Τη θριαμβευτική επιστροφή της ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια θεατρικής απουσίας χαιρετίζουν ενθουσιασμένοι κριτικοί και θεατές που είχαν το προνόμιο να παρακολουθήσουν την Γκλέντα Τζάκσον στον ρόλο του βασιλιά Ληρ, στο Λονδίνο. Η ογδοντάχρονη ηθοποιός, βραβευμένη δύο φορές με Οσκαρ, ερμηνεύει έναν από τους δυσκολότερους ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου στο Old Vic, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση της έμπειρης Ντέμπρα Γουόρνερ.
Οι ειδικοί θρηνούν, επειδή οι ηθοποιοί που έχουν την κατάλληλη ηλικία να παίξουν τον γερο-Λιρ συνήθως δεν έχουν τη σωματική αντοχή να το πράξουν. Η Γκλέντα Τζάκσον –που εγκατέλειψε την υποκριτική για να ασχοληθεί με την πολιτική ως βουλευτής των Εργατικών επί 23 ολόκληρα χρόνια –έρχεται να διασκεδάσει κάθε ανησυχία τέτοιου είδους. «Η φλογερή φωνή της διατηρεί τη μοναδική ικανότητα να τεμαχίζει τον αέρα» γράφει ο Ματ Γουλφ των «New York Times». «Και όταν δρασκελίζει τη σκηνή στην έναρξη του έργου, η κυρία Τζάκσον μεταδίδει αμέσως την αίσθηση ότι διαθέτει τέτοια δύναμη και εξουσία που δεν τα βάζεις μαζί της».
Αγριο χιούμορ


Φοράει μαύρο παντελόνι και μπορντό σακάκι (στην πορεία θα μείνει με ριγέ πουκάμισο), μαλλιά κοντά. Εισέρχεται χωρίς πολλά πολλά κρατώντας την Κορντέλια από το χέρι. Οταν όμως η αγαπημένη θυγατέρα αρνείται να κολακέψει τον ματαιόδοξο πατέρα και αποχωρούντα βασιλιά, ο τελευταίος ξεσπάει σε κραυγαλέο γέλιο, το οποίο αμέσως μετατρέπεται σε βία: εκτοξεύει την κόρη του στο πάτωμα και ξεχύνεται ενάντια στον Κεντ με μια από τις μπλε καρέκλες του σκηνικού. Σύντομα ο Ληρ ξαναβρίσκει την ψυχραιμία του και με μια βασιλική ειρωνική χειρονομία «σχολιάζει» την αποχώρηση του πιστού συμβούλου του.
Αγριο χιούμορ, άστατη ψυχοσύνθεση και εσωστρέφεια χαρακτηρίζουν αυτόν τον ηγέτη. «Η Τζάκσον, όπως οι καλύτεροι Λιρ πριν από αυτή, μεταπηδά αστραπιαία από την τρέλα στη σωφροσύνη, από τον θυμό στην τρυφερότητα, ενώ συνδυάζει το φωνητικό σφρίγος με τη σωματική αδυναμία» γράφει ο έγκριτος Μπίλινγκτον της εφημερίδας «Guardian».
Ο χωροχρόνος της παράστασης είναι σημερινός. Ο σκηνικός χώρος αποτελείται από λευκά παραλληλόγραμμα. Ενα από αυτά περιστρέφεται για να μας αποκαλύψει το ψυγείο στο σπίτι της Γκόνεριλ. Η καταιγίδα αναπαρίσταται με μαύρα υφάσματα που κινούνται κυματιστά και προβολές καταρρακτώδους βροχής. «Εύχεται κανείς η σκηνή της καταιγίδας να μην ήταν τόσο φλύαρη, ώστε να συναγωνίζεται τις φωνές των ηθοποιών», αν και οφείλει να ομολογήσει κανείς πως είναι άψογη εκτελεσμένη τεχνικά –ήχος, εικόνα, φωτισμός –τόσο ώστε να θυμίζει εικαστική αποκάλυψη» σημειώνει ο Γουλφ, ο οποίος μοιάζει αιφνιδιασμένος από την Τζάκσον: μερικοί θεατές, προειδοποιεί, «μπορεί να ξαφνιαστούν από την ένταση των συναισθημάτων που επιδεικνύει σε αυτή την παράσταση μια ηθοποιός γνωστή εδώ και δεκαετίες για την τραχύτητά της. […] «Μη μ’ αφήσεις να τρελαθώ» λέει η Τζάκσον-Ληρ, κι ένα ζευγάρι κοκαλιάρικα χέρια ορμάνε να γραπώσουν το ταραγμένο κεφάλι της». Στη σκηνή με τον εξαθλιωμένο Εντγκαρ, η ηθοποιός βγάζει το παντελόνι της, και τα λεπτά ποδαράκια της δίνουν ακόμη πιο έντονα την αίσθηση ενός εξασθενημένου, αποστραγγισμένου ανθρώπου που ετοιμάζεται «να συρθεί προς τον θάνατο».
Η παράσταση, που θα παίζεται ως τις 3 Δεκεμβρίου, επαινείται γενικότερα για τον τρόπο που παίζουν οι ηθοποιοί του θιάσου, σε στυλ απόλυτα φυσικό και αληθοφανές, «λες και ο λόγος συνιστά δεύτερη φύση του ομιλητή και όχι ένα συνονθύλευμα από γνωστές σαιξπηρικές φράσεις».
Θεατρική πορεία


