Την περασμένη Τρίτη πέθανε σε ηλικία 87 χρόνων ο Δημήτριος Μαρωνίτης. Αν και τα 87 χρόνια δεν είναι λίγα, ο θάνατός του, λαμβάνοντας υπόψη την ενεργητικότητα και κυρίως την πνευματική του διαύγεια, φάνηκε σε όλους μας πρόωρος και προξένησε στους πολυάριθμους μαθητές του και ακόμη περισσότερους φίλους και γνωστούς του βαθιά θλίψη. Κοντοστάθηκα όταν μου προτάθηκε να γράψω μεταθανάτιο κείμενο γι’ αυτόν. Επειδή είχα την τύχη να συνδεθώ μαζί του για πολλά χρόνια, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, πέρασε από το μυαλό μου ότι ίσως τα όσα γράψω θεωρηθούν, κυρίως βέβαια από τους μεμψίμοιρους, υπερβολικά. Ωστόσο αν αφεθείς στα προστάγματα του νου και όχι της καρδιάς, η ευνοϊκή προδιάθεση οδηγεί σε μια πιο δίκαιη και σωστή κρίση. Θα προσπαθήσω να προσεγγίσω τον Μίμη Μαρωνίτη όχι μέσα από τις φιλολογικές του εργασίες, τις μεταφράσεις και τα δοκίμιά του, αλλά μέσα από τα τόσα χρόνια γνωριμίας μας στο Πανεπιστήμιο και κυρίως από τη συμμετοχή του στα εκπαιδευτικά ταξίδια των φοιτητών Αρχαιολογίας στην Ιταλία και στη Σικελία.
Είναι αλήθεια ότι το πάθος του να θρέψει τον ανήσυχο νου του με πιο στέρεα νοήματα και πιο ασφαλείς γνώσεις τον οδήγησε στα κλασικά κείμενα και όχι στα αγάλματα και στα αρχαιολογικά κατάλοιπα, που για να τα κατανοήσεις απαιτείται ηρεμότερη όσο και πιο χρονοβόρα θεώρηση, η οποία μάλιστα, συχνά, καταλήγει και σε υποθετικά συμπεράσματα. Αλλωστε δεν πίστευε ότι οι αρχαιότητες, ακόμη και οι δημιουργίες των μεγάλων καλλιτεχνών, έχουν την ίδια αξία με αυτήν των κλασικών κειμένων. Προσεγγίζοντας μέσα στις αίθουσες των μουσείων τα αγάλματα, τα αγγεία και τις επιγραφές και περιδιαβαίνοντας στους αρχαιολογικούς χώρους, τους ναούς, τα βουλευτήρια και τα θέατρα, παρήγαγε πλούσιους συνειρμούς με την ευστροφία του μυαλού του. Οι εκπαιδευτικές αυτές εξορμήσεις τού έδιναν την ευκαιρία να διαπιστώσει, από πρώτο χέρι, ότι ο φιλολογικός και αρχαιολογικός ορίζοντας, όταν συμβαδίζουν, αλληλοσυμπληρώνονται και γίνονται πιο καρποφόροι σε ιδέες, νοήματα, περιεχόμενο.
Ως καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας επιδιδόταν με πάθος στο διδάσκειν και παιδεύειν. Στις ιδιωτικές συναθροίσεις ανέπτυσσε με θαυμαστή μαεστρία και ευστροφία οποιοδήποτε θέμα ετίθετο προς συζήτηση. Τον Μαρωνίτη μερικοί δεν τον καταλάβαιναν εξαιτίας, ως επί το πλείστον, δικών τους αδυναμιών. Καθώς διέθετε πλούσιο στοχασμό, γοργό ρυθμό και σύνθετο τρόπο σκέψης και χειριζόταν με μαεστρία τη γλώσσα, έπρεπε να εκπληρώνεις κάποιες προϋποθέσεις για να τον παρακολουθήσεις. Δεν ανεχόταν τη δολιότητα και τη βλακεία. Σε τέτοιες περιπτώσεις σε αντιμετώπιζε με ελαφριά ειρωνεία ή σε εξουθένωνε με αιχμηρές φράσεις.
Η ακρίβεια της γλωσσικής του διατύπωσης αποτελεί «την πιο ευτυχισμένη συζυγία νου και καρδιάς». Λίγοι θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του ως προς την ποιότητα της ενασχόλησής του τόσο με την αρχαία φιλολογία όσο και με τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Το γεγονός ότι ταλαιπωρήθηκε από φυλακίσεις και πολλά άλλα κατά την επτάχρονη δικτατορία δεν το εξέλαβε ως ηθικό αποταμίευμα για να περάσει «εν δημοκρατική υπολήψει» την υπόλοιπη ζωή του, ούτε ως βατήρα για κατάληψη αξιωμάτων. Πνευματικός μαχητής από τους πιο ορμητικούς, πιστός στα δημοκρατικά ιδεώδη, υπήρξε θιασώτης της ελευθερίας της σκέψης, του λόγου, της γραφής.
Από όσα είπε, απευθυνόμενος στους φοιτητές στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου τον Γενάρη του 1968, κατά το τελευταίο του μάθημα, έχοντας παυτεί από το στρατιωτικό καθεστώς, παραθέτω μία και μόνο φράση του: «Κρατήστε ξύπνιο το μυαλό σας στους σκοτεινούς καιρούς. Με αυτό κυρίως θα πολεμήσετε τη βαναυσότητα της εξουσίας».
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι ακαδημαϊκός, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