Ο κ. Βενιζέλος δεν βλέπει ορατό τέλος στα μνημόνια. Εκτός κι αν υπάρξει άλλη κυβέρνηση, η οποία «θα φύγει από την απλή διαχείριση του Μνημονίου στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, από μια πολιτική μετωπικής ρήξης, από μια ψευτοταξική πολιτική και θα πάει σε μια λογική που θα ενώνει το έθνος, τις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας, σε μια πολιτική που δεν θα υπαγορεύεται από το Eurogroup και το ΔΝΤ αλλά θα τα υπερβαίνει όλα αυτά μέσα από την εθνική ανταγωνιστικότητα, την ανάπτυξη, την κινητοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων, την επαναφορά της εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα».
Αποδέχεται ότι υπάρχει κρίση στρατηγικής στην αντιπολίτευση, «γιατί έχεις να αντιμετωπίσεις έναν ΣΥΡΙΖΑ που είναι ο εκπρόσωπος του απόλυτου πολιτικού οπορτουνισμού, μιας επιλογής που συνίσταται στο γάντζωμα στην εξουσία χωρίς να υπολογίζει καμία αξία, καμία υπόσχεση, καμία δέσμευση. Είναι αλήθεια ότι δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις εύκολα ένα τέτοιο φαινόμενο κυνικής μεταστροφής με μόνο σκοπό τη διατήρηση στην εξουσία».

«Ως τον Ιανουάριο του 2015»
επισημαίνει «οι κυβερνήσεις σε όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης εφάρμοζαν πολιτικές εξυπηρέτησης του γενικού συμφέροντος και όχι ταξικές, με την έννοια εκφράζω αυτούς που με ψηφίζουν, δημιουργώ τεχνητές ρήξεις, είμαι με όσους έχουν εισόδημα ως ένα επίπεδο και εναντίον όλων των άλλων. Αυτό έχει αλλάξει ριζικά και η κυβέρνηση λειτουργεί όχι κομματικά αλλά μετωπικά, με ένα ετερόκλητο μέτωπο, γι’ αυτό υπάρχει αυτή η απόλυτη ομογενοποίηση και ώσμωση Τσίπρα – Καμμένου, οι οποίοι δεν είναι πλέον δύο κυβερνητικοί εταίροι. Είναι δύο ομοϊδεάτες, μοιράζονται κοινή αισθητική, κοινή αντίληψη για την Ιστορία, για τις πολιτικές αξίες, και αυτό είναι μια μετάλλαξη τεραστίων διαστάσεων, δεν υπάρχει πια τίποτε που να έχει σχέση με τις ευαισθησίες, τις αξίες, τα προτάγματα της Αριστεράς. Πρόκειται για μια αντίληψη μετωπική που διατηρεί την ανάμνηση του αντιμνημονιακού μετώπου, το οποίο είναι τώρα μέτωπο διαχείρισης εξουσίας».
Πιστεύει όμως ότι «το σενάριο «ψηφίζω συνέχεια μέτρα και κερδίζω χρόνο μέχρι να αποδώσουν καρπούς, οικονομικούς και πολιτικούς», είχε νόημα από το 2012 ως το 2016. Δεν έχει νόημα από το τώρα και στο εξής γιατί τώρα το Μνημόνιο είναι διαρκές. Η λύση για το χρέος δεν θα δοθεί άπαξ και άνευ όρων ώστε να αλλάξει η σχέση μας τις αγορές και θα τελεί πάντα υπό αίρεση και παρακολούθηση, άρα μιλάμε για μια μακροχρόνια εποπτεία και υπαγωγή σε ένα συγκεκριμένο μακροοικονομικό σχέδιο το οποίο συνδέεται με τους στόχους της δημοσιονομικής πειθαρχίας και με τη μελέτη βιωσιμότητας του χρέους».

«Αν η ΝΔ»
συνεχίζει «έχει στόχο μια αυτοδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση που θα αναλάβει να επαναφέρει τη χώρα στην κανονικότητα και στην προοπτική, αυτό είναι μια λάθος φιλοδοξία που φοβούμαι ότι δεν θα πείσει. Χρειάζεται κάτι άλλο, κάτι που να επαναφέρει την ιδέα μιας εθνικής κινητοποίησης με όρους στοιχειώδους εμπιστοσύνης. Δεν μιλώ για κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας αλλά για κυβέρνηση κοινής λογικής και ταυτόχρονα κυβέρνηση αλήθειας. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να προκύψει. Ο πολιτικός διάλογος όπως διεξάγεται είναι στείρος και ανεπαρκής. Αλλα λέει, άλλα εννοεί και τελικά γίνεται ό,τι υπαγορεύει ο εξωτερικός παράγων, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση. Η τελευταία απόφαση του Eurogroup είναι το παράδειγμα της κατά κράτος υποχώρησης. Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τέτοιου είδους ανακολουθία μεταξύ της ρητορικής περιγραφής μιας δήθεν διαπραγμάτευσης και του πραγματικού περιεχομένου της» τονίζει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