Σε μια παλιά, μουντή πολυκατοικία περιμετρικά της πλατείας Καραϊσκάκη μια χούφτα άνθρωποι μοιράζονται μια ατόφια χαρά, τη χαρά που δίνει η δικαίωση των κόπων δεκαετιών. Επιδεικνύουν φουντωμένοι τα τελευταία δημοσκοπικά ευρήματα, χαμογελούν, αγκαλιάζονται, πανηγυρίζουν. Δικαιώνονται.
Η πινακίδα στην είσοδο γράφει: Ενωση Κεντρώων. Μια πινακίδα που κάποτε ήταν αντικείμενο χλεύης, εκεί που κάποτε περνούσε μέρος από την πιτσιρικαρία της Αθήνας για να γελάσει με τον «πρόεδρο» που έβριζε το εγχώριο πολιτικό κατεστημένο. Τον πρόεδρο Βασίλη Λεβέντη και το μέχρι πρότινος ξεχασμένο κόμμα του που έλαβε στις πρόσφατες εκλογές της 25ης Ιανουαρίου ένα απρόσμενο 1,79%, ενώ σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της MARC είναι το μόνο κόμμα, εκτός του ΣΥΡΙΖΑ, που παρουσιάζει θετικό πρόσημο στην πρόθεση ψήφου σε σχέση με τις πρόσφατες κάλπες.

Στη δεκαετία του ’90 η εκρηκτική του παρουσία στην τηλεόραση τον έκανε γνωστό – για τους λάθος λόγους. «Με λοιδόρησαν, αλλάτους συγχωρώ. Ελπίζω στο μέλλον να πάψουν να υπάρχουν τέτοιες συμπεριφορές» λέει σήμερα.

Τι συνέβη και η Ενωση Κεντρώων από την αφάνεια και τις 17.145 ψήφους που εξασφάλισε το 2012, εκτοξεύθηκε στις 110.827 ψήφους πριν από λίγες εβδομάδες, δεκαπλασιάζοντας τα ποσοστά της σε ορισμένες περιφέρειες; Ηταν πράγματι, όπως ισχυρίζονται κάποιοι αναλυτές, η χαλαρή ψήφος διαμαρτυρίας του εκλογικού σώματος ή πιθανώς η συλλογική ψήφος των οπαδών του ΠΑΟΚ (στην Α’ Θεσσαλονίκης πήρε 17.735 ψήφους) που έφερε αυτό το αποτέλεσμα; Ηταν μια μετατηλεοπτική δικαίωση με τα viral video που κυκλοφόρησαν στο Internet με τις «προφητείες» του προέδρου που έλεγε μονότονα εδώ και χρόνια πως «οδεύουμε προς την καταστροφή». Ή μήπως συνέβη κάτι διαφορετικό;

Περιμένω στα γραφεία της κόμματος τον Βασίλη Λεβέντη για να μάθω από πρώτο χέρι τι έχει συμβεί. Στον χώρο τα κάδρα με τις πελώριες φωτογραφίες του «Γέρου της Δημοκρατίας», Γεωργίου Παπανδρέου, και του Νικολάου Πλαστήρα κυριαρχούν. Δίπλα τους, εκατοντάδες στοιβαγμένα ψηφοδέλτια υψώνονται πάνω σε θρανία, ανάμεικτα με εικόνες της Παναγίας και παλαιότερες αφίσες του κόμματος. «Ο Βασίλης κανιβαλίστηκε από τα media, τον εξευτέλισαν γιατί έλεγε αλήθειες που ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος να ακούσει» μου λέει η σύζυγος του προέδρου Ναταλία καθώς μου προσφέρει έναν ελληνικό καφέ. «Ετσι σιγά σιγά βρέθηκε στο περιθώριο. Ομως, πίστεψέ με, δεν είναι ούτε γραφικός ούτε τρελός. Ξέρω καλά ποιον άνθρωπο ερωτεύθηκα, παντρεύτηκα και πέρασα μια ζωή μαζί του. Ο Βασίλης πλήρωσε ακριβά την προσπάθειά του να τα βάλει με το εγχώριο σύστημα λέγοντας την αλήθεια προς όφελος του κόσμου –γι’ αυτό τον εξόντωσαν πολιτικά! Ομως δεν μπορείς να κρύψεις την αλήθεια για πάντα. Κάποια στιγμή θα λάμψει. Σήμερα επιβεβαιώνεται πανηγυρικά για όλα όσα φώναζε από το 1994». «Τον αγαπάτε πολύ…» διαπιστώνω, όμως προτού τελειώσω τη φράση μου με προλαβαίνει. «Τον αγαπάω, αγόρι μου, είναι καλός άνθρωπος, με αγνές προθέσεις».
