Αποφεύγοντας να επιβεβαιώσει εάν εξακολουθεί να στηρίζει τη λύση των δύο κρατών στη Μέση Ανατολή, εν μέσω μπαράζ πιέσεων από την ισραηλινή ακροδεξιά, αναχώρησε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου από το Τελ Αβίβ για την Ουάσινγκτον, όπου συναντάται την Τετάρτη για πρώτη φορά με τον Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου δεν έχει ποτέ αποσύρει δημόσια την υπό όρους στήριξή του στη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους -την οποία εξέφρασε για πρώτη φορά το 2009-, ωστόσο οι Παλαιστίνιοι δηλώνουν ότι δέσμευση είναι πλέον άνευ ουσίας εξαιτίας του αδιάκοπου εποικισμού σε κατεχόμενη παλαιστινιακή γη.

Λίγες ώρες πριν την αναχώρηση Νετανιάχου για την Ουάσινγκτον, ο Ισραηλινός υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας Γκιλάντ Ερντάν δήλωσε στο ραδιόφωνο του στρατού ότι «όλα τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, και κυρίως ο πρωθυπουργός, αντιτίθεται σε παλαιστινιακό κράτος». Το υπουργικό συμβούλιο συνεδρίασε την Κυριακή εν όψει της συνάντησης Νετανιάχου-Τραμπ.

Στο αεροδρόμιο του Τελ Αβίβ ο Νετανιάχου ρωτήθηκε εάν υποστηρίζει ακόμη τη λύση των δύο κρατών. «Ελάτε μαζί μου, θα ακούσετε πολύ σαφείς απαντήσεις» είπε στους δημοσιογράφους που τον συνοδεύουν στην πτήση αποφεύγοντας να απαντήσει , όπως μεταδίδει το Reuters.

Εάν κάτι τέτοιο επιβεβαιωθεί και υπάρξει απομάκρυνση από την πολιτική της λύσης των δύο κρατών το Ισραήλ θα βρεθεί μπροστά σε διπλωματικές, πολιτικές και δημογραφικές προκλήσεις απέναντι στο περίπλοκο ερώτημα του πώς να χειριστεί έναν παλαιστινιακό πληθυσμό υπό περιορισμένη σήμερα αυτοδιοίκηση.

Οι ακροδεξιοί εταίροι στην κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Νετανιάχου ζητούν πιεστικά την προσάρτηση τμημάτων της Δυτικής Όχθης, αίτημα το οποίο μέχρι στιγμής ο ίδιος έχει αποκρούσει.

Τον περασμένο μήνα, η εφημερίδα Haaretz έγραψε ότι σε κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση με υπουργούς του Λικούντ, ο Νετανιάχου εισήγαγε έναν νέο όρο μιλώντας για «Palestinian state-minus» για να περιγράψει τη σκέψη του για περιορισμένη παλαιστινιακή κυριαρχία.

Ο υπουργό Παιδείας του Ισραήλ Ναφτάλι Μπένετ, που ανήκει στο εθνικιστικό κόμμα Εβραϊκή Εστία, είχε δηλώσει το Σάββατο ότι η επίσκεψη Νετανιάχου στην Ουάσινγκτον αποτελεί μια «ιστορική ευκαιρία» να ενημερώσει τον Τραμπ ότι δεν υποστηρίζει πια τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους.

Ο ισραηλινός Τύπος πάντως ανέφερε τη Δευτέρα πως κατά το υπουργικό συμβούλιο της Κυριακής ο Νετανιάχου ανέφερε ότι σκοπεύει να ενημερώσει τον Ντόναλντ Τραμπ ότι υποστηρίζει το σχέδιο των δύο κρατών, μεταδίδει το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP).

Ωστόσο ο ίδιος αναχωρώντας για τις ΗΠΑ απέφυγε να απαντήσει σχετικά και να δεσμευτεί στη λύση των δύο κρατών.

Η συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ είναι προγραμματισμένη για την Τετάρτη, με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό να επιδιώκει να διαπιστώσει αν οι φιλο-ισραηλινές προεκλογικές δεσμεύσεις του εκατομμυριούχου επιχειρηματία συμπίπτουν με την πραγματικότητα που διαμορφώνεται τώρα στον Λευκό Οίκο.

