Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

Αμετακίνητα φαίνεται να διατηρούνται μέσα στον 21ο αιώνα το βάρος και το εκτόπισμα που κατέκτησαν με το έργο τους μέσα στον 20ό ο πεζογράφος Μ. Καραγάτσης και ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος. Μια διάρκεια που οφείλεται αναμφισβήτητα στην τεράστια αξία τους, αλλά και στη σύνεση, την επιμέλεια και το πάθος με τα οποία οι απόγονοί τους, η κόρη του Καραγάτση Μαρίνα και ο γιος του Εμπειρίκου Λεωνίδας, διαχειρίζονται το αρχείο τους –η πρώτη ήδη για 56 χρόνια, αφού ο Καραγάτσης πέθανε, όπως είναι γνωστό, τον Σεπτέμβριο του 1960. Χρειάζεται ωστόσο να σημειωθεί μια αλήθεια που δεν έχει ειπωθεί έως σήμερα, ότι αν ο Λεωνίδας Εμπειρίκος και η Μαρίνα Καραγάτση υπήρξαν τόσο αποδοτικοί στη διαχείριση μιας τόσο σπουδαίας κληρονομιάς, είναι επειδή χωρίς να διεκδικούν μερίδιο στις δάφνες των γονιών τους, με τον τρόπο του ο καθένας, κατέλαβαν μια ζηλευτή θέση στα πνευματικά πράγματα του τόπου. Με ομιλίες, κείμενα, διδασκαλία σε σχολές και πανεπιστήμια ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, με άρθρα και κυρίως βιβλία η Μαρίνα Καραγάτση –το πεζογραφικό της «Το ευχαριστημένο» και το βιβλίο με τις φωτογραφίες της Ανδρου δεν έχουν καταχωριστεί μόνο στη σχετική βιβλιογραφία, αλλά διατηρούν ζωντανό και το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Θα μπορούσαν, βέβαια, να συμβαίνουν όλα αυτά και η Μαρίνα Καραγάτση με τον Λεωνίδα Εμπειρίκο να μην έχουν συναντηθεί βαθύτερα και ουσιαστικότερα. Μια τρυφερή φιλία πενήντα και πλέον χρόνων –το επιβεβαιώνει θαυμάσια η φωτογραφία που δημοσιεύεται –υπήρξε το κυριότερο έναυσμα για τη συνομιλία μαζί τους. Ισως και η κοινή τους καταγωγή, η μητρώα για την Καραγάτση και η πατρώα για τον Εμπειρίκο γη της Ανδρου. Μια συνομιλία αποκαλυπτική και βαθιά ανθρώπινη, με παράθεση πολύτιμων στοιχείων τόσο για τον σημερινό αναγνώστη όσο και για τον ιστορικό του μέλλοντος.

Εχετε σκεφτεί ποτέ, έστω μία φορά, ότι θα μπορούσατε να είχατε έναν άλλον πατέρα σε σχέση με αυτόν που είχατε;

Μαρίνα Καραγάτση:
«Οχι, δεν έχω κάνει τέτοια σκέψη. Μολονότι ο πατέρας μου ήταν αυταρχικός και νευρικός και δεν έπαψε να μας ταλαιπωρεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο –δηλαδή δεν είχε καμιά σχέση με τον υπερπροστατευτικό πατέρα του Λεωνίδα, τον Ανδρέα Εμπειρίκο -, εγώ όχι μόνο δεν ήθελα να έχω έναν άλλον πατέρα, αλλά καμάρωνα για αυτόν που είχα. Είναι αφάνταστο το πόσο με επηρέασαν οι ιδέες του και εν γένει η προσωπικότητά του. Για να μπορέσω να ξεφύγω και να αποκτήσω έναν δικό μου λόγο, πέρασαν αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του. Μέχρι περίπου τα τριάντα μου δεν έκανα τίποτ’ άλλο από το να παπαγαλίζω επίμονα τις απόψεις του Καραγάτση».

Λεωνίδας Εµπειρίκος:
«Δεν μπορώ να το φανταστώ ή, μάλλον, να το διανοηθώ ότι θα ήταν δυνατόν να έχω άλλον πατέρα. Αλλά ούτε και θα ήθελα να έχω έναν άλλον πατέρα».
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975) με τους καλούς του φίλους Νίκη Καραγάτση και Μ. Καραγάτση (1908-1960) στην πόλη Σαρτρ της Γαλλίας.

