Επειτα από σπουδές στη σκηνοθεσία και στα οικονομικά, ο Ματίας φον Χαρτζ άρχισε να δουλεύει σε περιφερειακά θέατρα, φεστιβάλ και διεθνείς παραγωγές. Ανέλαβε διευθυντής του φεστιβάλ Foreign Affairs του Βερολίνου, όπου και παραμένει, και από εφέτος είναι σύμβουλος του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου για τις διεθνείς παραγωγές. Μιλώντας στο «Βήμα» ο Γερμανός ξεδιπλώνει τις σκέψεις του για τον τρόπο δουλειάς του και τη σχέση του με τους Ελληνες.
Κύριε φον Χαρτζ, πώς κάνετε τις επιλογές για το Φεστιβάλ Αθηνών;
«Οι επιλογές για τα φεστιβάλ βασίζονται σε μια σειρά συνδυασμούς. Γενικώς οι δικές μου επιλογές ξεκινούν από μια ρητή καλλιτεχνική άποψη καθώς στην αφετηρία μου είμαι θεατρικός σκηνοθέτης. Εννοείται όμως ότι όταν δουλεύεις για ένα φεστιβάλ σκέφτεσαι πέρα από το προσωπικό σου γούστο και τις αισθητικές σου προτιμήσεις».
Θέλετε να γίνετε λίγο πιο σαφής;
«Οταν ξεκινήσαμε να μιλάμε με τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο για διεθνείς καλλιτέχνες, είχαμε στο μυαλό μας το κοινό της Αθήνας. Προτιμήσαμε να συνδυάσουμε καθιερωμένους με νεότερης γενιάς, παλιούς επισκέπτες αλλά και νεόφερτους, καθώς επίσης και ένα μείγμα καλλιτεχνικών μεθόδων και στυλ. Ωστόσο ανάμεσα σε όλες τις προτάσεις που κατέθεσα για το τρέχον πρόγραμμα υπάρχει μια κοινή βάση: όλοι σχεδόν οι καλλιτέχνες έχουν πολιτική χροιά στη δουλειά τους».
Ποιος είναι ο τρόπος δουλειάς σας;
«Συνήθως δουλεύω αργά και σταθερά. Δεν συνέβη το ίδιο αυτή τη φορά. Συνήθως προτιμώ να ακολουθώ τους ρυθμούς των δημιουργών και των ομάδων τους. Με πολλούς από τους καλλιτέχνες που προσκάλεσα στην Αθήνα είχα δουλέψει, έστω και για λίγο. Πιστεύω ότι είναι θετικό να αναπτύσσονται σχέσεις με το κοινό, γι’ αυτό και κάποιοι από τους εφετινούς καλλιτέχνες θα προσκληθούν μέσα στα επόμενα χρόνια. Από την άλλη, και αυτό είναι ξεκάθαρο, πρέπει να υποδεχόμαστε καινούργιους. Κάποια θεατρικά σχήματα προέκυψαν γιατί απλά «ερωτεύτηκα» τη δουλειά τους, όπως συνέβη με την παράσταση του Γάλλου Julien Gosselin με την ποπ αισθητική. Ωστόσο τον καλέσαμε για την καινούργια του δουλειά που θα κάνει πρεμιέρα στην Αβινιόν προτού έρθει στην Αθήνα. Πιστεύω πάντως ότι πρέπει να παίρνουμε ρίσκα ώστε να βοηθάμε και τους καλλιτέχνες να πάρουν τα ρίσκα τους».
Πώς αντιδρούν στις προσκλήσεις σας οι καλλιτέχνες;
«Ομολογώ ότι η αντίδρασή τους ήταν εντυπωσιακά θετική. Ο καθένας τους ήταν κυριολεκτικά ενθουσιώδης στην πιθανότητα να έρθει στην Αθήνα. Ολοι όσοι μπορούσαν ήρθαν ή θα έρθουν. Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα αληθινό κομπλιμέντο και για το Φεστιβάλ και για την Αθήνα».
Εχετε ήδη ξεκινήσει τον σχεδιασμό για το καλοκαίρι του 2017;
«Το ανέκδοτο ανάμεσα στον Βαγγέλη και σε μένα, όταν ξεκινήσαμε να στήνουμε το τρέχον Φεστιβάλ, τον περασμένο Απρίλιο, ήταν ότι έχουμε ήδη αργήσει όχι μόνο για το 2016 αλλά και για το 2017. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, εννοείται ότι έχω ήδη αρχίσει τις συζητήσεις με καλλιτέχνες αλλά και με θέατρα και φεστιβάλ για συμπαραγωγές. Πολλοί διεθνείς καλλιτέχνες και ιδρύματα πρέπει να οργανωθούν για μετά την επόμενη διετία. Στο μεταξύ όμως, και αυτό είναι σημαντικό για μένα, θα παρακολουθήσω την εξέλιξη του Φεστιβάλ, τα ενδιαφέροντα του κοινού, τις ελληνικές παραγωγές ώστε να καταλάβω καλύτερα την ντόπια κατάσταση, πολιτική και αισθητική».
Αλήθεια, κύριε Φον Χαρτζ, ποιος είναι σήμερα πρωτοπόρος καλλιτέχνης στην Ευρώπη; Και ειδικότερα στο θέατρο.
«Αυτές οι ερωτήσεις είναι πάντα δύσκολες. Οι θεατρικές παραδόσεις ποικίλλουν ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης. Η Γερμανία έχει ένα αναπτυγμένο σύστημα με περιφερειακά θέατρα ρεπερτορίου και σταθερά σύνολα. Η Αγγλία, από την άλλη, επενδύει στα μεγάλα εμπορικά θεάματα μακράς διαρκείας. Είναι σαφές ότι διαφορετικά οικονομικά συστήματα οδηγούν σε διαφορετικές παραγωγές. Προσωπικά επιλέγω τις νέες εξελίξεις και τους διεθνείς Ευρωπαίους. Οσον αφορά τους καλλιτέχνες, από τη μια είναι εκείνοι που επενδύουν στο μέσο και προσπαθούν να παίξουν το παιχνίδι «τι είμαι και τι περιμένεις από μένα». Και από την άλλη, και αφορά κυρίως τους νεότερους, εκείνοι που επιλέγουν να δουλέψουν με την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία ζουν. Υπάρχει όλο και μεγαλύτερη διείσδυση της κοινωνίας στο θέατρο».
Εν τέλει, πώς νιώθει σήμερα ένας Γερμανός στην Ελλάδα;
«Ας πούμε ξεχωριστά. Εχω δουλέψει στο εξωτερικό και ομολογώ ότι συχνά ήταν ενοχλητικό που είμαι Γερμανός. Οι πρόσφατες αλλαγές, η μετανάστευση, έκαναν για πρώτη φορά ίσως τους πολιτικούς να νιώσουν την ανάγκη να απολογηθούν στη χώρα μου. Ημουν πάντα κάθετα αντίθετος με την αυστηρή πολιτική την οποία τελικά υιοθέτησαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ηταν λυπηρό να βλέπεις ότι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επικράτησαν στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης επιβλήθηκε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το χειρότερο είναι να βλέπεις ότι αυτά τα πιστεύω άγγιξαν την καρδιά της Ευρώπης. Αλλά για να επιστρέψω στην ερώτησή σας, ομολογώ ότι προσπαθώ να ακούω και να βλέπω τι γίνεται γύρω μου ώστε να μεταφέρω και την ελληνική εμπειρία στη Γερμανία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