Η επιστροφή του Τζέιμς Ελροϊ στις προθήκες των βιβλιοπωλείων έγινε χωρίς τυμπανοκρουσίες, με έναν ανεπαίσθητο, θα έλεγε κανείς, τρόπο. Σε αντίθεση με τη μακρά αναμονή των οκτώ ετών, τις αναβολές και τον πυρετό των πιστών τού συγγραφέα που συνόδευαν την κυκλοφορία του «Blood’s a Rover» («Το αίμα δεν σταματάει ποτέ», Εκδόσεις Αγρα) το 2009, το «Perfidia» έρχεται στις 11 Σεπτεμβρίου με μια απλή ανακοίνωση από τον εκδοτικό οίκο Knopf. Ισως γιατί ο 66χρονος Ελροϊ βαρέθηκε πια τις μεγαλοστομίες («είμαι ο Τολστόι του αστυνομικού μυθιστορήματος, είμαι ό,τι ήταν ο Μπετόβεν για τη μουσική»), ίσως γιατί αναμένει την έκδοση για να τις επαναλάβει έπειτα από μια περίοδο σχετικής αποχής. Ισως και γιατί το νέο μυθιστόρημα δεν χρειάζεται κράχτες: επιστρέφοντας στο Λος Αντζελες με μερικούς δοκιμασμένους πρωταγωνιστές του περίφημου κουαρτέτου («Η Μαύρη Ντάλια», «Λος Αντζελες εμπιστευτικό», «Λευκή τζαζ», «Το μεγάλο πουθενά», Εκδόσεις Αγρα) έχει εξασφαλισμένες πωλήσεις, αναρτήσεις, συζητήσεις και δημοσιότητα.
Ο έτερος σημαντικός Αμερικανός του σύγχρονου crime novel, Ντένις Λιχέιν, επαινεί στους «New York Times» το δημιουργικό χάος του «Perfidia», όπου δεσπόζει η μονομαχία του ανερχόμενου στυλοβάτη της αστυνομίας του Λος Αντζελες και μετέπειτα τοτέμ της, Γουίλιαμ Πάρκερ, με τον γοητευτικό σατανά του «L.A. Confidential» Ντάντλεϊ Σμιθ. Τοποθετημένη το 1941, την επαύριο της ιαπωνικής επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ, η πλοκή ανακατεύει ιστορικό παρασκήνιο, κοινωνικές έριδες, φυλετικές διακρίσεις, πρόθυμους εκμεταλλευτές των πολεμικών περιστάσεων, τα συγκοινωνούντα δοχεία κρατικών θεσμών και οργανωμένου εγκλήματος και τον βρώμικο ακάλυπτο του Χόλιγουντ.

Πραγματικός πρωταγωνιστής, ωστόσο, όπως και στα υπόλοιπα έργα της τετραλογίας, αναδεικνύεται η αστυνομία του Λος Αντζελες, την οποία ο Ελροϊ λατρεύει –και θεοποιεί από την ανάποδη. «Νόμος δίχως τάξη» είναι, σύμφωνα με τον Λιχέιν, το πρότυπο της δικής της απονομής δικαιοσύνης (αν και η τελευταία στο σύμπαν του «Perfidia» είναι μάλλον συζητήσιμη έννοια που χρήζει εισαγωγικών): αντί του εντάλματος σύλληψης ο εκβιασμός, αντί του επίσημου αιτήματος η χάρη, αντί της ανάκρισης η γροθιά στο στομάχι. Δολοφόνοι τόσο οι μεν όσο και οι δε, οι εγκληματίες του Ελροϊ διαφέρουν από τους εκπροσώπους του νόμου μόνο κατά ένα χρυσό σήμα, το οποίο οι τελευταίοι κρύβουν βολικά στην τσέπη τους.

Οι 701 σελίδες του μυθιστορήματος θα αποδειχθούν, αν μη τι άλλο, χορταστικές, δαιδαλώδεις, αιματηρές και κυνικές, σήματα κατατεθέντα του συγγραφέα τους. Αν συνολικά συμπυκνώνονται και σε άρτιο έργο, απομένει να φανεί στην ανάγνωση. Το ερώτημα είναι κατά πόσο σε αυτή τη φάση της καριέρας του ο Ελροϊ έχει ενδώσει στον πειρασμό να αντιγράφει τον εαυτό του. Η επίσκεψη σε ένα παλαιότερο λογοτεχνικό τόπο δίνει από μόνη της μια ιδέα.
Η ανακύκλωση επιτυχημένων χαρακτήρων είναι μια κλασική πρακτική (ο Λιχέιν επισημαίνει το copy paste ενός δευτεραγωνιστή του «Μεγάλου πουθενά» ως προς την ιδιοσυγκρασία, το επάγγελμα και τον σεξουαλικό προσανατολισμό με μόνη διαφορά την αλλαγή εθνικότητας). Η φιλολογία για μια δεύτερη πολύτομη σειρά του Λος Αντζελες, τριλογία αυτή τη φορά, κλείνει το μάτι στον αναγνώστη. Αλλά έτσι κι αλλιώς όλη η λογοτεχνία του Ελροϊ είναι ένα κλείσιμο του ματιού προς διάφορες κατευθύνσεις: του Ρέιμοντ Τσάντλερ, της κιτς αμερικανικής κουλτούρας της δεκαετίας του ’50, της εμμονής στις ηθικές αξίες, της ταυτόχρονης ειδωλοποίησης των εγκληματιών. Υπαινικτικός ή μη, ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται επίσης σε ένα αντίγραφο: «Perfidia» είναι μια επιτυχία του Γκλεν Μίλερ το 1941, διασκευή από τραγούδι του μεξικανού συνθέτη Αλμπέρτο Ντομίνγκεζ. Θέμα του; Η προδοσία.

HeliosPlus