Δεν μπορεί, βέβαια, να συνειδητοποιήσατε το μέγεθος του πατέρα σας από την πρώτη στιγμή που ήρθατε σε μια ουσιαστική επαφή μαζί του.


Λ.Ε.:
«Επειδή όταν ήμουν μικρός ο πατέρας μου ήταν μεγάλης ηλικίας και με τα άσπρα του μαλλιά έμοιαζε ήδη με παππού, θύμωνα πάρα πολύ όταν άκουγα τους άλλους να μου λένε «Πήγαινε στον παππού». «Δεν είναι ο παππούς μου, είναι ο μπαμπάς μου» φώναζα. Θα πρέπει να ήμουν τεσσάρων με πέντε χρόνων όταν είχαμε πάει στο Μπογιάτι κι εκεί ένας κυνηγός Αρβανίτης με σημάδεψε με το όπλο του, για αστείο βέβαια. Εγώ, όμως, έβαλα τα κλάματα κι άκουσα τον πατέρα μου να του μιλάει πολύ αυστηρά στα αρβανίτικα. Κι ένιωσα τότε ότι ο πατέρας μου είναι κάτι σαν Θεός για να μιλάει αυτή την περίεργη γλώσσα. (Είχε μάθει τα αρβανίτικα στο Μπογιάτι, όταν όργωνε στο πλευρό των χωρικών, ως νεαρός τολστοϊστής, για να συνεννοείται.) Οταν πήγα στο δημοτικό κι απέκτησα συνείδηση, όσον αφορά τους πατεράδες των συμμαθητών μου, κατάλαβα ότι ο δικός μου είχε πολύ μεγάλες διαφορές μαζί τους, ότι είναι ένας ιδιαίτερος πατέρας. Δεν ήμουν ούτε περήφανος ούτε μη περήφανος για τις διαφορές αυτές. Απλώς αναρωτιόμουν τι συμβαίνει με τον δικό μου πατέρα».

Μ.Κ.:
«Δεν ξέρω αν είχα έγκαιρα αίσθηση του ποιος ήταν ο πατέρας μου, σίγουρα, όμως, ήμουν περήφανη για αυτόν. Αλλωστε, με επηρέαζε και ο περίγυρος. Από φίλους και γνωστούς δεν άκουγα παρά εγκώμια. Ασε που είχα και τον τυφλό θαυμασμό της αιωνίως ερωτευμένης μητέρας μου. Από την άλλη μεριά, όμως, πολλές φορές, επειδή η ατμόσφαιρα στο σπίτι ήταν αφόρητη, επιζητούσα μια φυσιολογική μεσοαστική οικογένεια όπου όλα θα ήταν ήσυχα ή τουλάχιστον επιφανειακά ήσυχα, να μην ακούγονται φωνές και να μη γίνονται φασαρίες, να μην τον πιάνουν τον πατέρα μου τα νεύρα του, αν δεν είχε κοιμηθεί καλά. Οπότε, η διέξοδός μου ήταν πάντα να κατεβαίνω από τον τρίτο όροφο όπου μέναμε στο ισόγειο όπου έμενε η οικογένεια Βουτσινά. Είχανε μια εγγονή, την Τζίνα, που ήταν η καλύτερή μου φίλη και εκεί έμπαινα σε μια ατμόσφαιρα κανονικότητας. Καταλάβαινα ότι στο δικό μου σπίτι γίνονταν ίσως πράγματα πιο ενδιαφέροντα, αλλά για ένα παιδί τα ενδιαφέροντα αυτά πολλές φορές ήταν αβάσταχτα».
Παρακολουθώντας κανείς τον Ανδρέα Εμπειρίκο σε σχέση με τους γνωστούς του και τους φίλους του, θα παρατηρούσε διαφορές όσον αφορά τη συμπεριφορά του απέναντι στους δικούς του ανθρώπους;

