Η πρόσφατη συμφωνία Τουρκίας και Ισραήλ για την αποκατάσταση των διμερών σχέσεων δεν θα τις επαναφέρει στη «χρυσή εποχή» της δεκαετίας του 1990.
Το υπόβαθρο εμπιστοσύνης είναι πλέον ασταθές για κάτι τέτοιο. Η επαναπροσέγγιση Αγκυρας και Τελ Αβίβ αντικατοπτρίζει όμως μια «στρατηγική αναγκαιότητα» που υπερβαίνει συναισθηματισμούς.
Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Βενιαμίν Νετανιάχου προχώρησαν σε αυτήν παρά την αντίθεση της κοινής γνώμης και στις δύο χώρες –ιδιαίτερα στο Ισραήλ.
Παρά το γεγονός ότι ανώτεροι διπλωματικοί παράγοντες στην Αθήνα δεν εξεπλάγησαν από την εξέλιξη, δεν κρύβουν τον προβληματισμό τους για την επίδραση που θα μπορούσε να έχει η τουρκοϊσραηλινή επαναπροσέγγιση για τα ελληνικά συμφέροντα.
Ο Βενιαμίν Νετανιάχου ενημέρωσε φυσικά τον Αλέξη Τσίπρα για τη συμφωνία, αλλά και για την πρόθεση του Ισραήλ να επιμείνει στη συνεργασία με την Ελλάδα και την Κύπρο. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός είχε άλλωστε περισσότερες από μία τηλεφωνικές συνομιλίες και με τον πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη.
Τι (πρέπει να) απασχολεί την Αθήνα
Υπάρχουν όμως ορισμένες παράμετροι που δεν μπορούν να αγνοηθούν. Το θετικότερο στοιχείο είναι ότι η αμυντική συνεργασία Αθήνας – Τελ Αβίβ είναι ένα δεδομένο που δεν θα αλλάξει. Ο σπόρος που είχε ρίξει ο Αμος Γκιλάντ, γκουρού της αμυντικής σκέψης στο Ισραήλ, όταν είχε επισκεφθεί την Αθήνα μετά την προσέγγιση Παπανδρέου – Νετανιάχου το 2010, έχει αποδώσει καρπούς και προοπτική.
Η έμφαση είχε δοθεί στη στρατιωτική συνεργασία και από τότε αυτή επεκτείνεται συνεχώς. Ξεκίνησε από την Πολεμική Αεροπορία, προχώρησε στο Πολεμικό Ναυτικό και πλέον θα επεκταθεί στον Στρατό Ξηράς, καθώς προγραμματίζεται σχετική άσκηση για τον Σεπτέμβριο. Δεν αποκλείεται επίσης να επισκεφθεί την Αθήνα προσεχώς και ο νέος υπουργός Αμυνας Αβιγκντορ Λίμπερμαν.
Ωστόσο η αποτυχία όλων των ελληνικών κυβερνήσεων από το 2010 να εμβαθύνουν τη σχέση στον οικονομικό τομέα, αλλά και να συγκεκριμενοποιήσουν τις επιδιώξεις τους στον τομέα του φυσικού αερίου ενδέχεται να κοστίσει σοβαρά σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η αδυναμία εμβάθυνσης της σχέσης –κάτι που η ισραηλινή πλευρά επεδίωξε –είναι εμφανής, παρά το γεγονός ότι το μέγεθος της ελληνικής αγοράς δεν συγκρίνεται με αυτό της τουρκικής. Χάθηκαν ευκαιρίες για συνεργασίες τόσο στον τομέα των αμυντικών βιομηχανιών (π.χ. ΕΑΒ ή ΕΑΣ) όσο και σε θέματα κατασκευής μονάδων αφαλάτωσης στα νησιά, αγροτικής οικονομίας, πιθανής ναυπήγησης σκαφών για το ισραηλινό Ναυτικό. Οσο για το ζήτημα της ενέργειας, η αμφιταλάντευση της Αθήνας ανάμεσα στο μεγαλεπήβολο και κοστοβόρο σχέδιο του υποθαλάσσιου αγωγού East Med προς την Κρήτη και στη λύση του LNG κόστισε χρόνο.
