Παρίσι, 1953. Δύο ελληνίδες φίλες μόλις έχουν δει το μπουλβάρ των Ζακ Ντεβάλ και Μαρσέλ Ασάρ, όπου πρωταγωνιστεί η Μελίνα Μερκούρη. Η μία τη γνωρίζει προσωπικά. «Ελα να σου τη συστήσω» λέει στην άλλη. Εκείνη διστάζει από δέος. Μπροστά της βρίσκεται μια γνωστήελληνίδα ηθοποιός σε γαλλική σκηνή, μια επιβλητική γυναίκα, μια καλλονή, η οποία μάλλον θα είναι ντίβα, απλησίαστη, ψυχρή.
«Δεν είναι αυτή που νομίζεις η Μελίνα… Είναι ένας πολύ ζεστός άνθρωπος» λέει η Ζωρζ Σαρή στην Αλκη Ζέη. Το πρώτο βλέμμα που ανταλλάσσουν η Μερκούρη με τη Ζέη θα διαλύσει κάθε επιφύλαξη. Ηταν το ξεκίνημα μιας υπέροχης φιλίας. «Είχα τότε μια πολύ διαφορετική εικόνα για τη Μελίνα στο μυαλό μου. Στην Ελλάδα, ήδη από εκείνα τα χρόνια, ήταν γνωστή για τις συνεργασίες της με τον Κουν και ήταν μια πολύ ξεχωριστή φυσιογνωμία. Δεν υπήρχαν τότε ούτε ξανθιές ούτε αεράτες…».
Ούτε σήμερα υπάρχουν γυναίκες σαν τη Μελίνα στην Ελλάδα. Στις 6 Μαρτίου συμπληρώνονται 20 χρόνια από τον θάνατό της και η ετυμηγορία μοιάζει να είναι ομόφωνη: δεν έχει βρεθεί καμία να την αντικαταστήσει. Το μαρτυρά κάθε αναφορά στο μικρό όνομά της, κάθε ανάμνηση που τη συνοδεύει, το μαρτυρά και η ανταπόκριση στη σελίδα στο Facebook(www.facebook.com/melinamercouriofficial) η οποίαδημιουργήθηκε ειδικά για να την τιμήσει.
Κάνοντας χάρισμα το ελάττωμα

Για τους ανθρώπους που την έζησαν από κοντά, το κενό που άφησε πίσω της είναι δυσαναπλήρωτο. Γιατί αυτή η σταρ διεθνούς ακτινοβολίας, η λαμπερή ηθοποιός, η μαχητική πολιτικός ήταν μια γυναίκα που κατακτούσε όσους τη γνώριζαν.«Δεν μπορεί να μην είχε κάποιο ελάττωμα…» εύλογα δυσπιστείς. «Και το ελάττωμά της, η Μελίνα πάλι χάρισμα το έκανε» λέει η Ζέη. Οταν σε μια συναυλία τραγούδησε λάθος τον τελευταίο στίχο του τραγουδιού «Η σωτηρία της ψυχής» (των Κραουνάκη – Νικολακοπούλου), μετατρέποντας το «κρυμμένο τραύμα» σε «κρυμμένο θαύμα», καθιερώθηκε άτυπα να ερμηνεύεται έτσι το τελευταίο ρεφρέν. Με το «ελάττωμά» του.
Παρίσι, κατά τη διάρκεια της χούντας. Στο σπίτι στο Καρτιέ Λατέν, όπου ζουν η Μελίνα με τον Ντασσέν, η επίσης αυτοεξόριστη Ζέη είναι συχνή επισκέπτρια. «Γυναίκες, γυναίκες, κουβέντες, κουβέντες». Aυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που είχε μάθει στα ελληνικά ο Ντασσέν, σύμφωνα με τη Ζέη. «Ευχαριστιόμουν να πηγαίνω σπίτι της, όταν δεν είχε κόσμο, για να τα λέμε οι δυο μας. Ελεγα στους δικούς μου: «Απόψε θα μείνω στης Μελίνας». Κάποια στιγμή γράφαμε μαζί και ένα τραγούδι, «Είμαι Ρωμιά» λεγόταν. Εβαζε τον έναν στίχο η μία και συμπλήρωνε τον επόμενο η άλλη. Μας έλεγε ο Ντασσέν: «Δεν είστε σοβαρές!»». Ηταν η εποχή που η Μελίνα έκανε τον αντιδικτατορικό αγώνα της και περιόδευε σε χώρες της Ευρώπης για να ενημερώσει τον κόσμο για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Το πραξικόπημα την είχε βρει στο Μπρόντγουεϊ, όπου έπαιζε το «Ιλια Ντάρλινγκ». Οι δηλώσεις της στα αμερικανικά ΜΜΕ είχαν αποτέλεσμα να της αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένειακαι να δεσμευτεί η περιουσία της, αλλά τότε ειπώθηκε και το δικό της αλησμόνητο: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας».
«Ηθελε να την αγαπούν πάντα»

