Φανταστείτε έναν τελικό του Γιούρο και κανείς να μην πηγαίνει να το δεi. Όχι επειδή δεν θέλει. Αλλά επειδή δεν μπορεί. Πρώτον επειδή απεργούν οι εργαζόμενοι στα μαζικά μέσα συγκοινωνίας. Και δεύτερον επειδή οι δρόμοι που οδηγούν στο στάδιο έχουν καταληφθεί από διαδηλωτές. Αυτό δηλαδή που θα μπορούσε να είχε συμβεί χθες στη Γαλλία, αν το αποφάσιζαν έτσι οι συνδικαλιστές. Κάτι όμως που, όντως μη παλαβοί, δεν σκέφτηκαν ούτε στιγμή να κάνουν, αφού διέγνωσαν από την αρχή, ότι τέτοιες κινητοποιήσεις θα έβλαπταν μαζί με τους ποδοσφαιρόφιλους και τους ίδιους. Ο τελικός Πορτογαλίας-Γαλλίας στο Stade de France του Παρισιού κατέληξε έτσι με τη βοήθειά τους στο γνωστό μοιραίο αποτέλεσμα: Την ήττα της ομάδας τους, των περιώνυμων «bleus». Ο θρίαμβος της Πορτογαλίας έλαβε χώρα, όπως έπρεπε, σε ένα κατάμεστο από θεατές στάδιο.

Παρόλα αυτά, ποτέ προηγουμένως δεν ήταν το κορυφαίο ποδοσφαιρικό γεγονός στην Ευρώπη τόσο περιτυλιγμένο με αγωνία και άγχος όσο το Euro 2016. Κι αυτό επειδή πληττόταν ταυτόχρονα από τέσσερις τουλάχιστον κρίσεις:

Πρώτον, την τρομοκρατία. Ο φόβος ότι οι τρομοκράτες θα μπορούσαν να χτυπήσουν μέσα ή έξω από τα στάδια ήταν ρεαλιστικός. Και ο Φρανσουά Ολάντ έκανε ότι μπορούσε για να τον αναπαράγει – συνεχίζοντας τους βομβαρδισμούς στη Συρία, στο Μάλι και παντού αλλού, όπου παρεμβαίνει με τον στρατό της απρόσκλητα.

Δεύτερον, το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης που επέβαλε το Νοέμβριο του 2015 ο Ολάντ με αφορμή τα τρομοκρατικά κτυπήματα στο Παρίσι και επεκτάθηκε ως τα τέλη Ιουλίου. Το καθεστώς αυτό «προστατεύει» και τους θεατές του ποδηλατικού γύρου της Γαλλίας, που λήγει στις 26 Ιουλίου. Για τις επιπτώσεις του αναφερόμαστε πιο κάτω.

Τρίτον, τις μεγάλες πολιτικές αναταράξεις στη Γαλλία ως συνέπεια της αντεργατικής νομοθεσίας που προωθεί η κυβέρνηση Ολάντ – αφενός τις συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις, αφετέρου τα κινήματα πλατείας (nuit debout, άγρυπνες νύχτες).

Και, τέταρτον, την κρίση διαφθοράς που ενδημεί από καιρό στην παγκόσμια ομοσπονδία ποδοσφαίρου FIFA, όπως την ενσαρκώνουν οι επικεφαλής της – καταρχάς ο πρώην πρόεδρος της Γιόζεφ Μπλάτερ και ύστερα, όπως πολλά δείχνουν, και ο τωρινός Τζιάνι Ινφαντίνο.

Το Euro 2016 έφυγε, οι κρίσεις μένουν. Και μαζί τους και τα πολιτικά παρατράγουδα της. Το κυριότερο από αυτά είναι αναμφίβολα η διαρκής πολιτική ανωμαλία, παράγωγο του καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης, που τείνει να πάρει μόνιμο χαρακτήρα στη Γαλλία και όχι μόνο. Το δευτερογενές παράγωγο της είναι το «κράτος ασφάλειας», το οποίο υποκαθιστά το κλασικό κράτος δικαίου. Τα χαρακτηριστικά του, σύμφωνα με τον ιταλό διανοητή Τζιόρτζιο Αγκάμπεν, είναι η αναπαραγωγή του φόβου έναντι της τρομοκρατίας εκ μέρους του κράτους (αντί η καταπολέμησή του), η απολιτικοποίηση των πολιτών και η παραίτηση από τις αρχές του κράτους δικαίου. Η ασφάλεια αποκτά έτσι προβάδισμα έναντι της ελευθερίας, το κράτος μπορεί να χώνει προληπτικά τη μύτη του σε κάθε δραστηριότητα των πολιτών – στους χώρους εργασίας, στους δρόμους, στο ίντερνετ, ακόμη και την κρεβατοκάμαρα.

Η μπάλα εντάσσεται έτσι άθελα, αλλά αναγκαστικά σε αυτό το «άρρωστο» καθεστώς: αρρωσταίνει μαζί του. Αυτό που παίζεται στα γήπεδα είναι μολυσμένο από τις ανομίες έξω από αυτά, εκείνες των μεγιστάνων του πλούτου και των πολιτικών συνοδοιπόρων τους.

