρών (το στεφάνι της Δόξας […] «γεναμένο από λίγα χορτάρια/που είχαν μείνει στην έρημη γη»). Διατηρείται η ένταση της ιστορικότητας, αλλά όχι ως δικαιωτική απάντηση του παρόντος στους ρημαγμένους αριστερούς· μάλλον στον απόηχο της σαββοπουλικής «τσογλανοπαρέας που κάνει κριτική», μελαγχολικής κατά βάθος και ανοικονόμητης στους μαξιμαλισμούς της, τούτη η Ερημη γη οξειδώνει στον κακό αγέρα του καιρού της τις προγενέστερες αναγνώσεις της Waste Land.

Mια τρίτη «πειραγμένη» εκδοχή, διαβρωτική επανάληψη των προηγουμένων, εμφανίστηκε πριν από έναν χρόνο (καλοκαίρι του 2016) ως «Ετοιμη χώρα», αφιερωμένη «Στον Τομ, τον Νάσο, τον Πάτροκλο και τον Ηλία, προλαλήσαντες». Φασματικός συγγραφέας της ο Α. Τ. Ελής (που αναγραμματίζει ελαφρώς τον Ελιοτ, αλλά και διαβάζεται ως Ατελής, αυτοσαρκαζόμενος).

Τούτη η εκδοχή εκδραματίζει και εκθέτει το ποίημα σε μιαν αποκλιμάκωση, κυμαινόμενη μεταξύ εγγύτητας και απόστασης, λειτουργώντας ως παρωδία της παρωδίας, γυρνώντας δηλαδή τη σοβαρή παρωδία σε ευτράπελη και περιπαικτική, μολονότι αναφέρεται και πάλι σε ένα κλίμα φθοράς, στην κατάρρευση της Ελλάδας της κρίσης.
Η απόπειρα πολιτικοποίησης του ποιήματος (Γιατράς) επαναλαμβάνεται ως πολιτικό ονειρόδραμα (Λάγιος) και ανακυκλώνεται ως οιονεί πολιτική φάρσα.

«Μελισσώδες ανθολόγημα»
Ο παραπάνω όρος είχε χρησιμοποιηθεί από τον Μιχαήλ Μητσάκη σε μια σφοδρή κριτική του κατά του «σκοτεινού» Παλαμά, τον οποίο έψεγε για το συχνό κορφολόγημα και τις οικειοποιήσεις του αλλότριων κειμένων σε σημείο σύγχυσης των ορίων της δικής του συμβολής και των δάνειων ενθεμάτων. Στην περίπτωση του ελιοτικού ποιήματος η διακειμενική συσσώρευση είναι εξαρχής δεδομένη, εγγίζει τα όρια του κέντρωνα. Ποιο λοιπόν το πρωτότυπο, ποιο το μετάφρασμα και τι τ’ ανάμεσό τους;

Ο Ελιοτ με εκτεταμένες συνοδευτικές σημειώσεις δείχνει εν πολλοίς την αρματωσιά της Ερημης χώρας του ως καλός παίκτης. Σε αυτή του την κίνηση τον ακολουθεί κατά γράμμα και ο Σεφέρης, θέλοντας να μείνει κατά το δυνατόν πιστός σε ό,τι διακινεί από τη μια γλώσσα στην άλλη, διευκρινίζοντας τις όποιες ελευθερίες παίρνει. Στη σεφερική εκδοχή καθρεφτίζονται παραμορφωτικά οι αναπλάσεις του Λάγιου (με ισχυρό ωστόσο διαμεσολαβητή τον Γιατρά) και του Ελή, συνοδευόμενες επίσης από εκτενές σώμα επεξηγητικών σημειώσεων.

Σε μια συνανάγνωση των τεσσάρων εκδοχών, μέσα από τα αλλεπάλληλα στρώματα των παλιλλογιών, των αυτούσιων ενίοτε διατυπώσεων και την ορατή διασπορά των βασικών, πυρηνικών στοιχείων, διακρίνει κανείς τη στιχομυθία με την εποχή, με τα ιστορικά συμφραζόμενα που συνιστούν κάθε φορά αναπλαισίωση του «περιεχομένου» (ό,τι και αν σημαίνει αυτός ο άτοπος όρος).

Αυτή την επιχειρηματολογία (λέω και ξαναλέω το ίδιο, γράφω και ξαναγράφω το ίδιο –και όμως προκύπτει κάτι διαφορετικό) αναπτύσσουν αναλυτικότερα για τον αναγνώστη ο Α. Δοξιάδης στο εισαγωγικό του κείμενο και ο Γ. Γιατρομανωλάκης σε ένα μεταφιλολογικό επίμετρο. Το σύνολο, μια καλή άσκηση συγκριτολογικής ανάγνωσης.

Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