Επιπλέον, ακόμη δύο στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπόψη: πρώτον, τι επιπτώσεις θα έχει η πιθανή «προσθήκη» ή ο συνυπολογισμός της Τουρκίας στις τριμερείς συνεργασίες που έχουν διαμορφωθεί στην Ανατολική Μεσόγειο και, δεύτερον, αν η συμφωνία θα λειτουργήσει «πιεστικά» προς επίλυση του Κυπριακού, καθώς το νησί εντάσσεται στους ενεργειακούς σχεδιασμούς στην περιοχή. Σε ό,τι αφορά το πρώτο σημείο, η Αθήνα καλείται, σύμφωνα με διπλωματικούς παράγοντες, να προσέξει τις έντονες παρασκηνιακές διεργασίες που εξελίσσονται για την επαναπροσέγγιση Αγκυρας – Καΐρου. Σε αυτές διαδραματίζει, όπως λέγεται, ρόλο και η Σαουδική Αραβία.
Η κακή προσωπική χημεία του αιγύπτιου προέδρου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι με τον κ. Ερντογάν ίσως να μην αρκέσει για να αποφευχθεί το… λιώσιμο των πάγων στις τουρκοαιγυπτιακές σχέσεις, στοιχείο που θα μπορούσε να επηρεάσει τόσο τη διμερή συνεργασία Αθήνας – Καΐρου όσο και μελλοντικές συνομιλίες για οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, το φυσικό αέριο θα μπορούσε να αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα. Ουδείς αγνοεί ότι η οικονομικότερη οδός εξαγωγής είναι μέσω Τουρκίας, αλλά ένας αγωγός από το Ισραήλ προς τη χώρα αυτή πρέπει να περάσει μέσα από την κυπριακή ΑΟΖ και αυτό δεν πρόκειται να το δεχθεί η Λευκωσία χωρίς επίλυση του Κυπριακού. Δεν μπορεί λοιπόν να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να αυξηθούν οι πιέσεις για λύση το προσεχές διάστημα.
Οι εταιρείες πιέζουν, αλλά από τη στιγμή που το κοίτασμα Λεβιάθαν δεν θα αρχίσει να παράγει αέριο πριν από το 2019 πολλά μπορεί να συμβούν.
Ομαλοποίηση των σχέσεων
Η «στρατηγική αναγκαιότητα» και το «κλειδί της Γάζας»
Η συμφωνία που επετεύχθη στα τέλη Ιουνίου στη Ρώμη θα μπορούσε να έχει έλθει νωρίτερα, ακόμη και το 2013. Τότε ο Βενιαμίν Νετανιάχου, υπό την πίεση του Μπαράκ Ομπάμα, ζήτησε συγγνώμη από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την τραγωδία με τους 10 νεκρούς στο πλοίο «Μαβί Μαρμαρά» που προσπάθησε να σπάσει τον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας.
Ομαλοποίηση των σχέσεων
Η «στρατηγική αναγκαιότητα» και το «κλειδί της Γάζας»
Η συμφωνία που επετεύχθη στα τέλη Ιουνίου στη Ρώμη θα μπορούσε να έχει έλθει νωρίτερα, ακόμη και το 2013. Τότε ο Βενιαμίν Νετανιάχου, υπό την πίεση του Μπαράκ Ομπάμα, ζήτησε συγγνώμη από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την τραγωδία με τους 10 νεκρούς στο πλοίο «Μαβί Μαρμαρά» που προσπάθησε να σπάσει τον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας.