Αίφνης η πόρτα ανοίγει –ο 63χρονος Βασίλης Λεβέντης χαμογελαστός κάθεται στο γραφείο του. Τον ρωτώ αν περίμενε αυτά τα απρόσμενα υψηλά ποσοστά στις εκλογές. «Αν είχαμε και λίγη παραπάνω προβολή, ίσως να ήμασταν στη Βουλή σήμερα. Τα υψηλά ποσοστά στη Θεσσαλονίκη σημειώθηκαν γιατί έκανα εκπομπή σε ένα τοπικό κανάλι –κάθε τρεις και λίγο έπαιρνα το αυτοκίνητο και ανέβαινα πάνω για να ακουγόμαστε κάπου και εμείς. Πρόσφατα με πήρε ένας φίλος καθηγητής του Αριστοτελείου και μου είπε ότι αν διεξάγονταν επαναληπτικές εκλογές θα ήμασταν άνετα μέσα στη Βουλή. Μας ψήφισαν περισσότεροι από 110.000 άνθρωποι, πιστεύοντας ότι είμαστε χαμένη ψήφος. Τι θα γινόταν αν υπήρχαμε κανονικά στις δημοσκοπήσεις; Αν ακουγόταν και η δική μας φωνή στις τηλεοράσεις;».
Του ζητώ να μου πει δυο λόγια για τη ζωή του –οι νεότεροι άνθρωποι γνωρίζουν ελάχιστα πράγματα για αυτόν. «Γεννήθηκα στη Μεσσήνη, στην Καλαμάτα. Ο πατέρας μου είχε αλωνιστικές μηχανές –αλώνιζε σε ολόκληρο τον νομό. Στην Κατοχή έχασε τα πάντα. Μετακομίσαμε οικογενειακά στον Πειραιά –μεγάλωσα στα Ταμπούρια. Στην αρχή δούλεψε στα καράβια και μετά στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά για 10-15 χρόνια. Ηταν δύσκολα χρόνια, μεγαλώναμε φορώντας το παντελόνι του μεγαλύτερου αδερφού. Εγώ τότε ήμουν το τέταρτο παιδί, ο βενιαμίν. Στα τέλη του ’60 πέρασα στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Στα γεγονότα του Πολυτεχνείου ήμουν τεταρτοετής, συμφοιτητής της Δαμανάκη, του Ανδρουλάκη, όλων αυτών. Συμμετείχα στην εξέγερση, όχι όμως ως πρωτοπόρος. Είχα βέβαια έναν πολύγραφο και τύπωνα προκηρύξεις –συναντιόμασταν νύχτα και τις μοιράζαμε, στην Αθήνα, στο Παγκράτι, πολυκατοικία πολυκατοικία».
Και κάπως έτσι ήρθε η πολιτική; «Με την πολιτική έμπλεξα αργότερα, όταν πήγα στο εξωτερικό. Εφυγα για ένα διάστημα στη Γερμανία, στο Μόναχο, για να κάνω μεταπτυχιακό ως πολιτικός μηχανικός. Εκεί δέθηκα με ανθρώπους, σοσιαλιστές, ελεύθερους δημοκράτες. Το ’74 επέστρεψα για να βοηθήσω τον Ανδρέα Παπανδρέου. Εκτοτε και μέχρι το 1985 ψήφιζα ΠαΣοΚ. Κάποια στιγμή βρέθηκα στο σπίτι του Ανδρέα στο Καστρί και του λέω: «Πρόεδρε, είμαστε τέσσερα χρόνια στην κυβέρνηση και δεν έχουμε κάνει ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις παρά μονάχα τον πολιτικό γάμο και τη δημοτική γλώσσα». «Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι περισσότερο» μου είπε ο Ανδρέας «γιατί είναι ο Καραμανλής επάνω και δεν θα τα υπογράψει. Κάτσε να βγάλουμε δικό μας Πρόεδρο της Δημοκρατίας και θα δεις μετά». Πέρασαν τα χρόνια όμως, δεν έβλεπα φως, κάποια στιγμή κατάλαβα ότι το ΠαΣοΚ αστικοποιήθηκε και έκανε μια δεξιού τύπου διαχείριση. Ετσι αποφάσισα να φύγω. Αισθανόμουν ότι δώρισα τα νιάτα μου σε κάποιον που μονάχα κατ’ όνομα ήταν σοσιαλιστής. Ηταν χαρισματικός βέβαια ο Αντρέας αλλά πολιτικά μάς είχε εξαπατήσει».
