Επειτα από δύο μήνες χαμένους μπροστά στη θύελλα που προκάλεσε το σχέδιο Κατρούγκαλου για το Ασφαλιστικό και τη φορολόγηση των αγροτών, η κυβέρνηση με γνώμονα το μικρότερο πολιτικό κόστος ανάμεσα σε ένα ναυάγιο της συμφωνίας και της οικονομίας ή τον κίνδυνο ακόμη και της απώλειας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας προετοιμάζεται για τα επόμενα βήματα:
– Να πάρει το πράσινο φως από το Eurogroup της Δευτέρας για τα μέτρα στα οποία υπάρχει «κατ’ αρχήν συμφωνία» με τους θεσμούς και να τα φέρει όλα στη Βουλή εντός του Μαρτίου.
Τα μέτρα αυτά δεν είναι άλλα από την αύξηση της φορολογίας μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων, τη σύνδεση του αφορολογήτου των 2.100 ευρώ με τη χρήση του πλαστικού χρήματος, τη φορολόγηση των αγροτικών εισοδημάτων, ισχυρά φορο-κίνητρα για επαναπατρισμό κεφαλαίων από το εξωτερικό και το πακέτο περικοπών για το Ασφαλιστικό που είναι ακόμη ανοιχτό.
Στην κυβέρνηση υπάρχει γκρίνια γιατί ενώ τα νομοσχέδια –πλην του Ασφαλιστικού –έχουν συμφωνηθεί και βρίσκονται στο συρτάρι των υπουργών Ευκλείδη Τσακαλώτου και Τρύφωνα Αλεξιάδη, δεν έχουν έρθει ακόμη στη Βουλή. Το ίδιο συμβαίνει και με τον νέο αναπτυξιακό νόμο που έχει στο συρτάρι του ο Γιώργος Σταθάκης.
Βέβαια οι υπουργοί αποδίδουν τις καθυστερήσεις στην εμπλοκή των διαπραγματεύσεων με το ΔΝΤ, θέση όμως που δεν μπορούν να υποστηρίξουν στον βαθμό που τα μέτρα αυτά έπρεπε να έχουν κλείσει από τις αρχές του χρόνου.
Το κλίμα πλέον που έχει διαμορφωθεί σε υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια, αλλά και στους «βασικούς διαπραγματευτές» είναι ότι «η όποια καθυστέρηση προκαλεί αβεβαιότητα και ζημιά στην οικονομία και η καλύτερη στρατηγική είναι να έρθουν όλα στη Βουλή κι ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του»
Στη διαπραγμάτευση που εξελίσσεται στο παρασκήνιο η ελληνική θέση είναι το δημοσιονομικό κενό για τη διετία 2017 – 2108 ώστε να επιτευχθεί ο στόχος για την αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος από 0,2% το 2015 (σ.σ.: που ήταν η χειρότερη χρονιά για την οικονομία), στο 3,5% του ΑΕΠ το 2018 που είναι η προϋπόθεση για να ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός (δηλαδή να καλύπτονται και οι τόκοι από ίδιους πόρους) είναι περίπου 2% του ΑΕΠ.
Οι ίδιοι προσδιορίζουν τη διαφορά με τους θεσμούς σε δύο σημεία:

1.
Στην επιμονή του ΔΝΤ να περιοριστεί από εφέτος η συνταξιοδοτική δαπάνη, μέσω περικοπής συντάξεων και όχι αύξησης εισφορών και να μην «πριμοδοτούνται» οι συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων από τον προϋπολογισμό.

2.
Στο ότι δεν μπορεί να καταρτιστεί μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για την οικονομία και την πορεία των δημοσιονομικών ώσπου να αποφασιστεί η ρύθμιση για το χρέος και το εύρος της συμμετοχής του ΔΝΤ. Χωρίς αυτές τις αποφάσεις δεν μπορεί να προσδιοριστεί το ύψος των ετήσιων αναγκών για εξυπηρέτηση του χρέους.
Σε κάθε περίπτωση και προκειμένου να επιτευχθεί μια στέρεη συμφωνία, οι παρεμβάσεις που έρχονται θα οδηγούν σε αύξηση της άμεσης φορολογίας που αναμένεται να αποδώσει ως 400 εκατομμύρια ευρώ ετησίως (περίπου 0,2% του ΑΕΠ), και στην περικοπή συντάξεων και παροχών άνω του 1,5 δισ. ευρώ ετησίως (περίπου 0,8% του ΑΕΠ) με μέτρα πέραν των μειώσεων που έγιναν με πλάγιο τρόπο, όπως η αύξηση των εισφορών του ΕΟΠΥΥ και της κατάργησης των πρόωρων συντάξεων.
Οι ξένοι απαιτούν και την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς (δηλαδή των αυξημένων αποδοχών πέραν του ενιαίου μισθολογίου) που εισπράττουν κατά μεγαλύτερο ποσοστό υπάλληλοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα καθώς επηρεάζουν άμεσα και τη συνταξιοδοτική δαπάνη του Δημοσίου.
Μάλιστα, τέθηκε ζήτημα κατάργησης του επιδόματος παραμεθορίων περιοχών και περιορισμού του κόστους υπερωριών και των αποζημιώσεων για εργασία εκτός έδρας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