Ο Στίβεν Σπίλµπεργκ ήταν µόλις 26 ετών όταν προσλήφθηκε από τη Universal για να γυρίσει το «Jaws» («Τα σαγόνια του καρχαρία»), την ταινία που του χάρισε το πρώτο του «έµµεσο» εξώφυλλο στο «Time» το καλοκαίρι του 1975.

Μια φορά κι έναν καιρό, στο Φίνιξ της Αριζόνα, ένα 17χρονο αγόρι έφτιαξε μια ερασιτεχνική ταινία επιστημονικής φαντασίας, διάρκειας σχεδόν δυόμισι ωρών, με τίτλο «Firelight». Χρηματοδότης του πρωτόλειου αυτού κινηματογραφικού εγχειρήματος, κόστους 500 δολαρίων (ούτε πολλά ούτε όμως και λίγα για τις αρχές της δεκαετίας του ’60), ήταν ο πατέρας του παιδιού. Η ταινία έκανε πρεμιέρα το 1964 στο Φίνιξ με όλα τα συμπαρομαρτούντα (λιμουζίνες και φώτα προβολέων που έσχιζαν τον νυχτερινό ουρανό, κοσμικό πάρτι κ.ο.κ.) και όλοι μιλούσαν για το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του παιδιού.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο μικρός σκηνοθέτης, φοιτητής πλέον στο California State University, τρύπωνε σαν ζουζούνι στα στούντιο της Universal για να παρακολουθεί τι γίνεται στα σετ των ταινιών που γυρίζονταν εκεί. Το σινεμά ήταν το πάθος του. Και όπως θα φαινόταν τα επόμενα χρόνια, επρόκειτο για ένα πάθος που όχι απλώς δεν θα έσβηνε με τίποτε, αλλά, αντιθέτως, θα φούντωνε όλο και περισσότερο. Στη Universal ουκ ολίγες φορές τον πέταξαν έξω με τις κλωτσιές. «Εφαγα πόδι από τους μπράβους του Χίτσκοκ και του Σάφνερ» θα έλεγε αργότερα ο ίδιος νεαρός. «Με έδιωξαν μερικοί από τους καλύτερους που είχε να προσφέρει η Universal».
Αυτή η ιστορία είναι δημοσιευμένη σε τεύχος του «Τime» το καλοκαίρι του 1975, όταν το αμερικανικό περιοδικό αφιέρωσε για πρώτη φορά το εξώφυλλό του σε δουλειά του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Το εξώφυλλο δεν κοσμούσε φωτογραφία του ιδίου του σκηνοθέτη, αλλά ένας καρχαρίας, το υδρόβιο τέρας της ταινίας «Jaws» («Τα σαγόνια του καρχαρία», 1975) που εκτίναξε τον Σπίλμπεργκ στα ύψη, μετατρέποντάς τον εν μιά νυκτί στο απόλυτο πριγκιπόπουλο-χρυσωρυχείο του Χόλιγουντ. Η ταινία έγραψε ιστορία διότι αποτύπωσε στην οθόνη τις φοβίες που όλοι έχουμε για το υγρό στοιχείο και ο τρόμος σε αυτή την περίπτωση ήταν απτός και αληθινός, όχι φανταστικός και εξωγήινος. Προερχόταν από τον βυθό της θάλασσας και είχε τη φρικτή όψη ενός πεινασμένου λευκού καρχαρία. Το φιλμ είχε κάνει τόσο μεγάλη αίσθηση, που πολύς κόσμος έκοψε τα μπάνια, ή τουλάχιστον άρχισε να έχει τις κεραίες του πιο τεντωμένες κάθε φορά που έμπαινε στη θάλασσα.
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ ήταν μόλις 26 ετών όταν προσλήφθηκε από τη Universal για να γυρίσει το «Jaws». Είχε περάσει δηλαδή κάτι περισσότερο από μία δεκαετία από εκείνη την ταινία που είχε γυρίσει στο Φίνιξ. Και όσο για το σαράκι του science fiction και των εξωγήινων, αυτό δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, αντιθέτως, ασχολήθηκε ενδελεχώς με αυτή τη θεματολογία σε ταινίες που παρακολούθησαν εκατομμύρια θεατές, όπως οι «Στενές επαφές τρίτου τύπου» (1977), o «Πόλεμος των κόσμων» (2005) και, φυσικά, ο «Ε.Τ. ο εξωγήινος» (1982).
Αιώνιος πειραµατιστής


Σήμερα, 41 χρόνια μετά το «Jaws», ο Στίβεν Σπίλμπεργκ όχι μόνο παραμένει στις επάλξεις, αλλά εξακολουθεί να πειραματίζεται και να βλέπει κάθε νέα ταινία του να συζητείται.