Και μετά τη συνειδητοποίηση είχε φτάσει η ώρα για αυτονόμηση: «Το 1992 ίδρυσα την Ενωση Κεντρώων. Στην αρχή αισθανόμουν πολύ μικρός, ασήμαντος, για να προχωρήσω. Ενα παιδί χωρίς όνομα, χωρίς παρελθόν. Σύντομα δέχθηκα αμείλικτο πόλεμο. Με χτύπησαν δυο φορές, στέλνοντάς με τη μία στο νοσοκομείο για δυόμισι μήνες, άρχισαν να με απειλούν αλλά και να με σατιρίζουν ανελέητα. Η οικογένειά μου πληγώθηκε ψυχολογικά από αυτή την κατάσταση. Δεν είναι ωραίο να είσαι παιδί και να θεωρούν γελοίο τον πατέρα σου, ξέρετε. Δεν ήθελα όμως να το βάλω κάτω. Ελεγα στη γυναίκα μου: «Να δεις, μια μέρα θα τα καταφέρουμε. Αρκεί να αντέξουμε». Το 2004 και το 2009 σκέφτηκα να τα παρατήσω βλέποντας ότι παίρνουμε μόλις 0,6%. Φέτος μού έλεγαν δικοί μου άνθρωποι: «Γιατί δεν κάνεις μια συνεργασία με ένα άλλο κόμμα;». Με πλησίασαν μάλιστα κάποια συγγενικά μου πρόσωπα και μου πρότειναν να μιλήσω πριν από τις εκλογές με τον Γιώργο Παπανδρέου. Αν και με πίεσαν, αρνήθηκα όταν είδα ποιοι τον ακολουθούν. Καλύτερα μόνος μου».
Πιάνουμε την κουβέντα για τον νέο πρωθυπουργό της χώρας, Αλέξη Τσίπρα, αλλά και τον απερχόμενο, Αντώνη Σαμαρά. «Ο Τσίπρας είναι ένα νέο παιδί και δεν αμφιβάλλω ότι μπορεί να έχει καλές προθέσεις» μου λέει ο Βασίλης Λεβέντης. «Στο τέλος όμως εκτιμώ ότι θα καταλήξει να τον λοιδορούν όσοι σήμερα τον αγκαλιάζουν και τον επευφημούν. Στο άμεσο μέλλον θα πρέπει να διαλέξει αν θα ακολουθήσει τις επιταγές της Ευρώπης ξεχνώντας πολλά απ’ όσα υποσχέθηκε ή αν θα συγκρουστεί με τους εταίρους οδηγώντας τη χώρα σε ένα πλήρες αδιέξοδο. Ο,τι κι αν επιλέξει, φοβάμαι πως στο τέλος θα συναντήσει τη μανιασμένη αντίδραση του κόσμου. Δεν ξέρω αν έχει καταλάβει σε πόσο δύσκολη θέση βρίσκεται. Ο Σαμαράς, από την άλλη, είπε ψέματα τόσο στον κόσμο όσο και στην τρόικα. Εξω έλεγε ότι κάνει μεταρρυθμίσεις, εξαπατώντας τους εταίρους, και στους Ελληνες ισχυριζόταν ότι έρχεται η ανάπτυξη. Μιλάμε για αμφίπλευρη απάτη. Σαν πρωθυπουργός ήταν πολύ λίγος».

Η πολιτική καριέρα του Βασίλη Λεβέντη ξεκίνησε από το Πολυτεχνείο, όταν «τύπωνα προκηρύξεις» και συνεχίστηκε με το ΠαΣοΚ, με το οποίο διαφώνησε το 1985. Το 1992 ίδρυσε την Ενωση Κεντρώων.