Ο Νετανιάχου και η κυβέρνησή του, που θεωρείται μια από τις πιο δεξιές στην ιστορία του Ισραήλ, εξέλαβαν την ορκωμοσία του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ ως την αρχή μιας νέας εποχής, έπειτα από οκτώ χρόνια έντασης με την Ουάσινγκτον υπό την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα αναφορικά με το θέμα των εβραϊκών οικισμών και το Ιράν.

Όμως μετά την ορκωμοσία του ο Τραμπ φαίνεται να παίρνει κάποιες αποστάσεις από τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, τις οποίες η ισραηλινή δεξιά και κάποιοι υπουργοί της κυβέρνησης θεώρησαν ενθαρρυντικές για να επιδιώξουν την επέκταση των εβραϊκών οικισμών και την προσάρτηση της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης.

Η ισραηλινή κυβέρνηση έχει ανακοινώσει από τις 20 Ιανουαρίου την κατασκευή περισσότερων από 5.000 κατοικιών στους εβραϊκούς οικισμούς της Δυτικής Όχθης, αλλά και τη δημιουργία ενός νέου οικισμού για πρώτη φορά εδώ και 20 χρόνια.

Αφού απέφυγε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο για δύο εβδομάδες, ο Λευκός Οίκος τελικά έθεσε όρια. Την Παρασκευή σε συνέντευξη που παραχώρησε σε ισραηλινή εφημερίδα ο Τραμπ δήλωσε ότι δεν πιστεύει ότι η επέκταση των οικισμών «είναι κάτι καλό για την ειρήνη».

Στην ίδια συνέντευξη ο Αμερικανός πρόεδρος πρόσθεσε ότι επιθυμεί μια «καλή συμφωνία για όλες τις πλευρές». Όμως, σύμφωνα με τον ίδιο, τόσο οι Ισραηλινοί όσο και οι Παλαιστίνιοι θα πρέπει να φανούν «λογικοί».

«Στην Ουάσινγκτον ο Μπενιαμίν Νετανιάχου θα ελέγξει το περιθώριο που έχει για ελιγμούς στο θέμα των οικισμών», σχολίασε ο Μαρκ Χέλερ, πολιτικός επιστήμονας του Ινστιτούτου Ερευνών για την Εθνική Ασφάλεια (INSS).

Σε ό,τι αφορά το θέμα της μεταφοράς της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, ο Χέλερ, όπως και οι περισσότεροι σχολιαστές, εκτιμούν ότι είναι ένα «περιθωριακό θέμα, στο μέτρο που μια τέτοια υπόσχεση είναι πολύ δύσκολο να τηρηθεί».

Αντίθετα, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός αναμένεται να δώσει έμφαση στο θέμα του Ιράν, το οποίο θεωρεί τον μεγαλύτερο εχθρό της χώρας του. Ήταν μάλιστα ένας από τους πιο ένθερμους πολέμιους της συμφωνίας που υπεγράφη το 2015 μεταξύ της Τεχεράνης και των μεγάλων δυνάμεων για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, χαρακτηρίζοντάς την «ιστορικό λάθος».

Ανάλογες απόψεις έχει εκφράσει στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας και ο Τραμπ, ο οποίος είχε πει ότι η συμφωνία αυτή είναι «η πιο ηλίθια» που γνωρίζει.

«Όμως το πυρηνικό πρόγραμμα δεν είναι η μόνη αιτία ανησυχίας αναφορικά με το Ιράν: Ο Νετανιάχου σκοπεύει να εξηγήσει στον Αμερικανό πρόεδρο ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να κάνουν περισσότερα για να εμποδίσουν μια μόνιμη στρατιωτική παρουσία του Ιράν στη Συρία, κοντά στα ισραηλινά σύνορα, κάτι που θα αποτελούσε στρατηγική απειλή», υπογράμμισε ο Χέλερ.

Ο Ισραηλινός υπουργός Μεταφορών Ισραέλ Κατζ εκτίμησε επίσης ότι το Ιράν θα είναι «το κεντρικό ζήτημα», διότι «με τη μόνιμη παρουσία του στη Συρία με την υποστήριξη της Χεζμπολάχ, το Ιράν θέλει να δημιουργήσει έναν εδαφικό άξονα που θα συνδέει τα εδάφη του στον Λίβανο και θα περνά από το Ιράκ και τη Συρία, κάτι που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του Ισραήλ».