Σύμφωνα δε με τον γνωστό τούρκο αναλυτή Τσενγκίζ Κάνταρ, περί τα μέσα Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς ο Ερντογάν φέρεται να ζήτησε από τον μόνιμο υφυπουργό Εξωτερικών Φεριντούν Σινιρλίογλου, άνθρωπο των ειδικών αποστολών, να κάνει «ό,τι είναι δυνατόν» για την ομαλοποίηση των σχέσεων με το Ισραήλ.
Ηταν η περίοδος που ο Ερντογάν ένιωθε την πίεση των ερευνών ακόμη και εναντίον του γιου του για απάτη, ανησυχώντας ακόμη και για την εξουσία του.
Οι συζητήσεις για την ομαλοποίηση είχαν φυσικά ήδη ξεκινήσει, υπό την πίεση και των Αμερικανών. Είχε μάλιστα ήδη βρεθεί η λύση της αποζημίωσης των 20 εκατ. δολαρίων για τα θύματα των πυρών των ισραηλινών κομάντος, τα οποία θα κατετίθεντο σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό (αλλά δεν θα δίνονταν απευθείας στις οικογένειες των θυμάτων).
Ωστόσο υπήρχε ένα εμπόδιο αξεπέραστο, το οποίο αφορούσε τον τρίτο όρο που είχε θέσει ο Ερντογάν: την άρση του αποκλεισμού της Γάζας. Γύρω από αυτόν τον όρο κρίθηκε η έκβαση του τελευταίου γύρου των συνομιλιών στη Ρώμη.
Η στρατηγική αναγκαιότητα της ομαλοποίησης οδήγησε τους Τούρκους να θέσουν και πάλι το ζήτημα τον περασμένο Δεκέμβριο. Οι πιέσεις που δέχονταν λόγω του Συριακού ήταν μεγάλες, ενώ η εμφάνιση της Ρωσίας στη μεσανατολική σκακιέρα έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Την ίδια στιγμή το Τελ Αβίβ επιθυμούσε να διευρύνει τον κύκλο των σουνιτικών δυνάμεων με τις οποίες μπορεί να συνεργαστεί έναντι του μείζονος προβλήματος που αντιμετωπίζει: του Ιράν. Οσο για την Αγκυρα, υπάρχει ένας παράγοντας που έχει τεράστια σημασία. Οι ιθύνοντες στην Τουρκία γνωρίζουν άριστα τις καλές σχέσεις του Ισραήλ με τους Κούρδους και στην τρέχουσα συγκυρία η αξιοποίηση αυτής της παραμέτρου δεν θα έπρεπε να περνά απαρατήρητη.
Με μια ψυχρή ανάλυση των γεγονότων, στην παρούσα φάση το Ισραήλ είναι ο κερδισμένος της συμφωνίας. Ο αποκλεισμός της Γάζας δεν αίρεται, αλλά την ίδια στιγμή «αξιοποιείται» η Τουρκία τόσο ως τροφοδότης της Λωρίδας με ανθρωπιστική βοήθεια όσο και ως κατασκευαστής υποδομών που θα μπορέσουν να βελτιώσουν την καθημερινότητα στην περιοχή (όπως ο σταθμός ηλεκτρικής ενέργειας και η μονάδα αφαλάτωσης).
Την ίδια στιγμή η Τουρκία κράτησε το γραφείο της Χαμάς στην Κωνσταντινούπολη αλλά δεσμεύθηκε να μην οργανωθεί ποτέ ξανά επιχείρηση από εκεί –ζήτημα το οποίο εκτενώς συζήτησε ο επικεφαλής της Μοσάντ Γιόσι Κοέν με τον ομόλογό του της ΜΙΤ Χακάν Φιντάν σε μυστική επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Τουρκία. Παράλληλα ανελήφθη η δέσμευση να ψηφιστεί στην τουρκική Εθνοσυνέλευση νόμος ο οποίος θα απαγορεύει την κίνηση ποινικής διαδικασίας κατά ισραηλινών στρατιωτών –θέμα μείζον για το Τελ Αβίβ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