Τον ρωτώ πώς βλέπει συνολικά το Μνημόνιο. «Υπάρχουν κάποιες μεταρρυθμίσεις που είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, όμως δεν αποδέχομαι το Μνημόνιο στο σύνολό του. Θέλουν να μας ασκήσουν μια καθολική εξουσία. Γνωρίζουμε ότι πρέπει να πάμε σε πλεονάσματα, ότι πρέπει να τρέξουν οι μεταρρυθμίσεις, όμως αν επιθυμώ ως χώρα να μειώσω τον ΦΠΑ 1% γιατί θα πρέπει να περιμένω κάποια έγκριση από τους εταίρους; Αυτό το θεωρώ ανεπίτρεπτο και είναι οι προδοτικές υπογραφές του Γιώργου Παπανδρέου και του Αντώνη Σαμαρά που υπέβαλαν την Ελλάδα σε αυτή τη δοκιμασία. Ναι, να συμφωνήσουμε στον στόχο, να εξυγιάνουμε πολλούς τομείς, χτυπώντας τις παθογένειες, αλλά όχι να γίνουμε μια χώρα εξαρτημένη. Σε αυτό είμαι κάθετα αντίθετος. Η Ενωση Κεντρώων λέει ναι στις μεταρρυθμίσεις, όμως η Ευρώπη θα πρέπει να μας διευκολύνει στο θέμα του χρέους, μειώνοντας ένα ποσοστό και παρέχοντας μια επιμήκυνση στο υπόλοιπο. Ουσιαστικά θα πρέπει το χρέος να μειωθεί κατά 80-85 δισ. –από τα 325 που είναι σήμερα, να πέσει στα 240. Αν πάει στα 240, θα φτάσει στο 120% του ΑΕΠ και η χώρα θα επιστρέψει στις αγορές. Επίσης να δοθεί ένα μηδενικό επιτόκιο πληρωμής για τουλάχιστον 10 χρόνια. Μηδενικό επιτόκιο και επιμήκυνση. Να πάνε τα πρώτα ομόλογα τέσσερα-πέντε χρόνια μετά, ώστε να διαθέσουμε τα λεφτά στην ανάπτυξη. Να βρει ο κόσμος δουλειές εντός Ελλάδας και να λύσουμε το μεγαλύτερο πρόβλημα, που είναι ανθρωπιστικής φύσεως. Στο μεταξύ, μαζί με τις επενδύσεις που θα προκύψουν, να επιστρέψουν στη χώρα και τα 90 δισ. που έφυγαν στο εξωτερικό. Υπάρχουν τρόποι, αν υπάρχει πολιτική βούληση».

Του επισημαίνω ότι κυκλοφορούν στο ελληνικό Internet αρκετά βίντεο με τις «ηλεκτρισμένες» πολιτικές «προφητείες» του. «Δεν πρόκειται για προφητείες αλλά για εκτιμήσεις» διευκρινίζει. «Ο κόσμος τις θεώρησε εκ των υστέρων προφητείες, ενώ στην πραγματικότητα είχα πει το αυτονόητο σε μια εποχή που όλοι επαναπαύονταν και αδρανούσαν. Η επίπλαστη ευδαιμονία όμως είχε ημερομηνία λήξης». Ρωτώ γιατί με τα χρόνια ο Λεβέντης κατάντησε «γραφικός» για ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. «Αυτό ήταν έργο όσων είχαν σκοπό να ποδηγετήσουν τους έλληνες πολίτες. Διέταξαν τη φίμωσή μου γιατί έλεγα ενοχλητικές αλήθειες, όμως δεν περιορίστηκαν μονάχα σε αυτό. Ηθελαν τον ολοκληρωτικό εξευτελισμό μου. Να πιστέψει ο κόσμος ότι είμαι ένας τρελός, ένας γραφικός που λέει ασυναρτησίες. Εβαλαν ανθρώπους να με γελοιοποιούν. Με τον καιρό, όσοι δεν με γνώριζαν, θεώρησαν ότι είμαι πράγματι γελοίος. Εκανα και εγώ βέβαια επικοινωνιακά λάθη. Πίστευα στον διάλογο και στη δημοκρατία, ήθελα να μιλάω με τον απλό κόσμο, να δίνω λόγο σε όλους στις εκπομπές μου. Πόσοι