Λ.Ε.:
«Τις περισσότερες φορές ήταν ο εαυτός του. Γενικά ήταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ ευγενής, που γινόταν ακόμη περισσότερο ευγενής –σχεδόν θα έλεγες ότι ξεπερνούσε το όριο –όταν ερχόταν σε επαφή με ανθρώπους που γνώριζε λίγο. Με την οικογένειά του, βεβαίως, ήταν ιδιαιτέρως θερμός και πολύ ανοιχτός, μιλούσε πολύ».
Ποια ήταν η αίσθηση που κυριαρχούσε μέσα στο σπίτι όσον αφορά τον πατέρα σας;

Λ.Ε.:
«Για να πω την αλήθεια, υπήρξε μια περίοδος που μέσα στο μυαλό μου η ελληνική κοινωνία ήταν χωρισμένη στα δύο. Από τη μία ήταν η κοινωνία των φίλων των γονιών μου, μια κοινωνία μικρή, μια κοινωνία άμεσης επαφής και συγγένειας για την οποία ήταν πολύ αγαπητός, τον θαύμαζε θα μπορούσα να πω. Από την άλλη ήταν η κοινωνία όλων των άλλων με τους οποίους ερχόμουν σε επαφή μέσω του σχολείου. Αυτοί οι άλλοι είτε δεν τον ήξεραν είτε νόμιζαν ότι είναι εφοπλιστής. Αλλά υπήρξε και η περίπτωση ενός καθηγητού στο σχολείο ο οποίος, χωρίς να γνωρίζει ότι έχει μαθητή του τον γιο του Εμπειρίκου, είπε ότι η «Υψικάμινος» είναι έργο ενός ποιητού της υποδεκάρας. Οταν έβγαινες, λοιπόν, από το σπίτι και από τον κύκλο των πολύ κοντινών σου ανθρώπων, είχες την αίσθηση ότι έβγαινες στην αφιλόξενη και εχθρική γη των εθνικών –με την έννοια της εβραϊκής κοινότητας –όσον αφορά τις δύο βασικές ιδιότητες του πατέρα μου, τον υπερρεαλισμό και την ψυχανάλυση, όχι βέβαια για όλα τα άλλα».
Κυρία Καραγάτση, θα θέλατε να μας μιλήσετε για την τόσο συζητημένη πολιτική ιδεολογία του πατέρα σας;

Μ.Κ.:
«Κατ’ αρχάς δεν μπορώ να πω αν ήταν αριστερός ή δεξιός. Με ποια κριτήρια να τον κρίνω; Τα τότε ή τα σημερινά; Διαβάζω το κύκνειο άσμα του: Το ημιτελές «Δέκα». Είναι ένα δεξιό βιβλίο; Μην τρελαθούμε. Ξαναδιαβάζω την ιστορική τριλογία, τον «Κοτζάμπαση του καστρόπυργου», το «Αίμα χαμένο και κερδισμένο», «Τα στερνά του Μίχαλου». Η τριλογία αυτή έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο κοτζάμπασης του μυθιστορήματος ήταν ο Μήτρος Ροδόπουλος, ο προπάππος του Καραγάτση, εύπορος γαιοκτήμονας, καλοπιοτής, καλοφαγάς και παθιασμένος ηδονιστής, ο οποίος με το που ξέσπασε η Επανάσταση κιότεψε και για να σώσει το τομάρι του αλλαξοπίστησε, τούρκεψε. Ο Καραγάτσης, όμως, δεν σταματάει εκεί. Παίρνει σβάρνα και όλο το κοτζαμπασιλίκι και τον ανώτατο κλήρο, ο οποίος τα είχε κάνει πλακάκια με τους κοτζαμπάσηδες για τη μοιρασιά, σε περίπτωση που νικούσανε οι Ρωμιοί, πράγμα που φυσικά δεν το πολυπίστευαν. Ασε πια τι σέρνει στον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Εγώ αυτό που βλέπω, και γι’ αυτό εκτιμώ τον πατέρα μου, είναι ότι δεν εντάχθηκε ποτέ σε κλίκες, ούτε υπηρέτησε κομματικά συμφέροντα. Νομίζω πως κάτι αντίστοιχο μπορεί να πει κανείς και για τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Οσο για την ανάμειξη του πατέρα μου στο κόμμα των Προοδευτικών του Μαρκεζίνη, είμαι σχεδόν βέβαιη ότι όλη αυτή η ιστορία έναν μόνο λόγο είχε: να μπει στη μύτη του αδελφού του, του πολιτικού Τάκη Ροδόπουλου, με τον οποίο συνέχεια τρωγόταν. Ο Καραγάτσης δεν ήταν γεννημένος για πολιτικός. Δεν ήταν κρυψίνους, τα έλεγε όλα έξω από τα δόντια. Ο Καραγάτσης κολπατζής, πολιτικάντης; Ποτέ».


