«Είναι η πρώτη φορά που επισκέπτομαι την πόλη σας. Είναι περίεργο. Και δεν νιώθω τόσο την ανάγκη να απολογηθώ που δεν έχω ξαναέρθει στην Ελλάδα όσο για τον τρόπο με τον οποίο οι Ευρωπαίοι συμπεριφερόμαστε σε αυτή την τόσο σημαντική για την Ευρώπη χώρα. Είναι ντροπή να κακοχαρακτηρίζεται και να τίθεται υπό αμφισβήτηση. Και δεν με νοιάζει αν ακουστεί κλισέ, αλλά η επίσκεψή μου εδώ αποδείχθηκε εκπληκτική εμπειρία. Ανακάλυψα αυτή την ειδοποιό διαφορά με τη Ρώμη, που επίσης είναι γεμάτη μνημεία. Δεν υπάρχει εδώ αυτή η επιβολή του θείου, αλλά περισσότερο το μυθικό κομμάτι, μια τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα».
Ετσι ξεκίνησε η κουβέντα μας με τον ευδιάθετο και καλοντυμένο Ερικ βαν Εγκερατ, στα γραφεία της ολλανδικής πρεσβείας. Με μια πορεία σχεδόν 35 χρόνων, ο ολλανδός αρχιτέκτων έχει καταφέρει να ξεπεράσει τα σύνορα της πατρίδας του με περισσότερα από 100 projects σε πάνω από 10 χώρες. Αποφοίτησε από το Τμήμα Αρχιτεκτονικής του Πολυτεχνείου του Ντελφτ και υπήρξε ένας από τους δημιουργούς του γνωστού αρχιτεκτονικού γραφείου Mecanoo. Το 1995 ίδρυσε το δικό του γραφείο και μεταξύ άλλων διακρίσεων έχει αποσπάσει το βραβείο RIBA του 2007 για το Ινστιτούτο Μοντέρνας Τέχνης στην αγγλική πόλη Μίντλεσμπρο.
Σήμερα διατηρεί γραφεία στο Ρότερνταμ αλλά και στη Μόσχα, στη Βουδαπέστη και στην Πράγα, γεγονός που καθιστά τα ταξίδια αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. «Δεν στέλνω απλά τα σχέδιά μου, ταξιδεύω και μένω εκεί. Εχει τεράστια σημασία αυτό, γιατί έτσι αντιλαμβάνεσαι όλο το κλίμα και την ατμόσφαιρα. Αυτή, άλλωστε, είναι και η ουσία της κουλτούρας, η διαφορετικότητα. Αυτό κάνει τη ζωή μας ενδιαφέρουσα. Το γεγονός ότι οι λαοί διαφέρουμε έχει μια μοναδική αξία, βασική στη φιλοσοφία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Να ζούμε μαζί και ο ένας να επωφελείται από τον άλλον. Και ένας αρχιτέκτων έχει πάντα όφελος από αυτή την ανταλλαγή, γινόμαστε μέτοχοι των διαφορετικών πολιτισμών και ιδεών» επισημαίνει στην πορεία της κουβέντας μας.
Τι προλάβατε, έως τώρα, να αποκομίσετε από την παραμονή σας στην Αθήνα; «Δυστυχώς, δεν μπορώ να μιλήσω καθόλου κολακευτικά για τα κτίρια του ’60-’70, που όλα μοιάζουν μεταξύ τους και ενώ στην πραγματικότητα είχαν μοντέρνες διαθέσεις έχουν βγει τόσο συντηρητικά. Πρέπει να επιτρέψετε να συμβούν νέα πράγματα και να μην είστε τόσο επικριτικοί για την εικόνα. Δεν χρειάζεται να τα διαλύσετε όλα –και σίγουρα όχι τα μνημεία. Η εξέλιξη, νομίζω, θα έρθει μέσα από τις μικρές και ουσιαστικές διαφοροποιήσεις, σε διάφορα σημεία της πόλης. Το είπα και στον δήμαρχό σας. Η Αθήνα δεν έχει ανάγκη από ένα εντυπωσιακό σχέδιο ανάπλασης ή από μεγάλους αυτοκινητόδρομους και πανύψηλα κτίρια, αλλά από νέους ανθρώπους οι οποίοι θα προβάλουν φρέσκες ιδέες που θα σταθούν δίπλα σε κάτι που ήδη υπάρχει. Είστε χαρούμενοι και φιλικοί άνθρωποι και θα έπρεπε να μπορείτε να χαίρεστε περισσότερο την πόλη σας, να τη ζείτε και να την απολαμβάνετε πιο πολύ. Οι θεοί, η Ιστορία, ο ήλιος και ο πολιτισμός σας δεν θα εξαφανιστούν αν προσθέσετε και άλλα στοιχεία».