έλληνες πολιτικοί θα μπορούσαν σήμερα να συνομιλήσουν με τον λαό ανοιχτά και δημοκρατικά όπως εγώ; Πόσοι θα το τολμούσαν, λέγοντας την αλήθεια; Οτι, για παράδειγμα, την κομπίνα του Χρηματιστηρίου την έστησαν μια χούφτα ολιγάρχες για να φάνε τα λεφτά του κόσμου, ότι εκβίαζαν για να παίρνουν έργα και κρατικές προμήθειες, ότι έβγαλαν τα λεφτά στο εξωτερικό και αγόρασαν εταιρείες-μαϊμού γράφοντας στα συμβόλαια κολοσσιαία ποσά –την ώρα που πλήρωναν μόνο 5% φόρο μεταβίβασης ανωνύμων μετοχών και ξέπλεναν το άλλο 95% των χρημάτων του ελληνικού λαού. Μου γύρισαν μπούμερανγκ όλα αυτά εν τέλει. Μεγαλύτερο σφάλμα αποδείχθηκε το ότι μίλησα πρόωρα σε μια κοινωνία που δεν ήθελε να ακούσει. Δεν τη συνέφερε. Τον καθένα τότε τον συνέφερε να βάλει το παιδί του στη ΔΕΗ».
Του υπενθυμίζω την περιβόητη εκπομπή με τον Πάνο Παναγιωτόπουλο το 1994, αλλά και την πρόσφατη συγγνώμη του γνωστού μίμου Γιώργου Μητσικώστα, ο οποίος τού ζήτησε συγγνώμη με βίντεο πριν από τις εκλογές, ένα βίντεο που ίσως να συνετέλεσε στη δημοφιλία του. «Δεν κακίζω κανέναν πια, περασμένα, ξεχασμένα. Ούτε τον Πάνο Παναγιωτόπουλο ούτε πολλούς άλλους που μου επιτέθηκαν. Τους χρησιμοποίησαν κι αυτούς. Εστησαν μια εκπομπή για να με γελοιοποιήσουν και εν τέλει πέτυχαν το αντίθετο. Επέμενε ο Παναγιωτόπουλος μάλιστα να είναι μαγνητοσκοπημένη. Εγώ του έλεγα όχι, γιατί ήξερα κατά βάθος τις προθέσεις του. Εγινε τελικά live και άρχισε να λέει για το ρολόι μου, για πίτσες και καφέδες, διάφορα τέτοια. Στην απολογία του στην ΕΣΗΕΑ –διότι εκλήθη να δώσει εξηγήσεις –απάντησε πως έκανε ό,τι έκαναν και οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι εκείνη την εποχή. Δεν κατάφερε όμως να με εξευτελίσει, αμύνθηκα. Διεκδίκησα τον σεβασμό που μου αναλογούσε. Ευελπιστώ ότι στο μέλλον θα εκλείψουν τέτοιες συμπεριφορές, ότι κανείς άλλος δεν θα τύχει της μεταχείρισης που έτυχα εγώ από τα media».
Τον ρωτώ αν πιστεύει ότι και ο ίδιος χειρίστηκε λανθασμένα στο παρελθόν κάποιες τηλεοπτικές καταστάσεις, πραγματοποιώντας μια σειρά από επικά ξεσπάσματα. «Ασφαλώς, έπρεπε να είμαι ήρεμος και να λέω «πάμε στο επόμενο τηλέφωνο» όποτε με λοιδορούσαν, όμως εγώ έχανα τον έλεγχο και απαντούσα. Αυτό ήταν δυστυχώς το αδύνατο σημείο μου».
Η ώρα έχει περάσει και ο πρόεδρος της Ενωσης Κεντρώων πρέπει να μιλήσει σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, να δώσει συνεντεύξεις, να μιλήσει με αυτόν τον ψύχραιμο πια –λόγω ηλικίας; λόγω ωρίμανσης; –τρόπο για το πρόβλημα της Ελλάδας και για τη δική του δικαίωση. Είναι προβληματισμένος για το μέλλον, αλλά και ευτυχισμένος –δεν μπορεί να το κρύψει. Η δικαίωση γλυκαίνει τον άνθρωπο.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