Η Τζάκσον γεννήθηκε στο Μπίρκενχεντ, μια επαρχιακή πόλη απέναντι από το Λίβερπουλ (τις χωρίζει ο ποταμός Mersey). Ο πατέρας της ήταν οικοδόμος και η μητέρα της καθαρίστρια σε καταστήματα. Το ντεμπούτο της στη σκηνή η Τζάκσον το έκανε το 1957 στην παράσταση «Separate Tables» (δύο μονόπρακτα με ενιαίο τίτλο) του Τέρενς Ράτιγκαν, ενώ σπούδαζε ακόμη υποκριτική στην περίφημη RADA (Royal Academy of Dramatic Arts). Συνέχισε να ερμηνεύει τον ρόλο για τα επόμενα έξι χρόνια, ενώ άρχισε να εμφανίζεται και στο σινεμά.
Ο Πίτερ Μπρουκ την επέλεξε ως μέλος του θιάσου του για τη σεζόν-αφιέρωμα στον Αρτώ, με τίτλο «Θέατρο της Σκληρότητας», που φιλοξενήθηκε στη Royal Shakespeare Company το 1964. Στην εμβληματική πλέον παράσταση του έργου «Marat/Sade» του Πέτερ Βάις, που ανέβασε ο Μπρουκ, η Τζάκσον ανέλαβε τον ρόλο της ψυχασθενούς/«Σαρλότ Κορντέ», διαβόητης δολοφόνου του Μαρά. Οι κριτικοί βρήκαν πως η Τζάκσον ήταν το είδος του ηθοποιού που αναζητούσε ο Μπρουκ, το είδος που δίνει το απόλυτο «παρών» στη σκηνή. Η ερμηνεία της έμεινε χαραγμένη στο μυαλό όσων είχαν την τύχη να δουν την παράσταση (η ηθοποιός εμφανίστηκε το 1967 και στην κινηματογραφική εκδοχή). Την ίδια χρονιά εμφανίζεται ως Οφηλία στον «Αμλετ» του Πίτερ Χολ. Το 1966 συμμετείχε σε μία ακόμη σημαντική δουλειά του Μπρουκ, το «US», έργο-διαμαρτυρία για τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Το 1989 υποδύθηκε τη Μάρθα στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», σε ένα ανέβασμα στο Λος Αντζελες που σκηνοθέτησε ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο ρόλος του Τζορτζ δόθηκε στον Τζον Λίθγκοου. Ο Αλμπι απογοητεύτηκε από την παράσταση, κυρίως εξαιτίας της Τζάκσον, η οποία, κατά τη γνώμη του, «είχε υποχωρήσει σε αυτό το πράγμα που κάνει πολύ καλά, την παγωμένη ερμηνεία. Δεν ξέρω αν φοβήθηκε, αλλά στις πρόβες ήταν η Μάρθα κι όσο πιο πολύ πλησιάζαμε στην πρεμιέρα τόσο λιγότερο γινόταν η Μάρθα».

Πίτερ Μπρουκ: «Φορούσε τα πιο άσχημα ρούχα»
«Θυμάμαι όταν πρωτοδούλεψα με την Γκλέντα Τζάκσον, την πρώτη-πρώτη φορά, τότε που δεν τη γνώριζα σχεδόν καθόλου. Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν ότι η Γκλέντα ήταν τρομερά αποτραβηγμένος άνθρωπος, και στη ζωή της απίστευτα σαρκαστική, πολύ σκληρή και σαρκαστική. Στην πρόβα καθόταν πάντα σωριασμένη σαν κουβάρι· φορούσε τα πιο άσχημα ρούχα που μπορούσε να βρει, μ’ ένα είδος περιφρόνησης, είχε ένα μεγάλο κασκόλ που το τύλιγε γύρω της, ένα σκουφάκι που το τραβούσε ως κάτω, και καθόταν κουβαριασμένη σε μια γωνιά. Αλλά από ‘κεί παρακολουθούσε με αγάπη κι ενδιαφέρον το παραμικρό που συνέβαινε στην πρόβα. Τις στιγμές που συναντιόμασταν ή συζητούσαμε, αυτή η σιωπηλή φιγούρα ξεστόμιζε πάντα κάποιο σχόλιο, τόσο εύστοχο ώστε φώτιζε τη δουλειά όλων μας. Αλλά δεν αφορούσε ποτέ τον εαυτό της. Νομίζω λοιπόν ότι είναι εξαιρετικά πολύτιμο για έναν νέο ηθοποιό να αναπτύσσει αυτή τη λειτουργία και να καταλαβαίνει ότι […] υπάρχει πάντα η δυνατότητα να τροφοδοτήσει θετικά μια σχέση, ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες» (απόσπασμα από το βιβλίο «Ανάμεσα σε δυο σιωπές: Συζητώντας με τον Πίτερ Μπρουκ», εκδόσεις Κόαν).


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