Η πολιτική έρρεε στο αίμα της, από τον παππού της Σπύρο Μερκούρη, δήμαρχο Αθηναίων, ως τον πατέρα της Σταμάτη. Ο παππούς της ήταν εκείνος που της εμφύσησε την αγάπη για την Αθήνα, για την Ελλάδα, αλλά και για τους ανθρώπους ανεξαρτήτως βαλαντίου ή χαρτοφυλακίου. Μια μεγαλοαστή που γεννήθηκε στην οδό Τσακάλωφ 26 το 1920 και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της συνομιλούσε ακόμη και με τον τελευταίο αποσυνάγωγο ως ίση προς ίσο.
Τη δεκαετία του ’80, όταν βρέθηκε ως υπουργός Πολιτισμούστην κεντρική πλατείατων Ιωαννίνων, μια γυναίκα σε κατάσταση αλλοφροσύνης, αυτό που λέμε η «τρελήτου χωριού», άρχισε να τη λούζει με βρισιές. Η Μελίνα ρώτησε, έμαθε για αυτήν καιτης έστειλε μια τηλεόραση, όχι και τόσο αυτονόητη πολυτέλεια για την εποχήόσο σήμερα, «για να με βλέπει και να με γνωρίσει, να καταλάβει ποια είμαι και τι κάνω».Η Μελίνα ήθελε να την αγαπούν πάντα. «Ηταν χορτάτη, δεν είχε να κερδίσει τίποτε από την πολιτική και δινόταν εξ ολοκλήρου σε αυτήν» λέει η Αλκη Ζέη. «Κάποια χρόνια αργότερα, φίλη μου, στέλεχος της UNESCO, μου περιέγραφε πώς η Μελίνα τής ψιθύρισε εν μέσω της Διεθνούς Διάσκεψης Υπουργών Πολιτισμού στο Μεξικό «Ετοιμάσου, θα σκάσει βόμβα!». Γυρίζει, λοιπόν, και λέει δυνατά: «Από την Ελλάδα ζητούμε πίσω τα Μάρμαρα του Παρθενώνα». Ε, έγινε χαμός!».
Ηταν 1982, η Μελίνα διένυε τον πρώτο χρόνο της υπουργικής θητείας της με τη νεοσύστατη κυβέρνηση του ΠαΣοΚ. Κατά γενική ομολογία, υπήρξε η καλύτερη (και η μακροβιότερη, με οκτώ συν ένα χρόνια) στο πόστο της. Τα ΔΗΠΕΘΕ, ο θεσμός των Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης, η πρώτη ανάθεση για τη μελέτη ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας είναι επίσης μέρος του έργου που άφησε πίσω της.
«Η Μελίνα μού έδωσε αγάπη, τρυφερότητα, υποστήριξη. Εγώ τη λάτρεψα». Ο Αρης Δαβαράκης τη γνώρισε από την παιδική του φίλη Μανουέλα Παυλίδου στη Μεταπολίτευση. Τη στενή φίλη και συνεργάτιδα της Μελίνας, Μανουέλα Παυλίδου, γενική γραμματέα του Ιδρύματος Μελίνα Μερκούρη μέσω του οποίου διοργανώνεται μεγάλη έκθεση για τη Μελίνα στο Μουσείο Μπενάκη. Ο Δαβαράκης τη θυμάται από τότε που έτρεχε στη Β΄ Πειραιώς ως υποψήφια βουλευτής για πρώτη φορά με το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα το 1974, όταν «πήγαινε πόρτα πόρτα και κοιμόταν στα σπίτια των απλών ανθρώπων που ήθελαν να τη φιλοξενήσουν τα βράδια για να την τιμήσουν. Τη βοηθούσαν πολύ η Μανουέλα και ο Νίκος Μουρατίδης. Εκεί εγώ δεν ακολουθούσα, ήμουν πάρα πολύ αντιΠαΣοΚ, ως νεοδημοκράτης και κεντροδεξιός. Το δεχόταν και γελούσαμε, αν και καμιά φορά την έπιαναν τα νεύρα της…». Οι πολιτικές ασυμφωνίες δεν επηρέαζαν τις φιλίες της. Οπως έκανε με τον αγαπημένο φίλο της Μάνο Χατζιδάκι, «τον οποίο σεβόταν και λάτρευε, παρότι καβγάδιζαν αρκετά σαν αδέλφια αγαπημένα».
Μέσω μιας σκηνοθετημένης αυθόρμητης συνάντησης στου «Φλόκα» γνώρισε ο Δαβαράκης τον μουσικοσυνθέτη και η συνεργασία τους στην «Πορνογραφία»και στις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» έμειναν στην Ιστορία.
«Μου έλεγε καμιά φορά «Ελα, βρε παιδί μου, μαζί μου!» σε εκδηλώσεις ή περιοδείες. «Θα τους το λέω ότι δεν είσαι ΠαΣοΚ…»» λέει η Ζέη. «Δεν επιχείρησε ποτέ να με επηρεάσει. Είχε μεγάλο σεβασμό στους ανθρώπους της Αριστεράς.Ενα διάστημα προτού πάει στο ΠαΣοΚ ήταν να πάει προς την Αριστερά, είχε γίνει μια συνεδρίαση, αλλά είπα στον Γιώργο (σ.σ.: τον Σεβαστίκογλου): «Πάνω από μήνα δεν τη βλέπω να αντέχει». Δεν ήταν ο τύπος που θα ακολουθούσε ένα κομμουνιστικό κόμμα, είχε πολύ αυτόνομη προσωπικότητα και αυτό που ήθελε αυτό και έκανε».
Η μαριχουάνα και το ΠαΣοΚ

