Ζούμε σε μια οικονομία παραστατικού χρήματος (FIAT money) όπου το δολάριο λειτουργεί ως αποθεματικό νόμισμα. Από την αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης έχει παρατηρηθεί μια τεράστια αύξηση στο συνολικό χρέος: σύμφωνα με εκτιμήσεις της McKinsey, το παγκόσμιο χρέος έχει αυξηθεί κατά 57 τρισ. δολάρια από το 2007. Αυτά τα 57 τρισ. δολάρια νέου χρέους έχουν κρατήσει την παγκόσμια οικονομία ζωντανή, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του δημιουργήθηκε από τις οικονομίες των αναδυόμενων αγορών, οι οποίες δανείστηκαν φθηνά σε δολάρια και επένδυσαν τα κεφάλαια στις εγχώριες οικονομίες. Τώρα που η αξία του δολαρίου έχει αυξηθεί κατακόρυφα, το ίδιο συμβαίνει και με το «βάρος εξυπηρέτησης του χρέους», και μάλιστα σε μια περίοδο όπου η ισχύς αυτή του δολαρίου έχει οδηγήσει τα εμπορεύματα στη χαμηλότερη αξία τους εδώ και 15 χρόνια. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει πως το πραγματικό εισόδημα είναι μηδενικό.
Το φθινόπωρο του 2014 ο πιστωτικός κύκλος, όπως στα πιστωτικά spreads, κατέγραψε ιστορικό χαμηλό. Εκτοτε ακολουθεί σταθερά ανοδική πορεία, ενώ η κορύφωση συνδυάστηκε χρονικά με μια τελική πτωτική πορεία στα εμπορεύματα που προκλήθηκε από μια «τέλεια καταιγίδα»: ισχυρότερο δολάριο και υψηλότερο κόστος κεφαλαίου, που οδηγεί σε μια τεράστια απαίτηση περιθωρίου ασφάλισης για χρέος εκφρασμένο σε δολάρια, το οποίο διαθέτουν όλες οι αναδυόμενες αγορές, γεγονός που με τη σειρά του καθιστά άσχετο ζήτημα το αν πρόκειται για εισαγωγικές ή εξαγωγικές χώρες. Συνυπολογίστε σε όλα αυτά και τον τεράστιο κύκλο απομόχλευσης στον τραπεζικό κλάδο μέσω του ρυθμιστικού πλαισίου και εκ των πραγμάτων καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το κόστος κεφαλαίου θα παραμείνει αυξημένο. Το δολάριο λοιπόν μας οδήγησε σε αυτή τη διόρθωση –και θα μας οδηγήσει ξανά σε ανάκαμψη. Η αγορά δεν θα είχε επιτρέψει μια τόσο δραματική διόρθωση τα έτη 2010, 2011, 2012, 2013 ή 2014. Το γεγονός ότι αυτό συνέβη την περασμένη Δευτέρα επιβεβαιώνει εν μέρει τη θεωρία μου ότι κατευθυνόμαστε προς ένα καθεστώς όπου η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να προσφέρει βοήθεια και όπου οι κεντρικές τράπεζες αναγνωρίζουν ολοένα και περισσότερο ότι τα μειονεκτήματα των πολύ χαμηλών επιτοκίων υπερτερούν των πλεονεκτημάτων. Πρόκειται μήπως για την αρχή του τέλους της περιόδου «pretend and extend» (παρατείνω και προσποιούμαι);
Ουσιαστικά είδαμε τα πρώτα στάδια της αρχής ενός πραγματικού επιχειρηματικού κύκλου που επιτρέπει τη διόρθωση, τον επαναπροσδιορισμό των τιμών και μια βελτιωμένη δομή οριακού κόστους κεφαλαίου. Αν η Δευτέρα σας φάνηκε δύσκολη και άσχημη μέρα, μπορείτε να πανηγυρίσετε καθώς είναι σίγουρο ότι η οικονομία θα αναδυθεί ισχυρότερη, εφόσον το παρόν συμπέρασμα επιβεβαιωθεί.
*Ο κ. Steen Jakobsen είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Saxo Bank.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