Δεν είναι πολύ λεπτές οι ισορροπίες μεταξύ κανόνων και ελευθερίας; «Κάθε πόλη βασίζεται στην αρχή της εγγύτητας. Αν εμείς θέλουμε να κουβεντιάσουμε και εσύ κάθεσαι μακριά, η όλη διαδικασία θα είναι πάρα πολύ δύσκολη. Αν αρχίζεις να φωνάζεις, τότε θα ενοχληθούν όλοι όσοι βρίσκονται σε αυτόν τον χώρο μαζί μας. Αυτή την κανονικότητα, που βάζει μια τάξη, αναζητούμε σε μια πόλη, και αυτή πρέπει οπωσδήποτε να παραμείνει. Δεν είμαι υπέρ της αναρχίας, αλλά χρειάζεται ελευθερία, να μπορεί κανείς να διακρίνει τη στιγμή που κάτι θετικό πάει να συμβεί, να είμαστε πιο υποστηρικτικοί στην καινοτομία. Δεν μιλάω για πλήρη ασυδοσία, αλλά να ανακαλύψουμε νέα μονοπάτια. Δεν υπάρχει λόγος να γκρεμίσεις, ούτε καν να αγγίξεις, οτιδήποτε αν δεν έχεις να αντιπροτείνεις κάτι πραγματικά ξεχωριστό».
Μήπως, όμως, τελικά μέσα από αυτή την πολυμορφία η πόλη χάνει τον χαρακτήρα της; «Μια πόλη δεν αλλοιώνει την ταυτότητά της επειδή συνδυάζει πράγματα. Το αντίθετο. Εξελίσσεται και παραμένει ζωντανή. Ειδικά στην εποχή μας που δεν υπάρχει οικονομική ευμάρεια, πρέπει να σκεφτούμε ουσιαστικούς τρόπους που θα φέρουν την αλλαγή. Και αν αυτό μπορεί να πολλαπλασιαστεί και να συνεχιστεί για πάντα θα ήταν το ιδανικό. Η Νέα Υόρκη είναι ένα καλό παράδειγμα. Εχει υιοθετήσει διαφορετικές πρακτικές και έχει ενσωματώσει τα πάντα στο περιβάλλον της: κτίρια παλιά, νέα, μικρά, μεγάλα, συμβατικά, πρωτοποριακά, μισοτελειωμένα, υψηλής τεχνολογίας… Το ένα δίπλα στο άλλο. Κάθε πόλη έχει τα χαρακτηριστικά και τα ιδιαίτερα στοιχεία της. Ούτε χρειάζεται να εμμένουμε σε αυτά αλλά ούτε και να τα αφαιρέσουμε για να βελτιωθούν όλα τα υπόλοιπα».

Επομένως, έχει νόημα να επενδύσουμε στην αρχιτεκτονική για την εξέλιξη του αστικού τοπίου;
«Η αρχιτεκτονική από μόνη της δεν μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Οι πόλεις έχουν ανάγκη από ένα «νοικοκύρεμα» και να παραμένουν ανοιχτές στις προκλήσεις. Θεωρούμε ότι οι πολιτικοί μπορούν και πρέπει να δίνουν λύσεις και απαντήσεις. Λάθος. Εμείς οι ίδιοι πρέπει να διαμορφώσουμε μια συμπεριφορά προς αυτή την κατεύθυνση. Να δίνεται η δυνατότητα σε πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους που ξέρουν τη δουλειά τους να συμβάλλουν και να δημιουργούν. Αντίστοιχα, αρχιτέκτονες με διαφορετικές προσεγγίσεις πρέπει να έχουν ευκαιρίες να κάνουν τη δουλειά τους. Δεν χρειάζονται οι αυστηρότητες και οι αφορισμοί. Αυτό ισχύει και για την Αθήνα. Μοιάζει να τίθενται πολλοί περιορισμοί και να υπάρχει η τάση κυριαρχίας μίας μόνο υπογραφής».

Αυτό θα σήμαινε και αλλαγή στον τρόπο σχεδιασμού; «Η αλήθεια είναι ότι οι αρχιτέκτονες τείνουν προς τα μεγάλα, εντυπωσιακά projects. Δεν είναι κάτι που πρέπει να εκλείψει αλλά ούτε και κάτι που πρέπει να προβάλλεται και να υπερτονίζεται. Για παράδειγμα, η Ζάχα Χαντίντ προσέφερε πολλά, συνέθεσε μια νέα αρχιτεκτονική γλώσσα, αλλά έκανε και πολλά άλλα που κάνουν κάποιον να αναρωτηθεί το γιατί. Αρχιτεκτονικές προτάσεις που πραγματικά παρενέβαιναν έντονα στην πόλη, χωρίς να προσφέρουν κάτι. Θέλω να πω ότι δεν χρειάζεται πάντα τα κτίρια να φωνάζουν το όνομα του αρχιτέκτονα που τα υπογράφει».