Ο Αρης Δαβαράκης θυμάται πως «όταν το 1980 ανέβαζε με τον Ντασσέν «Το γλυκό πουλί της νιότης», έλεγε έναν μονόλογό της καπνίζοντας, υποτίθεται, ένα τσιγάρο μαριχουάνας. Ενα βράδυ ήταν παρών ένας παρατηρητής από το ΠαΣοΚ, ένας ινστρούκτορας. Της λέει λοιπόν:

«Συνεννοηθήκαμε στο κόμμα και αποφασίσαμε ότι δεν μπορεί μια σοσιαλίστρια να καπνίζει μαριχουάνα μπροστά στον κόσμο». Ηθελαν να «κόψουν» τον Τενεσί Γουίλιαμς… Η Μελίνα γέλασε και ο Ντασσέν εξήγησε στον κύριο ότι «δεν γίνονται αυτά τα πράγματα»».


Η αγωνία του Γιάννη Φέρτη

Η πρώτη φορά που υποδύθηκε την Αλεξάνδρα Ντε Λάγκο ήταν σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, στο Θέατρο Τέχνης, το 1960. Και τις δύο φορές είχε συμπρωταγωνιστή τον Γιάννη Φέρτη.
«Είναι από τις δύο-τρεις καλύτερες συνεργασίες που έχω κάνει σε όλη την καριέρα μου» λέει ο Φέρτης, ο οποίος την πρώτη φορά που συναντήθηκαν επί σκηνής έκανε τα πρώτα του βήματα στο σανίδι. «Η Μελίνα δεν με ήξερε καθόλου. Θυμάμαι ετοιμάζαμε την «Ευρυδίκη» και περιμέναμε τον Κουν για πρόβα. Κάποια στιγμή με φωνάζει στο γραφείο του, πηγαίνω και βλέπω τη Μελίνα. Μου λέει ο Κουν: «Γιάννη, πας να μου πάρεις ένα πακέτο τσιγάρα;», κάτι που δεν μου είχε ξαναζητήσει. Πήγα, τα πήρα, με είδε η Μελίνα. Γι’ αυτό με είχε φωνάξει εξάλλου. Πάω στη σκηνή και έπειτα από λίγο μπαίνει μέσα η Μελίνα και την ακολουθεί ο Κουν. Να σας εξηγήσω στο μεταξύ ότι έχω δαλτονισμό, δεν μπορώ να ξεχωρίσω το πράσινο από το κόκκινο, και ο Κουν είχε μανία με τα χρώματα, οπότε με ρωτούσε συνέχεια: «Γιάννη, τι χρώμα είναι αυτό;». Οταν δεν το πετύχαινα, τον έπιαναν τα γέλια. Το είχε πει στη Μελίνα, οπότε έρχεται εκείνη κατευθείαν καταπάνω μου. Φορούσε μια φούστα με πάρα πολλά χρώματα και άρχισε να με ρωτάει: «Τι χρώμα είναι αυτό; Εκείνο;». Εγώ τα έλεγα σωστά, οπότε γυρίζει και λέει: «Ελα, βρε Κάρολε, τι λες ότι δεν βλέπει το παιδί;»».