Η Μαρίνα Καραγάτση και ο Λεωνίδας Εμπειρίκος με τον δημοσιογράφο Θανάση Θ. Νιάρχο

Πώς εκτιμάτε στο σύνολό της τη σχέση του Μ. Καραγάτση με τον Ανδρέα Εμπειρίκο;


Μ.Κ.:
«Καλύτερα να σας διαβάσω τις δυο-τρεις αράδες που έγραψα στο οπισθόφυλλο της έκδοσης, όταν το 2013 κυκλοφόρησε η κριτική που είχε γράψει το 1960 ο Εμπειρίκος για το «Σέργιος και Βάκχος». Στενοχωρημένος καθώς φαίνεται από τον θάνατο του Καραγάτση, που δεν πρόλαβε να του διαβάσει την κριτική, ο Εμπειρίκος πήγε και την καταχώνιασε, μαζί με άλλα αδημοσίευτα κείμενά του, τα οποία ανακάλυψε στις αποθήκες του σπιτιού τους ο Λεωνίδας το 2012. Και να σκεφτείς πως ούτε ο ίδιος ο Εμπειρίκος, όσο ζούσε, είχε αναφερθεί στην ύπαρξή τους. Ενας σωστός θησαυρός, χαμένος για μισό αιώνα. Στο οπισθόφυλλο, λοιπόν, έχω γράψει ένα κομματάκι για τη σχέση αυτών των δύο ανθρώπων, όπου λέω: «Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν στην Αθήνα δύο φίλοι: ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος και ο λογοτέχνης Μ. Καραγάτσης. Ηταν φίλοι, μα όχι γκαρδιακοί, γιατί πολλά τους χώριζαν, σε πολλά διαφωνούσαν. Υπήρχε, όμως, και ένα θέμα ιδιαίτερα σημαντικό που τους έβρισκε απόλυτα σύμφωνους: Ο έρωτας εν γένει, αλλά και η κοινή αρνητική τους στάση όσον αφορά τον τρόπο που η Εκκλησία αντιμετωπίζει τις ερωτικές σχέσεις. ‘Ναι, φίλτατε Δημήτρη’, φώναζε έμπλεος ενθουσιασμού ο Εμπειρίκος όταν τύχαινε να συναντηθούν, ‘ο έρωτας πρέπει να είναι πάντοτε ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του’. ‘Συμφωνώ και επαυξάνω, αγαπητέ’ απαντούσε ο Καραγάτσης με τη βαριά και μελαγχολική φωνή του και συμπλήρωνε με τον δικό του πεζογραφικό λόγο: ‘Δώσε, βρε αδελφέ, ανάσα στον άνθρωπο και μην του λες πως κάθε χαρά της επίγειας ζωής οδηγεί μετά θάνατον στην Κόλαση. Η στέρηση αγριεύει τον άνθρωπο και τον κατευθύνει σε κάθε λογής κακοποιό δραστηριότητα». Νομίζω ότι κάπως έτσι ήταν η σχέση τους. Ξέρω ότι ο Καραγάτσης θαύμαζε την ελευθερία του και κυρίως την ελευθερία του ως προς τις ερωτικές σχέσεις. Από την άλλη μεριά χρειάζεται να πούμε ότι ο Καραγάτσης δεν πρόλαβε να διαβάσει το συνολικό έργο του Εμπειρίκου, γιατί πέθανε το 1960. Πρέπει, πάντως, να επισημάνω ότι μέχρι το 1960 που πέθανε ο πατέρας μου, ο Εμπειρίκος είχε δημοσιεύσει μόνο τα καθαρά υπερρεαλιστικά του κείμενα. Λόγου χάρη, τα «Γραπτά», η «Οκτάνα», το «Η σήμερον ως αύριον και ως χθες», τα οποία εκφράζουν μια σχετικά διαφορετική ποιητική οπτική, που θα ενδιέφερε περισσότερο τον Καραγάτση, εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Παρ’ όλα αυτά, είχε ακούσει μικρά κομμάτια του «Μεγάλου Ανατολικού» που ο Εμπειρίκος διάβαζε στους φίλους του στο σπίτι».