Τα γράμματα BFG που βρίσκονται στον τίτλο της νέας δουλειάς του αντιστοιχούν στις λέξεις «Big Friendly Giant». Πρόκειται για τον «Mεγάλο φιλικό γίγαντα», τη δίωρη ταινία που στηρίζεται στο ομότιτλο παιδικό μυθιστόρημα φαντασίας του κορυφαίου συγγραφέα Ρόαλντ Νταλ (1916-1990). Το μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 1982 και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός αναφέρεται στη φιλία ενός κοριτσιού, της Σόφι (Ρούμπι Μπάρνχιλ), με έναν γίγαντα (Μαρκ Ράιλανς), ο οποίος θα της προσφέρει τη μεγάλη περιπέτεια φέρνοντάς την αντιμέτωπη με το κακό που απειλεί τον κόσμο των θνητών. Στον «Μεγάλο φιλικό γίγαντα» ο Νταλ ανέπτυξε περισσότερο έναν ήρωα που είχε πρωτοεμφανιστεί στο διήγημά του «Danny, the Champion of the World», έκδοση του 1975. Ο ίδιος ο Σπίλμπεργκ, που είχε ενθουσιαστεί με το μυθιστόρημα, αποκαλεί τον «Γίγαντά» του «βασικά ένα παραμύθι», αλλά και «highlight της καριέρας μου». Θεωρεί τον εαυτό του πολύ τυχερό που μέσω μιας εντελώς καινούργιας για εκείνον τεχνολογίας μπόρεσε να αφηγηθεί μια «μεγαλόκαρδη, καθόλου κυνική ιστορία γύρω από τη φιλία και την αγάπη». Λέει πως όταν γύριζε αυτή την ταινία, για πρώτη φορά στην καριέρα του έδωσε τόσο μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες και θεωρεί επίσης πως, σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη της ιστορίας, ο «Γίγαντας», σε αντίθεση με τις προηγούμενες δημιουργίες του, δεν «τρέχει» με ασταμάτητους ρυθμούς, αλλά «ζητά την υπομονή του θεατή».


Ο αεικίνητος σκηνοθέτης και παραγωγός στα γυρίσματα της πιο πρόσφατης ταινίας του, «Ο μεγάλος φιλικός γίγαντας», που βασίζεται στο ομότιτλο παιδικό βιβλίο του Ρόαλντ Νταλ. Πηγή: Doane Gregory

Ο «Μεγάλος φιλικός γίγαντας» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του, εκτός συναγωνισμού, τον περασμένο Μάιο στο Φεστιβάλ των Καννών. Με τις Κάννες ο σκηνοθέτης και παραγωγός από πολύ νωρίς ανέπτυξε στενή σχέση. Το 1974 προβλήθηκε εντός συναγωνισμού η ταινία του «To εξπρές του Σούγκαρλαντ» και κέρδισε το βραβείο σεναρίου, ενώ το 1982 ο «Ε.Τ. ο εξωγήινος» είχε κάνει μια θρυλική πρεμιέρα (επίσης εκτός συναγωνισμού), μια αξέχαστη εμπειρία, που ακόμη και σήμερα περιγράφουν με ζωηρά χρώματα όσοι την έζησαν. Τέλος, πριν από τρία χρόνια ο Σπίλμπεργκ υπήρξε πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του φεστιβάλ δίνοντας τον Χρυσό Φοίνικα του 2013 στην ταινία «Η ζωή της Αντέλ» του Αμπντελατίφ Κεσίς. Ενδιαφέρουσα επιλογή, καθώς πρόκειται για μια ταινία εντελώς κόντρα στο υποτιθέμενο συντηρητικό προφίλ του.

Οσο για τη θεματική του «Γίγαντα», είναι προφανές ότι ταιριάζει απολύτως στη λογική του Σπίλμπεργκ, ο οποίος επιστρέφει στον ρόλο του κινηματογραφικού παραμυθά με την παιδική ψυχή.