Λίγο προτού ανέβει η παράσταση, είχαν ολοκληρωθεί τα γυρίσματα του «Ποτέ την Κυριακή». Ο Ντασσέν είχε πάει στο Παρίσι για να κάνει την επεξεργασία της ταινίας. «Το τελευταίο βράδυ προτού φύγει και εκείνη για τη Γαλλία και τις Κάννες είχαμε πάει στο Ακροπόλ Παλάς και διασκεδάζαμε, μεγάλη παρέα, όπως κάναμε κάθε βράδυ. Το ίδιο απόγευμα στην παράσταση ήταν πολύ συγκινημένη και στο φινάλε του έργου την έπιασαν τα κλάματα και δεν μπορούσε να μιλήσει. Μου έλεγε: «Θα φύγω από την Ελλάδα, πότε θα γυρίσω;». Οπότε με έπιασαν κι εμένα οι λυγμοί και κατ’ αυτόν τον τρόπο τελείωσαν οι παραστάσεις μας». Στις Κάννες πήρε βεβαίως το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας, το οποίο μοιράστηκε με τη Ζαν Μορό. «Είχε αγωνία και ήθελε πολύ να το πάρει, το θυμάμαι καλά».
Ο Γιάννης Φέρτης θυμάται και τη δική του αγωνία, όταν βρέθηκε άπειρος ηθοποιός δίπλα στην εκτυφλωτική παρουσία της Μελίνας. «Τότε που ήμουν πιτσιρικάς έτρεμα την ερωτική σκηνή μαζί της. Με είχε πιάσει πανικός, ήταν η πρώτη ερωτική σκηνή που θα έκανα και έτρεμα μην τυχόν αντιδράσει ο οργανισμός μου κάπως… περίεργα. Ημουν γύρω στα 20 και εκείνη κοντά στα 40, ήταν η Μελίνα με τα ατελείωτα πόδια και φιλιόμασταν πάνω σε ένα κρεβάτι. Ολα πήγαν καλά όμως. Η Μελίνα ήταν πολύ αφοσιωμένη στον Ντασσέν, δεν τον απάτησε ποτέ, αλλά παράλληλα φλέρταρε λίγο. Δεν προκαλούσε, ήθελε απλώς να αρέσει». Το σεξαπίλ της Μελίνας αδιαμφισβήτητο, όπως και το ενδιαφέρον της για τις ερωτικές περιπέτειες των φίλων της. Στις καλλιτεχνικές παρέες κυκλοφορεί περίπου σαν ανέκδοτο η αντίδρασή της στη βιαστική εξιστόρηση της έκβασης του φλερτ μιας φίλης της. «Σταμάτα, ξεκίνα από την αρχή: χτυπάει το κουδούνι…».
Η ζωή με τον «Τζούλη»