Λ.Ε.:
«Παρόλο που ήμουν μόλις τριών χρόνων όταν πέθανε ο Καραγάτσης, τον Σεπτέμβριο του 1960, έχω ζωηρή την εικόνα του μέσα στο σπίτι μας. Η εικόνα αυτή είναι πιθανόν να δημιουργήθηκε ή απλώς να ενισχύθηκε και από τις συζητήσεις που γίνονταν ανάμεσα στον πατέρα μου και στη μητέρα μου –είχανε ταραχτεί πολύ με τον θάνατο του Καραγάτση σε ηλικία μόλις 52 χρόνων. Πριν από τον πόλεμο –απ’ ό,τι μου έλεγε η μητέρα μου –δεν είχανε καμιά επαφή, δεν ανήκαν ποτέ στην ίδια συντροφιά. Εγιναν πολύ φίλοι μετά το 1947, όταν πρωτοπήγανε στην Ανδρο οι γονείς μου και οι Καραγάτσηδες με τη Μαρίνα, κυρίως λόγω της Νίκης (σ.σ.: Καραγάτση), που ήταν Ανδριώτισσα, και συνδέθηκε πολύ με τη μητέρα μου. Η Νίκη μάθαινε στη μητέρα μου ζωγραφική στην κοιλάδα των Στενιών και στη Χώρα. Παρέμειναν φίλες έως το 1986, που πέθανε η Νίκη, η μητέρα μου έλεγε πως η Νίκη και η Μπίμπη Μαργαρώνη υπήρξαν οι καλύτερες, οι πιο στενές της φίλες».
Κύριε Εμπειρίκο, υπάρχει μια έντονη φήμη ότι ο Ανδρέας Εμπειρίκος είχε δώσει σαφή εντολή, σε σχέση με τον «Μέγα Ανατολικό», να μη δημοσιευτεί παρά αφού εσείς θα είχατε μεγαλώσει και θα είχατε εγκρίνει τη δημοσίευσή του. Είναι γεγονός αυτό;

