Για αρκετά έτη πλέον, οι ελληνικές επιχειρήσεις λειτούργησαν και συνεχίζουν να λειτουργούν σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο και γεμάτο προκλήσεις οικονομικό περιβάλλον. Ως ένας ιδιαίτερα ζωντανός οργανισμός, απέναντι στις πρωτόγνωρες συνθήκες που αντιμετώπισαν, έθεσαν σε εγρήγορση όλα τους τα δημιουργικά αντανακλαστικά, ενώ παράλληλα ανέπτυξαν καινούργιες ικανότητες προσπαθώντας να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις.
Από την ετήσια έρευνά μας των ελληνικών επιχειρήσεων, τα τελευταία έτη προκύπτει ότι αν και παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, εντούτοις σήμερα οι 3 στις 4 επιχειρήσεις της χώρας αντιμετωπίζουν προβλήματα που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Κυριότερο, τα έντονα προβλήματα ρευστότητας, μιας και είναι χαρακτηριστικό ότι μία στις τέσσερις παρουσιάζουν έλλειμμα στο κεφάλαιο κίνησης, ενώ, επίσης, μία στις τέσσερις αδυνατεί να αποπληρώσει τους τόκους των δανείων της μέσα από τη λειτουργική της κερδοφορία. Επιπρόσθετη πίεση στη ρευστότητα των επιχειρήσεων χωρίς ουσιαστικό όφελος για το κράτος δημιουργεί και η αύξηση των φορολογικών συντελεστών. Από τη διαχρονική εξέταση της κερδοφορίας και της φοροδοτικής ικανότητας των επιχειρήσεων προκύπτει ότι οι φόροι που συνεισφέρουν οι επιχειρήσεις μειώνονται, ενώ παράλληλα εξανεμίζουν τα κέρδη τους, στερώντας ρευστότητα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση αναγκαίων επενδύσεων, ώστε να εισέλθουν σε αναπτυξιακή τροχιά και να βελτιώσουν τη χρηματοοικονομική τους διάρθρωση.
Αντί όμως να σταθούμε μόνο στις αδυναμίες των επιχειρήσεων και τις απειλές του οικονομικού περιβάλλοντος, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε και να αναδείξουμε τις υγιείς εκείνες επιχειρηματικές δυνάμεις και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που ήδη έχουν αναπτυχθεί και κάνουν αρκετές επιχειρήσεις να ξεχωρίζουν.
Μέσα από τη διαχρονική μας μελέτη για τις ελληνικές επιχειρήσεις, διαπιστώνουμε ότι σήμερα μία στις τέσσερις παρουσιάζει προοπτικές ανάπτυξης τις οποίες συνδυάζει με υγιή χρηματοοικονομικά μεγέθη. Οι εταιρείες αυτές παρουσιάζονται έτοιμες να αποτελέσουν τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να ανοικοδομηθεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, αποτελώντας αποδεδειγμένα παραδείγματα ανταγωνιστικότητας και επιχειρηματικής αριστείας που πρέπει και οι λοιπές επιχειρήσεις να μιμηθούν.
Οι επιχειρήσεις αυτές επένδυσαν σε δράσεις όπως η βελτιστοποίηση των εσωτερικών τους διαδικασιών και η επιχειρησιακή καινοτομία, που βελτίωσαν τον τρόπο λειτουργίας τους και είχαν θετική επίδραση στα αποτελέσματά τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι αύξησαν κατά 22% τα λειτουργικά τους κέρδη, όταν τα λειτουργικά κέρδη των λοιπών εταιρειών στα 7 τελευταία έτη μειώνονται κατά μέσο όρο 35%.
Επένδυσαν σε έρευνα και ανάπτυξη, δημιουργώντας ανταγωνιστικά προϊόντα, επέδειξαν εξωστρέφεια και επεκτάθηκαν σε αγορές που δεν είχαν παρουσία, κατορθώνοντας να διευρύνουν την πελατειακή τους βάση. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές οι επιχειρήσεις καταγράφουν αύξηση πωλήσεων 25% μέσα στην κρίση και κατορθώνουν να διπλασιάσουν τις εξαγωγές τους.
Σε μια εποχή όπου η ανεργία είναι το βασικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, οι εταιρείες αυτές επέλεξαν να επενδύσουν στους ανθρώπους, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας, αναπτύσσοντας τεχνογνωσία και δίνοντας κίνητρα ανάπτυξης στο προσωπικό τους.
Υπάρχουν, λοιπόν, επιχειρήσεις που η αντίδραση που επέδειξαν (και συνεχίζουν να επιδεικνύουν) στην κρίσηαποτελούν τα παραδείγματα από τα οποία πρέπει να διδαχτούμε όλοι. Οχι μόνο σε επιχειρηματικό επίπεδο αλλά να διδαχτούμε και ευρύτερα, ως κοινωνία. Τα αντανακλαστικά τους, η κουλτούρα τους και, εν γένει, το ανήσυχο δημιουργικό πνεύμα που τις διακρίνει είναι τα απαραίτητα συστατικά με τα οποία μπορεί να οικοδομηθεί η ανάπτυξη.
* Ο κ. Βασίλης Καζάς είναι διευθύνων σύμβουλος της Grant Thornton.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