Παρεξηγηµένος σκηνοθέτης
Το 1971, όταν προβλήθηκε στις αίθουσες της Ευρώπης η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Σπίλμπεργκ, η «Μονομαχία» (που ωστόσο γυρίστηκε για την τηλεόραση), κάποιος σχολίασε: «Ο άνθρωπος που σκηνοθέτησε αυτό το φιλμ θα προσφέρει πολλά ακόμη στον κινηματογράφο». Η δήλωση ανήκε σε έναν άλλον κορυφαίο μάστορα του σινεμά, τον Ντέιβιντ Λιν, δημιουργό ταινιών όπως ο «Λόρενς της Αραβίας», ο «Δόκτωρ Ζιβάγκο» και η «Κόρη του Ράιαν». Ο Λιν δεν θα μπορούσε να πέσει περισσότερο «μέσα», ενώ η «Μονομαχία» παραμένει μία από τις πιο παράξενες ταινίες του Σπίλμπεργκ, ένα σουρεαλιστικό όσο και εφιαλτικό road movie-θρίλερ, στο οποίο παρακολουθούμε μια νταλίκα με ή χωρίς οδηγό να καταδιώκει τον οδηγό ενός ΙΧ στην εθνική οδό. Καμία σχέση, δηλαδή, με το είδος ταινιών που έφτιαξαν το προφίλ του μεγάλου παραμυθά.
Τα παιδικά χρόνια του Σπίλμπεργκ ήταν γεμάτα μετακινήσεις. Λόγω της φύσης της δουλειάς του πατέρα του, στελέχους σε εταιρεία ηλεκτρονικών με αντικείμενο την κατασκευή των πρώτων κομπιούτερ, η οικογένεια Σπίλμπεργκ βρισκόταν διαρκώς υπ’ ατμόν. Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1940 με αρχές της επόμενης, η βιομηχανία των κομπιούτερ είχε αρχίσει να αναπτύσσεται και η οικογένεια Σπίλμπεργκ ακολούθησε την επανάσταση που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Ετσι, σε μια περίοδο περίπου 13 χρόνων, ο μικρός Στίβεν βρέθηκε από το Σινσινάτι του Οχάιο (όπου γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1946), στο Σκότσντεϊλ, στο Φίνιξ, και στη Σαρατόγκα. Ως παιδί κατέγραφε όλη αυτή τη διαδρομή στη μνήμη του και εν συνεχεία χρησιμοποίησε αυτές τις αναμνήσεις στις ταινίες του. Για παράδειγμα, η γειτονιά του στο Σκότσντεϊλ αποτυπώθηκε στο «Πνεύμα του κακού» (1982), την ταινία του Τόουμπ Χούπερ με τον Σπίλμπεργκ παραγωγό. Γενικότερα οι αναφορές στην αμερικανική επαρχία, όπως φυσικά και στα παιδιά και στην οικογένεια, δεν λείπουν από τις περισσότερες δημιουργίες του.
Παιδικές αναµνήσεις
Οι παιδικές εμπειρίες του Στίβεν Σπίλμπεργκ (που είναι πατέρας έξι παιδιών από δύο διαφορετικές συζύγους και πλέον και παππούς) ήταν εκείνες που βοήθησαν περισσότερο στη δημιουργία του πασίγνωστου ήρωά του, του Ιντιάνα Τζόουνς, ο οποίος μέχρι σήμερα έχει εμφανιστεί σε τέσσερις ταινίες και μία σειρά (πρόκειται να γυριστεί και πέμπτο φιλμ, επίσης από τον Σπίλμπεργκ). Ο παιδικός κόσμος ανέκαθεν κέντριζε τη φαντασία του Σπίλμπεργκ και μερικές φορές, όπως εξάλλου συμβαίνει και στον «Γίγαντα», ένα παιδί ήταν το κέντρο βάρους της ιστορίας. Ο «Ε.Τ. ο εξωγήινος» είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Ερωτώμενος για τη συνταγή της επιτυχίας του σε ό,τι αφορά τη σχέση του με τα παιδιά στις ταινίες του, ο ίδιος ο Σπίλμπεργκ τοποθετείται ως εξής: «Αφήνω στα παιδιά να είναι ο εαυτός τους μέσα στις ιστορίες. Ποτέ δεν τα υπερ-σκηνοθετώ. Από τη στιγμή που τα παιδιά γνωρίζουν και μπορούν να αντεπεξέλθουν στην κατάσταση στην οποία βρίσκονται, μπορούν επίσης να «φέρουν» τη μαγεία τους. Αν όμως δεν καταλαβαίνουν τη σκηνή, δεν θα καταφέρω ποτέ να αποσπάσω από αυτά την ερμηνεία που αναζητώ. Επομένως, η πραγματική δουλειά μου σε ό,τι αφορά τα παιδιά είναι να τους δώσω να καταλάβουν τη σκηνή που πρόκειται να παίξουν, την ιστορία στην οποία συμμετέχουν αλλά και τον κύκλο ζωής των ιδίων ως χαρακτήρων μέσα σε μια ιστορία».