Λ.Ε.:
«Ναι, έτσι είναι, αλλά θα ήθελα να πιάσουμε το θέμα από την αρχή. Οταν πέθανε ο Ανδρέας Εμπειρίκος, δεν ήταν μόνο ο «Μέγας Ανατολικός» που δεν είχε εκδοθεί ή, για να το πω καλύτερα τώρα, ο ίδιος είχε εκδώσει εν ζωή κάτω του 10% του συνολικού έργου του. Το γεγονός αυτό έφερε τη μητέρα μου και εμένα μπροστά σε ένα μεγάλο πρόβλημα, πώς θα οργανώσουμε την έκδοση των καταλοίπων του χωρίς να γνωρίζουμε ακόμη το ακριβές μέγεθός τους. Τον «Μέγα Ανατολικό» τον είχε ολοκληρώσει το 1951 στην Ανδρο, προσθέτοντας πρόσωπα και έκταση σχεδόν έως τον θάνατό του. Είχε αναγγείλει την ολοκλήρωσή του με ένα τηλεγράφημά του από το Μπατσί της Ανδρου, στον ψυχαναλυτή, φίλο και συνεργάτη του, Δημήτρη Κουρέτα, το οποίο έλεγε: «Τελείωσα τον ‘Μέγα Ανατολικό’. Είναι το μεγαλύτερο ρομάντζο στην ελληνική γλώσσα, 1.700 σελίδες». (Βέβαια, η τελική μορφή που εκδώσαμε το 1990, έφτασε τις 2.600 σελίδες στο χειρόγραφο.) Το 1957 τού πρότεινε ο Νάνος Βαλαωρίτης να το εκδώσει σε μετάφραση στα γαλλικά ή στα αγγλικά στη Γαλλία, του ζητήθηκε, όμως, να αφαιρέσει τις λέξεις που ενοχλούν, δηλαδή τις ερωτικές κυριολεξίες. Ο πατέρας μου, όμως, αρνήθηκε να το κάνει, γράφοντας σε επιστολή του προς τον Νάνο Βαλαωρίτη ότι «σκέφτηκα αν θα έπρεπε ή όχι το έργο αυτό, που εξακολουθώ να το θεωρώ το πιο σημαντικό απ’ όσα έγραψα ως σήμερα, να δει το φως σε έκδοση που να μην είναι clandestine. Οχι διότι έχω αλλάξει ιδέες ή πεποιθήσεις, μα διότι σκέφτηκα μήπως μια φανερή έκδοση της μυθιστορίας αυτής θα έκανε δύσκολη τη ζωή της οικογένειάς μου στους κόλπους της κοινωνίας.
Ιδίως σκέφτηκα αν θα μπορούσε ή όχι να βλάψει μεθαύριο τον γιόκα μου, τον οποίο υπεραγαπώ, από κοινωνικής απόψεως». Οταν επιπλέον ο Ζαν-Ζακ Ποβέρ, που τον είχε προτείνει ο Μπρετόν στον Εμπειρίκο ως εκδότη του «Μεγάλου Ανατολικού» στα γαλλικά, καταδικάστηκε για την έκδοση του Μαρκησίου Ντε Σαντ, ουσιαστικά είχε κλείσει κάθε συζήτηση για φανερή έκδοση στη Γαλλία. Οταν κάτι σχετικό ήταν αδύνατον να γίνει στη Γαλλία, σκεφτείτε πόσο πιο δύσκολο θα ήταν να γίνει στην Ελλάδα. Με τον ερχομό, μάλιστα, της χούντας πήγανε τόσο πίσω τα πράγματα, με μια νοοτροπία βαθιά αντιδραστική και βλακώδη, που θα ήταν αδύνατον ακόμη και να σκεφτεί ότι θα μπορούσε να εκδώσει τον «Μέγα Ανατολικό» ή οποιοδήποτε έργο του. Χώρια που δεν ήθελε κι ο ίδιος να εκδώσει επί χούντας. Ετσι, πριν πεθάνει, σε λιγότερο από έναν χρόνο μετά την πτώση της δικτατορίας, είπε: «Οταν το διαβάσει ο γιος μου και το εγκρίνει, να το δημοσιεύσει»».
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με τη σύζυγό του Βιβίκα (Ευρυδίκη Ζήση). Γνωρίστηκαν μέσω του Γιάννη Τσαρούχη, ενώ κουμπάρος στον γάμο τους, το 1947, ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης.

Κύριε Εμπειρίκο, σε ποιον βαθμό το έργο του πατέρα σας προϋποθέτει μια γνώση της Ιστορίας του κόσμου;


Λ.Ε.:
«Πραγματικά προϋποθέτει, όπως πολύ σωστά το λέτε, μια γνώση της Ιστορίας του κόσμου. Είναι κάτι που οφείλεται στη μεγάλη παιδεία που είχε αποκτήσει προτού γίνει υπερρεαλιστής. Πρόκειται για μια ολόκληρη περίοδο που αρχίζει τώρα να μας γίνεται περισσότερο γνωστή, κυρίως λόγω των καταλοίπων του –μιλάμε για προπολεμικά χειρόγραφα –που ανακαλύφθηκαν στα υπόγεια του σπιτιού, μαζί με ένα μεγάλο τμήμα της βιβλιοθήκης του. Βεβαίως, οι οικείοι του και οι φίλοι του γνώριζαν πολύ καλά πώς τοποθετείται μέσα στην Ιστορία. Κυρίως λόγω των «Γραπτών», όπου δηλώνει τη σχέση του με το παρελθόν κι όπου βλέπεις επίσης τον ορίζοντα προσμονής όσον αφορά τη μεγάλη αλλαγή που πρόκειται να έρθει. Και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απόλυτη πεποίθησή του ότι τα πράγματα θα αλλάξουν ριζικά για τον άνθρωπο με τη νίκη επί του ναζισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο».