Το ποδόσφαιρο δεν είναι απλό κλοτσοσκούφι. Ανήκει, όπως έλεγε ο γάλλος κοινωνιολόγος Πιέρ Μπουρντιέ, στα «σοβαρά παιχνίδια». Η σοβαρότητά του συνίσταται στον εκπαιδευτικό του ρόλο: στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών και εφήβων στη βάση δυο θεμελιακών κοινωνικών αρετών – τον ανταγωνισμό (έναντι της αντίπαλης ομάδας) και της αλληλεγγύης (στο εσωτερικό της ίδιας ομάδας). Έτσι, οι νεαροί γόνοι ωριμάζουν σε «άντρες» (υπό τις σημερινές συνθήκες εις βάρος των γυναικών), που είναι σε θέση να αξιοποιήσουν τις δυο αρετές στον υπόλοιπο κοινωνικό τους βίο.

Ταυτόχρονα, η μπάλα είναι ο φορέας μιας ανατροπής στη στάση και χρήση του ανθρώπινου σώματος: Σε κάθε άλλο παιχνίδι ή ανθρώπινη δραστηριότητα (με εξαίρεση τον βηματισμό και τον χορό), το χέρι έχει το πάνω χέρι έναντι του ποδιού. Στο ποδόσφαιρο, συμβαίνει το αντίθετο. Το πόδι κερδίζει το πάνω χέρι έναντι του ποδιού.

Η αντιστροφή των ρόλων, όπως είχαμε γράψει παλιότερα, «έχει συνέπειες και στη γενικότερη σχέση σώματος-πνεύματος: Το πόδι, ο φορέας του όρθιου βηματισμού, αποκαθίσταται στη συλλογική συνείδηση, πρώτον (χάρη στο μέτρο και το ρυθμό του βαδίσματος) ως ο ψυχικός βηματοδότης, και δεύτερον, ως η αφετηρία του ορθού λόγου. Στο γήπεδο ανακαλύπτουμε πάλι, ότι ήταν το πόδι που «γέννησε» το χέρι και το μυαλό. Και ότι η σκέψη μιμείται απλώς την κίνησή του – όπως η ψυχή τα κτυπήματα της καρδιάς.

Η ανατροπή έχει βέβαια τα όρια της, αφού ισχύει μόνο κατά το σύντομο διάστημα ενός παιχνιδιού. Μετά η λάμψη του χάνεται. Το ποδόσφαιρο είναι παιδί κατώτερων θεών. Οι συνδυασμοί και οι φάσεις στα γήπεδα του μπάσκετ, του βόλεϊ, ή του χόκεϊ, είναι, χάρη στο «έξυπνο» χέρι, ασύγκριτα πιο περίπλοκες και θεαματικές, από ότι εκείνες στην ποδοσφαιρική αρένα. Σε αυτήν παραμένει όντως «κλωτσοσκούφι» – η πιο υπανάπτυκτη μορφή χειρισμού της μπάλας».

Εκείνο που ξετρελαίνει τους ποδοσφαιρόφιλους, είναι το «παρόλα αυτά»: Το ότι το πόδι αναπτύσσει μια αισθητική, που είναι πολύ πιο αναπάντεχη και ιδιότυπη από ότι σε άλλα αθλήματα. Ταυτόχρονα προβάλει με απαράμιλλη σαφήνεια το μυστήριο του τυχαίου και του εύθραυστου της ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι αποκτά σχεδόν ανθρωπολογική διάσταση. Κι αυτό είναι ο άφθαρτος πυρήνας της μπάλας – ο συγχρωτισμός της με ότι είναι ιερό και όσιο, γνήσια μυστηριακό στον άνθρωπο.

Το άφθαρτο φυσικά μένει. Οι κρίσεις δεν αλλάζουν τη φύση της μπάλας. Αλλάζουν όμως το περιβάλλον, μέσα στο οποίο παίζεται – και μαζί με αυτό και τους συντελεστές της. Σε ένα κράτος ασφάλειας, στο οποίο οι πολίτες απολιτικοποιούνται, και σε μια διεφθαρμένη FIFA, στην οποία οι παίκτες είναι υποχείρια εμπορικών και συχνά μάλιστα άνομων συμφερόντων, το ποδόσφαιρο χάνει τον χαρακτήρα της μυσταγωγίας και εκφυλίζεται σε «θέαμα», που θέλει να αποσπάσει την προσοχή του κοινού τους κινδύνους του κράτους ασφάλειας και άλλα καυτά προβλήματα.

Έτσι περιέρχεται και το ίδιο σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης – ανεξάρτητα από το αν οι παίκτες εκτελούν πάνω στο πράσινο γκαζόν νέες, ακόμη πιο εντυπωσιακές καντρίλιες. Γινόμενοι άλλοθι μιας τάξης πραγμάτων, που δεν αρμόζει στο παιχνίδι τους και ίσως δεν θέλουν και οι ίδιοι.