Ο Ντασσέν ήταν, βεβαίως, ο άνδρας της ζωής της, ο «Τζούλης» της, τον οποίο είχε γνωρίσει το 1956 στο Φεστιβάλ των Καννών, όπου βρέθηκε με τη «Στέλλα» του Κακογιάννη. Ο δεύτερος σύζυγός της (ο πρώτος ήταν ο Πάνος Χαροκόπος), τον οποίο παντρεύτηκε το 1966. «Τσακώνονταν και έλεγε η Μελίνα: «Δεν μπορώ, θα τον χωρίσω!». Είχαν, όμως, φοβερή αγάπη» περιγράφει η Ζέη. «Κοιμόντουσαν μαζί, αλλά είχαν και δύο κρεβατοκάμαρες συνεχόμενες και όταν ήθελαν πήγαινε ο καθένας στη δική του. Ενα βράδυ που πήγα να μείνω μαζί της είχαν καβγαδίσει. Το βράδυ, εκεί που κοιμόμασταν μαζί, την έχασα, είχε πάει δίπλα στον Ντασσέν…».
«Ο Ντασσέν ήταν πιο εσωστρεφής. Ο καθένας σεβόταν πολύ τη διαφορετικότητα του άλλου» θυμάται η Νίκη Λαλιώτη. Τη γνώρισε όταν ήταν μικρό παιδί, τα 11 πρώτα χρόνια της ζωής της, καθώς οι γονείς της, Μαρίνα και Κώστας, έτρωγαν σταθερά τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα στο σπίτι της στον Λυκαβηττό, στην οδό Αθηναίων Εφήβων (πλέον οδός Μελίνας Μερκούρη). «Θυμάμαι τους δύο καναπέδες στο σπίτι της στον Λυκαβηττό και πώς ξαπλώναμε πάνω τους και μιλούσαμε με ύφος συνωμοτικό, και ας ήμουν μικρό παιδί. Η Μελίνα είχε μια φυσική περιέργεια για όποιον είχε απέναντί της. Σε έπιανε, μιλούσε δυνατά, έκανε πολλές ερωτήσεις, ήθελε να μαθαίνει, ερχόταν στη θέση σου, οπότε εμένα που ήμουν μικρό παιδί με έκανε να αισθάνομαι πολύ ξεχωριστή. Η ιδιωτική εικόνα της δεν διέφερε καθόλου από τη δημόσια.Δεν μου είχε δώσει κάποια συμβουλή, μια φράση που θα μπορούσα να απομονώσω, αλλά ζώντας κοντά της ένιωθα ότι μπορώ να είμαι ο εαυτός μου και να μη φοβάμαι για αυτό. «Να μην κρύβεις τον εαυτό σου», αυτό κρατάω πιο έντονα από εκείνη, αν και ποτέ δεν την άκουσα να το λέει με αυτές τις λέξεις. Μπορώ να πω με σιγουριά ότι δεν έχω γνωρίσει άλλον άνθρωπο σαν κι αυτήν».
Πρωταγωνίστησε σε 19 ταινίες, έγινε βραβείο για νέες ηθοποιούς, είναι εξάλλου το ίνδαλμα των περισσοτέρων από αυτές, καθώς γενιές ολόκληρες στράφηκαν στην υποκριτική έχοντας εκείνη ως υπόδειγμα. «Η Μελίνα ήταν μια καλή ηθοποιός. Δεν ξέρω αν ήταν η καλύτερη, για εμένα υπήρξαν μεγαλύτερες, όπως η Παξινού και η Μανωλίδου. Είχε, όμως, μια φοβερή προσωπικότητα, δεν χόρταινες να τη βλέπεις» λέει ο Γιάννης Φέρτης.
«Οταν έλεγα τον δικό μου μονόλογο στο «Γλυκό πουλί της νιότης» αισθανόμουν ότι όλοι κοιτούσαν εκείνη όπως καθόταν αμίλητη μπροστά σε έναν καθρέφτη και βαφόταν. Είχε και μια λεβεντιά». Ολοι μιλούν για τη μαχητική Μελίνα, για τη σαρωτική δύναμή της, η οποία ωστόσο συνυπήρχε με τη βαθιά ευαισθησία της. Βοηθούσε οικονομικά ανθρώπους που είχαν ανάγκη, «είχε χαρίσει και ένα διαμέρισμα σε κοντινό της άνθρωπο, από όσο γνωρίζω» λέει ο Φέρτης. Ο Αρης Δαβαράκης θυμάται ότι «το δυνατό σημείο της ήταν ο χαρακτήρας της. Αισθανόταν ότι η ζωή τής είχε δώσει και με το παραπάνω και ήθελε να ανταποδώσει. Ηταν πολύ δίκαιος άνθρωπος. Μας λείπουν τέτοιες προσωπικότητες. Δεν έχει σημασία σε ποιον χώρο έχουν διαπρέψει, το άτομο μετράει, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τα πάντα. Που ξέρει να δουλεύει, να διασκεδάζει, να μην ξεχωρίζει τους ανθρώπους, να μοιράζεται. Η Μελίνα ήταν πολύ κοντά μου όταν έχασα τη μητέρα μου, μόλις στα 50 της, από καρκίνο. Δεν ήταν του τηλεφώνου όταν ήσουν άρρωστος ή είχες πρόβλημα. Ετρεχε επιτόπου. Ηταν αυτό που λέμε «συντρέχτρα»».
Η μάχη με τον καρκίνο