Η υπογραφή, όμως, είναι μια από τις εμμονές πολλών αρχιτεκτόνων. «Για εμένα μόνο έναν λόγο έχει η μανιέρα: τον χαμηλό οικονομικό προϋπολογισμό. Είναι πιο συμφέρον να ακολουθείς το ίδιο καλούπι. Μόνο έτσι μπορώ να δικαιολογήσω το γιατί κανείς επιλέγει να επαναλαμβάνεται. Φαντάζεστε να είχα έναν σεφ και να ετοίμαζε καθημερινά το ίδιο φαγητό; Εγώ όχι, και γι’ αυτό δεν έχω! Προτιμώ να επισκέπτομαι διαφορετικά εστιατόρια και να δοκιμάζω διαφορετικό φαγητό. Οταν ξεκίνησα το γραφείο μου, έθεσα δύο κανόνες. Πρώτον, κανένας από το προσωπικό να μη μένει πάνω από δύο χρόνια –και το τήρησα μέχρι πρόσφατα –καθώς ήθελα συνεχώς την εισροή νέων ιδεών και προτάσεων. Δεύτερον, να μη συνεργαστώ δύο φορές με τον ίδιο πελάτη, γιατί έτσι ίσως αναπόφευκτα οδηγείσαι στο να κάνεις κάτι παρόμοιο. Με ιντριγκάρει να βρίσκω κάθε φορά μια λύση για ένα συγκεκριμένο ζητούμενο, όχι να αναπτυχθεί ένα manual. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπω εγώ την αρχιτεκτονική και γι’ αυτό μου αρέσει αυτή η δουλειά. Είναι και ο λόγος για τον οποίο η επικοινωνία μου με τους πελάτες είναι παραγωγική. Δεν μου αρέσουν οι δογματισμοί και οι εμμονές».

Παρ’ όλα αυτά, δείχνετε μια κάποια προτίμηση στα έργα μεγάλης κλίμακας. «Ναι, αλλά όχι επειδή απορρίπτω τις μικρότερες κλίμακες. Λατρεύω τις διαφοροποιήσεις και γι’ αυτό αναφέρθηκα και στη σημασία ύπαρξης διαφορετικών αρχιτεκτονικών προσεγγίσεων. Εχω δουλέψει και μικρότερα έργα και συνεχίζω να ασχολούμαι με τη λεπτομέρεια και στα μεγάλα. Η ουσία της σχεδιαστικής προσέγγισης είναι ίδια. Η λειτουργικότητα είναι η ουσία τόσο σε έναν ουρανοξύστη όσο και σε ένα φλιτζάνι του καφέ. Το πού θα τοποθετούσα την καμινάδα στο Waste-to-Energy Plant ήταν μια λεπτομέρεια που μου ζητήθηκε και έπραξα αναλόγως, καθαρά για πρακτικούς λόγους. Το ίδιο συμβαίνει και στον αστικό ιστό. Την ίδια σημασία που έχει ένα έργο όπως το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος του Ρέντσο Πιάνο έχει και ένα μικρό πάρκο σε μια γειτονιά».
Μπορούν τα μεγάλα κτίρια να χωροθετηθούν και σε φυσικό τοπίο, κόντρα στην τάση που τα θέλει να γίνονται ένα με το περιβάλλον τους; «Η πλειονότητα των έργων μου βρίσκεται σε αστικό τοπίο και όχι στη φύση. Οπως και αν έχει, σαφώς πολλές φορές σκέφτομαι να τα κάνω πιο «ήσυχα», αλλά ποτέ δεν μπήκα στη λογική να ακολουθήσω αυτά τα κλισέ. Το να εντάσσεται απόλυτα ένα κτίριο στη φύση είναι μια άποψη –κατά τη γνώμη μου υπερεκτιμημένη –αλλά σίγουρα όχι νόμος, όχι «by the book» κανόνας. Καμιά φορά αντιμετωπίζουμε την αρχιτεκτονική σαν γραφικό χαρακτήρα και θεωρούμε ότι όλοι πρέπει να γράφουν έτσι ακόμη και αν το αποτέλεσμα δεν διαβάζεται σωστά. Οφείλουμε να έχουμε οικολογική συνείδηση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ξαφνικά τα κτίρια πρέπει να μοιάζουν με δέντρα ή ότι πρέπει να είναι υπόσκαφα. Το project Waste-to-Energy Plant, για παράδειγμα, εναρμονίζεται με τη φύση χωρίς να προσπαθεί να κρυφτεί. Αλλο η ευαισθησία και η υπευθυνότητα και άλλο οι υπερβολές».
