Αμέσως μετά την ομιλία της βρετανίδας πρωθυπουργού Τερέζα Μέι, στην οποία περιέγραψε τους κυβερνητικούς στόχους της για τις επερχόμενες διαπραγματεύσεις της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση, ένας γνωστός πολιτικός σχολιαστής, που κάποτε δούλεψε στην Ντάουνινγκ Στριτ, ήταν θετικά εντυπωσιασμένος. «Δεν μπορείς να μιλάς ακόμα για «δόλια γηραιά Αλβιώνα»» μου είπε όταν τον συνάντησα στο Λονδίνο. «Η Τερέζα Μέι ήταν ξεκάθαρη: Το Brexit σημαίνει έξοδος από την ενιαία αγορά». Ο συνομιλητής μου υποδέχθηκε με ευχαρίστηση την ομιλία της Μέι. «Αν αναζητήσεις μία εικόνα για να περιγράψεις τη σημερινή Μεγάλη Βρετανία, μιλάς για ένα «εριστικό λιοντάρι»» μου είπε, προτού δώσει έμφαση σε τρία σημεία-κλειδιά.
Αρχικά, είπε, ότι το μοντέλο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης βρίσκεται σε κρίση, και η ΕΕ έχει αποδείξει πως είναι ανίκανη να μεταρρυθμίζεται. Είναι γεγονός, επίσης, ότι πάντα υπήρχε ασυνεννοησία ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην ΕΕ, επειδή το σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης παρουσιάστηκε ως κυρίως οικονομικό, όταν ήταν, πάνω από όλα, πολιτικής φύσεως. Η ενιαία αγορά της ΕΕ δεν ήταν αρκετή για να μετατρέψει τους Βρετανούς σε Αμερικανούς.
Δεύτερον, πέρα από τις προφανείς δυσκολίες, μία καθαρή αποσύνδεση από την ΕΕ είναι πιθανόν πολύ πιο απλή από τη διαπραγμάτευση μιας περίπλοκης συμφωνίας με τα εναπομείναντα 27 κράτη-μέλη, ειδικά όταν η προτεραιότητα κάποιου είναι να διατηρήσει το βρετανικό συντηρητικό κόμμα ενωμένο και ισχυρό.
Και τρίτον, η Μεγάλη Βρετανία δεν εκλαμβάνει θετικά τις εξωτερικές πιέσεις που μοιάζουν με απειλή. Μερικοί βρετανοί παρατηρητές μπορεί να βλέπουν τη Μέι σαν μία νέα Μάργκαρετ Θάτσερ, αλλά η ομιλία της για το Brexit θύμιζε επίσης τον Ουίνστον Τσόρτσιλ. Πράγματι, οι βρετανοί πολίτες που είναι πεπεισμένοι ότι υπάρχουν εναλλακτικές στην Ευρώπη συχνά αναφέρονται στο πνεύμα του 1940, «την καλύτερη ώρα της Αγγλίας».
Η σύνοψη της βρετανικής θέσης είναι αξιέπαινα ειλικρινής. Οι ψηφοφόροι της «εξόδου από την ΕΕ» προφανώς αισθάνονται κάποια αυτοκρατορική νοσταλγία. Η Μέι, από την πλευρά της, φαίνεται να έχει οδηγηθεί από εσωτερικούς πολιτικούς υπολογισμούς να βάλει σε προτεραιότητα την εθνική κυριαρχία παρά την οικονομία.
Αλλά είναι το όραμα της Μέι για το Ηνωμένο Βασίλειο ρεαλιστικό, δεδομένων των νέων παγκόσμιων συνθηκών; Μπορεί κάποιος ακόμα να ονειρεύεται ότι θα γίνει μία Νέα Αθήνα όταν υπάρχει μία Νέα Ρώμη, που διοικείται από τον Ντόναλντ Τραμπ; Πέρα από τη δυσπιστία της για την Ευρώπη, η Μέι έχει λίγα κοινά με τον πρόεδρο των ΗΠΑ: εκείνη πιστεύει στο ελεύθερο εμπόριο και είναι καχύποπτη για τη Ρωσία, ενώ ο Τραμπ επιβάλλει τον προστατευτισμό και θέλει να στήσει μία ειδική συνεργασία με τον Πούτιν. Επιπλέον, η Μέι και ο Τραμπ έχουν εμφανώς διαφορετικές προσωπικότητες. Η πρώτη είναι μία αυστηρή βρετανίδα πρωθυπουργός, ενώ ο δεύτερος ένας ασταθής αμερικανός τηλεοπτικός σταρ.
Κάποιος μπορεί πάντα να αναρωτιέται αν τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν είχαν προηγηθεί οι αμερικανικές εκλογές του βρετανικού δημοψηφίσματος. Βέβαια, η Ιστορία δεν μπορεί να ξαναγραφεί. Αλλά πολλοί από όσους ψήφισαν να παραμείνουν στην ΕΕ τώρα ανησυχούν πως η Μέι έχει υποκύψει σε ευσεβείς πόθους για το μέλλον.
Φυσικά, δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να περιγράφει κανείς το σχέδιο εξόδου της Μέι ως «σκληρό» ή «σοφτ», επειδή η δεύτερη επιλογή είναι τώρα ξεκάθαρο πως δεν ήταν πότε πραγματικά εφικτή. Και ακόμη, όταν η ομιλία της Μέι αρχικά φαινόταν να εξαλείφει κάθε ασάφεια που είχε απομείνει σχετικά με τον στόχο του Ηνωμένου Βασιλείου στην επερχόμενη διαδικασία, το Βρετανικό Ανώτατο Δικαστήριο έχει τώρα αποφανθεί πως θα πρέπει να συμβουλευθεί το Κοινοβούλιο προτού εκκινήσει τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τσόρτσιλ ενθάρρυνε τους Ευρωπαίους να ενωθούν, αλλά επίσης είπε ότι αν το Ηνωμένο Βασίλειο είχε να επιλέξει ανάμεσα στη διατλαντική συνεργασία και στην Ευρώπη, πάντα θα διάλεγε το πρώτο.
Αλλά η κατάσταση πλέον έχει αλλάξει. Η Λαϊκή Κίνα είναι ένας ανερχόμενος αντίπαλος των ΗΠΑ, και τώρα που το Ηνωμένο Βασίλειο έχει αποφασίσει να συνεχίσει μόνο του, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι οι ΗΠΑ θα το λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν τους. Με τον Τραμπ να ρωτάει ανοιχτά για τη χρησιμότητα του ΝΑΤΟ, φαίνεται σαν μία άκαιρη στιγμή για το Ηνωμένο Βασίλειο να παίξει το χαρτί του «μεγαλοπρεπούς απομονωτισμού». Για λόγους που αφορούν αυστηρά την εθνική ταυτότητα, η Μέι βάζει ένα τριπλό στοίχημα: με το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ, και τον κόσμο.
=========================
Ο κ. Ντομινίκ Μoυαζί είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας, ανώτερος σύμβουλος στο Institut Montaigne στο Παρίσι.

HeliosPlus