Αν κοιτάξουμε προσεκτικά την ανατομία και τις συνήθειες των ζώων και του ανθρώπου, είναι προφανές ότι η Εξέλιξη δεν εποίησεν τα πάντα εν σοφία. Και αυτό επειδή η φυσική επιλογή ακολουθεί τον «δρόμο της ελάχιστης αντίστασης» και δίνει πρακτικές λύσεις που δεν είναι πάντα οι βέλτιστες, επισημαίνει ανάλυση στο περιοδικό Science.
«Οι παλαιοντολόγοι συνήθως συμπεραίνουν τη συμπεριφορά [εξαφανισμένων ειδών] βασιζόμενοι στην υπόθεση ότι η λειτουργία ακολουθεί τη μορφή» λέει ο Πίτερ Ούνγκαρ, καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Άρκανσο. Εννοεί ότι οι παλαιοντολόγοι μελετούν για παράδειγμα τη δομή του σκελετού και από εκεί συμπεραίνουν τον τρόπο με τον οποίο ζούσε το ζώο.
Η πρακτική αυτή μπορεί να οδηγήσει σε λάθη, επισημαίνουν στο άρθρο τους ο Ούνγκαρ και η Λέσλια Χλούσκο του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ.
Αυτό που πάντα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, λένε οι ερευνητές, είναι ότι η Εξέλιξη τείνει να προτιμά τις λύσεις που απαιτούν τις ελάχιστες ανατομικές μεταβολές, έστω κι αν αυτές οι λύσεις δεν είναι οι βέλτιστες.
«Πρέπει να εξετάσουμε τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο και να λάβουμε υπόψη τα γενετικά βήματα που απαιτούνται για να φτάσουμε από τη μία μορφή σε μια άλλη. Μπορεί να υπάρχουν περισσότερες από μια λειτουργίες για μια οποιαδήποτε μορφή, και διαφορετικές δομές μπορεί να εξυπηρετούν διαφορετικές λειτουργίες» λέει ο Ούνγκαρ.
Η μελέτη
Το παράδειγμα που χρησιμοποιεί η μελέτη είναι τα δόντια δύο μακρινών προγόνων του ανθρώπου που έζησαν σε διαφορετικές περιοχές της Αφρική πριν από 4,2 έως 1,3 εκατομμύρια χρόνια και κατατάσσονται στα συγγενικά είδη Paranthropus boisei και Paranthropus robustus. Και τα δύο είχαν παρόμοια ανατομία κεφαλής και δοντιών, η οποία χαρακτηρίζεται από ισχυρούς μασητικούς μυς και μεγάλους, επίπεδους γόμφιους.
Τα χαρακτηριστικά αυτά θεωρούνται συνήθως προσαρμογές στην κατανάλωση σκληρών τροφίμων όπως οι ρίζες και οι καρποί με κέλυφος. Κι όμως, η εξέταση των σημείων φθοράς στα δόντια, σε συνδυασμό με δημοσιευμένες ισοτοπικές αναλύσεις, δείχνει ότι και τα δύο είδη σπάνια τρέφονταν με τέτοια τρόφιμα.
Επιπλέον, τα δύο είδη είχαν διαφορετικές δίαιτες: σε σύγκριση με τον συγγενή του τον P.robustus, ο P.boisei κατανάλωνε περισσότερο ινώδη φυτικά τρόφιμα όπως τα αγρωστώδη.
«Επομένως, παρά την παρόμοια μασητική μορφολογία, τα χημικά ίχνη των τροφίμων και οι φθορές των δοντιών υποδεικνύουν ότι αυτά τα δύο είδη διέφεραν σημαντικά ως προς τη διατροφή» επισημαίνει ο Ούνγκαρ.
Για τη μάσηση τροφίμων με σκληρές ίνες, το ιδανικό θα ήταν γομφίοι με πιο έντονα εξογκώματα, όπως οι γομφίοι του γορίλα.
Η τάση όμως που ακολουθήθηκε στην εξελικτική γραμμή του ανθρώπου ήταν οι επίπεδοι γομφίοι με παχύτερο σμάλτο, όπως αυτοί που διαθέτει και ο σύγχρονος άνθρωπος.
Ο λόγος είναι ότι αυτή η δομή είναι απλούστερη και πιο ευπροσάρμοστη σε διαφορετικές δίαιτες. Η δομή των δοντιών μπορεί να μην ήταν η ιδανική για κάθε είδος, απαίτησε όμως λιγότερα γενετικά βήματα για την εμφάνισή της.
«Οι λύσεις στις οποίες καταλήγει κανείς θα είναι λειτουργικές αλλά όχι οι βέλτιστες αν απαιτούν μικρότερο αριθμό γενετικών μεταλλάξεων» συνοψίζει ο Ούνγκαρ.
«Πρέπει να αρχίσουμε να βλέπουμε τα πράγματα με νέο τρόπο και να λαμβάνουμε υπόψη το εξελικτικό μονοπάτι της ελάχιστης αντίστασης».
Newsroom ΔΟΛ