Δεν θα πρέπει, όμως, να υπάρξει ένας κοινός στόχος για να γίνουν οι πόλεις μας καλύτερες; «Μα αυτό από μόνο του, η θέληση για βελτίωση, είναι ένας κοινός στόχος. Δεν χρειάζεται να χάνουμε χρόνο για το τι είναι το καλύτερο. Το καλύτερο είναι αυτό που μπορούμε να κάνουμε τώρα, με τα δεδομένα που έχουμε τώρα. Η αρχιτεκτονική αλλάζει γιατί ακολουθεί και τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές. Δεν μπορείς να φτιάξεις τώρα ένα κτίριο με την πεποίθηση ότι θα παραμείνει τέλειο και ύστερα από 20 χρόνια. Γι’ αυτό επιμένω ότι δεν χρειάζονται αυστηροί οδηγοί και σχεδιαστικά ταμπού. Το συμβόλαιό μου με κάθε πελάτη αναφέρει ότι μετά την ολοκλήρωση του έργου μπορεί να κάνει ό,τι αλλαγές χρειαστούν. Σίγουρα θέλω να πιστεύω ότι έχω παραδώσει ένα σωστό κτίριο, ώστε να μην το γκρεμίσουν, αλλά θα ήταν αφελές να θεωρώ ότι δεν θα προκύψει ποτέ η ανάγκη μιας αλλαγής».
Μα η διαχρονικότητα δεν είναι και ένα από τα στοιχεία επιτυχίας στην αρχιτεκτονική; «Η επιτυχία ενός κτιρίου δεν έχει να κάνει με το αν θα μείνει για πάντα, αλλά με τον αντίκτυπό του, την απήχησή του στον κόσμο, τη συμβολή του στην αρχιτεκτονική και το τοπίο στο οποίο εντάσσεται. Δεν μπορείς να έχεις κανόνες. Οφείλουμε να δίνουμε ό,τι χρειάζεται η εποχή και η κάθε περίσταση. Το επικλινές κτίριο της βιβλιοθήκης στο Πολυτεχνείο της πόλης Ντελφτ –που σχεδίασα το 1998 και αργότερα έκαναν και άλλοι αρχιτέκτονες, και θεωρήθηκε ξαφνικά ευφυής ιδέα –ήταν μια επιλογή που δεν προέκυψε από ένα δικό μου τερτίπι, αλλά υπηρετούσε έναν σκοπό: να βρίσκονται τα βιβλία σε σκιερό και δροσερό μέρος. Σκεφτείτε το τοπίο και το κτίριο σαν οργανισμούς. Τους ενισχύεις με αυτό που κάθε φορά έχουν ανάγκη, αλλιώς δυσλειτουργούν. Ορισμένοι αρχιτέκτονες θεωρούν ότι τα έργα τους έχουν κάτι εξαιρετικό να πουν. Αυτό δεν είναι σοβαρή σκέψη. Ενα κτίριο δεν είναι σπουδαίο απλώς επειδή το άφησες εκεί. Θα είναι σπουδαίο γιατί θα βοηθήσει να μεταμορφωθεί η πόλη».
Θα μπορούσατε, κλείνοντας, να πείτε ότι η συνεχής αναζήτηση και αμφισβήτηση είναι ένα από τα κλειδιά της επιτυχίας ενός αρχιτέκτονα; «Δεν υπάρχουν μυστικά για το πώς θα κάνει κανείς αυτή τη δουλειά καλά. Υπάρχουν πολλοί τρόποι. Είναι σημαντικό να παλεύεις για το καλό, για την πρόοδο, να στοχεύεις στο ένα βήμα και όχι να χάνεσαι στα χιλιάδες. Να θες να αφήσεις τον κόσμο καλύτερο από αυτόν που βρήκες εσύ. Ο αρχιτέκτων είναι σαν τον σεφ. Καλείται να κάνει κάτι που να αρέσει. Η γεύση, η αισθητική είναι και το δικό μας ζητούμενο, να αισθάνεται κάποιος όμορφα μέσα σε αυτό που δημιουργούμε. Εχω βρεθεί σε χώρους που δεν θα σχεδίαζα και όμως αισθάνθηκα όμορφα. Αυτό είναι το μεγαλείο της σωστής αρχιτεκτονικής. Γι’ αυτό και επιμένω στη γενναιοδωρία της διαφορετικότητας».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Μαΐου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