Οταν νόσησε η ίδια από καρκίνο, είχε πολλούς ανθρώπους να τη συντρέξουν με τη σειρά τους. Ο Μιτεράν μεσολαβούσε για να μεταφερθεί στα καλύτερα νοσοκομεία. «Περίπου δύο χρόνια προτού πεθάνει, ήταν κάποια στιγμή στη Γαλλία για να χειρουργηθεί και ένα βράδυ κινδυνέψαμε να τη χάσουμε» διηγείται ο Δαβαράκης. Ηταν εκεί ο Ντασσέν, η Παυλίδου, η Αγγελική, η γυναίκα που τη βοηθούσε στο σπίτι και ήταν και αυτή μέλος της οικογένειας. «Την άλλη μέρα που πήγα να τη δω, κάθησα δίπλα της και εκείνη με κοίταξε που ήμουν πανικόβλητος και μου λέει: «Αχ πεθαίνω…». Αρχισα, λοιπόν, να της λέω: «Μα μη μιλάς έτσι, είσαι μια χαρά!», ό,τι λένε, τέλος πάντων, σε αυτές τις περιπτώσεις. Μου έπιασε το χέρι πολύ τρυφερά και μου είπε: «Οχι τώρα, βρε χαζέ, για χθες μιλάω…». Προσπαθούσε να δώσει εκείνη κουράγιο σε μένα».
Οταν η κατάσταση της υγείας της είχε επιδεινωθεί, η Αλκη Ζέη ήταν κάθε βράδυ στο σπίτι της «μαζί με τους Λαλιώτηδες». Η ίδια η Μελίνα δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις για τη μοίρα της. «Ηξερε ότι ήταν άρρωστη και ότι δεν θα ζήσει. Το αντιμετώπιζε με πολύ θάρρος» λέει η Ζέη. «Οταν έφυγε την τελευταία φορά για Νέα Υόρκη, ήξερε ότι δεν θα γυρίσει, οπότε μου λέει προτού φύγει: «Μην έρθεις αύριο στο αεροδρόμιο…». Φοβόταν ότι θα συγκινηθεί πολύ». Ηξερε.

Η πρώτη συνάντηση

Από τον Σταύρο Ξαρχάκο

1964. To τηλεοπτικό κανάλι ABC γυρίζει μια φιλόδοξη σειρά ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους με θέμα τις ιστορικές πρωτεύουσες της Ευρώπης. Ξεναγοί είναι διάσημες ηθοποιοί. Ελίζαμπεθ Τέιλορ για το Λονδίνο. Σοφία Λόρεν για τη Ρώμη κ.τ.λ.

Για την Ελλάδα προτείνεται η Μελίνα Μερκούρη. Τίτλος του ντοκιμαντέρ, «Η Ελλάδα της Μελίνας». Ο έλληνας διευθυντής παραγωγής Γιάννης Πετροπουλάκης μού τηλεφωνεί για να μου μεταφέρει την επιθυμία της Μελίνας Μερκούρη και της παραγωγής να γράψω τη μουσική και τα τραγούδια της ταινίας.

Τα τραγούδια ήταν τρία: «Τι έχει και κλαίει το παιδί», σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, «Να με θυμάσαι», σε στίχους Βαγγέλη Γκούφα, και «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή», σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου.

Με τη Μελίνα συναντιόμαστε για πρώτη φορά ένα μεσημέρι του Οκτωβρίου στο σπίτι μου στα Εξάρχεια, για να αρχίσουμε τις πρόβες. Ηταν γύρω στη μία όταν χτύπησε το κουδούνι.

Ανοιξα.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη στιγμή.

Κάποια δευτερόλεπτα αμήχανης σιωπής και ξαφνικά άνοιξε τα χέρια της, που ήταν σαν φτερά γερακίνας, με αγκάλιασε σφιχτά και μου είπε με αυτή την ιδιαίτερα αισθησιακή της φωνή: «Πρώτη φορά αγκαλιάζω Ερμή και ας είναι breloque»!

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