Βέβαια, πολλοί (δυστυχώς) έχουν επανειλημμένα κατηγορήσει τον πολυτάλαντο αυτόν κινηματογραφιστή ότι προσπαθεί να παραπλανήσει το κοινό του μέσω επιφανειακών και άνευ σημασίας θεμάτων που δεν προσφέρουν ανάλογο «προβληματισμό». Ολοι εκείνοι που ξεχνούν, βέβαια, ότι ο κινηματογράφος είναι και παραμύθι και ότι με αυτό το δεδομένο ο Στίβεν Σπίλμπεργκ είναι ο μεγαλύτερος παραμυθάς όλων.
Το µεγάλο απωθηµένο


Από την άλλη πλευρά, αυτό ήταν πάντα ένα μεγάλο απωθημένο του, η ανάγκη του δηλαδή να τον αποδεχθούν ως σοβαρό σκηνοθέτη, χωρίς ωστόσο να «προδώσει» τελείως τον άλλο εαυτό του. Αυτή η «πάλη» ανάμεσα στον παραμυθά Σπίλμπεργκ και στον σοβαρό καλλιτέχνη Σπίλμπεργκ είχε αρχίσει να καλλιεργείται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν γύρισε το «Πορφυρό χρώμα» (1985), ένα σκληρό αντιρατσιστικό δράμα τοποθετημένο στον αμερικανικό Νότο του 19ου αιώνα. Δεν «απέδωσε» στα ταμεία, δεν κέρδισε κανένα Οσκαρ από τα έντεκα που διεκδίκησε, αλλά απέδειξε ότι οι στόχοι του Σπίλμπεργκ δεν περιορίζονταν στις εμπορικές επιτυχίες. Ο σκηνοθέτης θέλησε να αποδείξει ότι μπορούσε να ξεφύγει από τη σκιά του μάγου με τα δώρα-υπερπαραγωγές και να σκηνοθετήσει πιο απαιτητικές ταινίες.
Κι έτσι φτάνουμε στη χρονιά-κλειδί του 1993. Τα κινηματογραφικά γεγονότα της ήταν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες ταινίες. Το «Τζουράσικ Παρκ» και η «Λίστα του Σίντλερ». Στο «Τζουράσικ Παρκ», μια πανάκριβη, πληθωρική… καρτουνίστικη υπερπαραγωγή, είδαμε τον σύγχρονο άνθρωπο να αντιμετωπίζει δεινοσαύρους. Στη «Λίστα του Σίντλερ», μια ταινία με χαμηλότερο budget, σοβαρή, με ιστορικό περιεχόμενο και… ασπρόμαυρη, είδαμε τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τον χειρότερο εχθρό του, τον άνθρωπο. Μολονότι ο αφανισμός της ανθρώπινης ύπαρξης είναι κοινός παρονομαστής τους (με τα σαγόνια των δεινοσαύρων από τη μία και τα κρεματόρια των Ναζί από την άλλη), το μόνο που συνδέει το «Τζουράσικ» με τον «Σίντλερ» είναι το ονοματεπώνυμο του σκηνοθέτη τους: Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Μετά τη «Λίστα του Σίντλερ», για την οποία κέρδισε το Οσκαρ σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας ως παραγωγός, ο Σπίλμπεργκ, δεν σταμάτησε να αναζητεί θεματολογία κοινωνικοϊστορικού περιεχομένου, σε ταινίες σοβαρότατου προφίλ που άφησαν το στίγμα τους. Η «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» (1998, δεύτερο Οσκαρ σκηνοθεσίας), η «Τεχνητή νοημοσύνη» (2001), το «Μόναχο» (2005), το «Αλογο του πολέμου» (2011) και προσφάτως η «Γέφυρα των κατασκόπων» (2015). Βεβαίως, κατά καιρούς, εξακολουθούσε να αναζητά αλλά και να βρίσκει τον παλιό παραμυθά μέσα του, όπως συνέβη με τον «Τεντέν» (2011) και τώρα με τον «Μεγάλο φιλικό γίγαντα».
Ισως γι’ αυτό ακόμη και σήμερα το όνομα Στίβεν Σπίλμπεργκ είναι συνώνυμο της παιδικής αθωότητας και του τέλους της, με την ενηλικίωση και τα προβλήματά της, με τον φόβο του θανάτου και την αιώνια ανάγκη για αγάπη. Ο Σπίλμπεργκ μας υπενθυμίζει ότι σε αυτόν τον άθλιο κόσμο η αθωότητα πολλές φορές μπορεί να είναι το μόνο που χρειαζόμαστε.
Η ταινία «Ο μεγάλος φιλικός γίγαντας» προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την περασμένη Πέμπτη.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