Μ.Κ.:
«Και ο Καραγάτσης τη λάτρευε την Ιστορία, διάβαζε συνέχεια Ιστορία. Πράγμα που φαίνεται, άλλωστε, και από το ίδιο του το έργο. Είχε να σου πει, οποιαδήποτε εποχή κι αν του ανέφερες, δικές του λεπτομέρειες που δεν είχαν καμία σχέση με τα καθιερωμένα, αυτά δηλαδή που μαθαίναμε στα σχολεία ως μια ξερή Ιστορία, του Μεσαίωνα, της Αναγέννησης ή της Γαλλικής Επανάστασης. Εκείνο που τον ενδιέφερε και τον διασκέδαζε είναι αυτό που ονομάζεται «La petite histoire», δηλαδή η ιδιωτική ζωή των ιστορικών προσώπων και κυρίως πώς ήταν οι ερωτικές τους σχέσεις. Θυμάμαι τη φίλη μου, την Ξένια Καλογεροπούλου, με την οποία υπήρξαμε συμμαθήτριες, όταν είχαμε να δώσουμε εξετάσεις στο μάθημα της Ιστορίας, δεν διαβάζαμε. Φωνάζαμε τον πατέρα μου, που έπαιρνε το βιβλίο και το ξεφύλλιζε για να δει ποια περίπου είναι η ύλη. Και για μία-δύο ώρες μάς διηγιόταν με τον δικό του τρόπο αυτά που εμείς θα παιδευόμασταν για να τα μάθουμε ξερά και ανούσια. Και παίρναμε πάντα άριστα στις εξετάσεις και οι δύο».
Για πείτε μας, κυρία Καραγάτση, υπάρχει ένα περιστατικό που να έχει σημαδέψει την έτσι κι αλλιώς περίπλοκη σχέση με τον πατέρα σας;

Μ.Κ.:
«Ναι, εκεί γύρω στα 16 μου χρόνια που έκανα την πρώτη, κατά κάποιον τρόπο, αποτυχημένη μου επανάσταση. Η μητέρα μου τον θαύμαζε πάρα πολύ, δεν τον αμφισβήτησε ποτέ, ουδέποτε άκουσα μετά τον θάνατό του να πει μια δυσάρεστη κουβέντα. Τώρα, ως προς τις σχέσεις τους, επειδή ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερα νευρικός, σχεδόν καταθλιπτικός, η μάνα μου είχε παραδώσει τα όπλα. Υπήρξε από κορίτσι ένας άνθρωπος πολύ ήπιων τόνων, με μεγάλη προσωπικότητα, αλλά καθόλου εκρηκτική. Σε κάποιον, λοιπόν, από αυτούς τους παράλογους καβγάδες λέω στη μαμά μου αγανακτισμένη: «Α, δεν αντέχω άλλο. Εγώ φεύγω. Ελα, μαμά, πάμε να φύγουμε». Ετοιμάζουμε ένα βαλιτσάκι κι ακούω τη μαμά μου, σχεδόν κλαίγοντας, να μου λέει: «Ελα, πάμε, έχεις δίκιο, πάμε να φύγουμε», κι ανοίγουμε την πόρτα –μέναμε στον τρίτο όροφο. Δεν είχαμε προλάβει να κατεβούμε ούτε δέκα σκαλοπάτια, όταν ακούσαμε βογκητά από πάνω. Ηταν ο πατέρας μου. «Πού αφήνεις, Μανιώ μου, τον μπαμπά σου; Πού αφήνεις, Νίκη, τον άντρα σου; Γυρίστε πίσω. Δεν έχω άλλους στον κόσμο, μόνο εσάς έχω». Εγώ εξακολούθησα αποφασιστική να κατεβαίνω τα σκαλοπάτια. Οταν ξαφνικά βλέπω τη μαμά μου να έχει κάνει μεταβολή και ν’ ανεβαίνει προς τα πάνω. Και εγώ αναγκαστικά την ακολούθησα. Δεν μπορώ να ξεχάσω, όμως, τα ανάμεικτα συναισθήματα που με πλημμύρισαν. Από τη μία ήταν η ταπεινωτική ήττα κι από την άλλη η βαθιά μου λαχτάρα να επιστρέψω στο σπίτι μου, να επιστρέψω στον μπαμπά μου που, κατά βάθος, υπεραγαπούσα».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