«Οχι Αλ Κάιντα εδώ. Μπίζνες!» ουρλιάζει ο σομαλός πειρατής στον κυβερνήτη του εμπορικού πλοίου «Αλαμπάμα» Ρίτσαρντ Φίλιπς, το οποίο μόλις έχει πέσει στα χέρια της συμμορίας του πρώτου. Με άλλα λόγια, η «επιχείρηση» των φτωχών Σομαλών πάνω στο αμερικανικό πλοίο που έχουν καταλάβει δεν είναι μια πράξη πολιτική. Οι άνθρωποι απλώς πεινάνε. Και είναι αποφασισμένοι να φτάσουν ως το τέλος. Ή θα φάνε ή θα τους «φάνε».
Ολοι βεβαίως είμαστε σε θέση να υποψιαστούμε την εξέλιξη. Ακόμη και αν η ταινία του Πολ Γκρίνγκρας δεν ήταν βασισμένη σε αληθινά περιστατικά (βάση του σεναρίου το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Φίλιπς «A Captain’s Duty: Somali Pirates, Navy SEALs, and Dangerous Days at Sea»), ξέρουμε πολύ καλά ότι οι πειρατές είναι «ζωντανοί νεκροί» από τη στιγμή που πατούν το πόδι τους στο «Αλαμπάμα». Το πλοίο έχει αμερικανική σημαία και οι Αμερικανοί με κάτι τέτοια δεν παίζουν, έστω και αν καμιά φορά αργούν να ξυπνήσουν, όπως συνέβη στην περίπτωση αυτής της ιστορίας (ο Φίλιπς έδωσε εγκαίρως σήμα για την κατάσταση, αλλά αρχικώς τον αμφισβήτησαν).
Μοιρασμένη σε δύο μέρη, η ταινία του Γκρίνγκρας είναι μεν συναρπαστική αλλά με έναν υπόγειο, σχεδόν υπόκωφο τρόπο. Το στοιχείο της περιπέτειας υπάρχει, αλλά, και πάλι, δεν είναι μια ταινία που θα χαρακτήριζες περιπέτεια. Στο πρώτο μέρος περιγράφεται η προσπάθεια του έμπειρου αλλά τρομαγμένου κυβερνήτη να μη χάσει την ψυχραιμία του και να διατηρήσει τον έλεγχο ενώ οι σομαλοί πειρατές βρίσκονται στο πλοίο. Αγαρμπα και αμήχανα προσπαθεί να τους καθυστερήσει χωρίς να τους εκνευρίσει, να τους παραπλανήσει και να τους αποπροσανατολίσει. Σε ένα μεγάλο μέρος της η ταινία αγγίζει τα όρια του θρίλερ με τις σκοτεινές σκηνές περιήγησης στο αχανές σκάφος. Ωστόσο κάπου νιώθεις ότι πολλές από αυτές τις σκηνές βρίσκονται στην ταινία απλώς για να γεμίσουν την ώρα.
Γιατί στην πραγματικότητα η ταινία αρχίζει στο δεύτερο μέρος, όταν παίρνει μπροστά (με αρκετή καθυστέρηση, όπως προαναφέρθηκε) η επιχείρηση-«σκούπα» του Πολεμικού Ναυτικού το οποίο αναλαμβάνει δράση για τη σωτηρία του Φίλιπς, όταν οι πειρατές τον παίρνουν όμηρο στη σωσίβια λέμβο.
Mε το νευρώδες, στακάτο φιλμάρισμά της, η ταινία θυμίζει κάπως την «Πτήση 93», μια προηγούμενη δημιουργία του Π. Γκρίνγκρας, η οποία επίσης ασχολήθηκε με το τραγικό περιστατικό της αεροπειρατείας του αεροσκάφους που είχε στόχο το Πεντάγωνο στις 11.9.2001. Η γραφή αγγίζει τα όρια του ντοκυμαντέρ. Η κάμερα στο χέρι τρεμοπαίζει αρκετά και συμβάλλει στη δημιουργία ενός «αμακιγιάριστου» συνόλου, στοιχείο που προσθέτει στο όλο εγχείρημα έναν ευπρόσδεκτο ρεαλισμό. Ρόλο παίζει και το ότι ο Γκρίνγκρας δεν ωραιοποιεί τους πειρατές αλλά ούτε ηρωοποιεί τον κυβερνήτη. Απιαστος όταν υποδύεται καθημερινούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας, ο Τομ Χανκς δίνει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία, η οποία όλα δείχνουν ότι θα τον οδηγήσει στα Οσκαρ.
Ενδιαφέρον έχει επίσης το μοίρασμα του χώρου. Ενώ στο πρώτο μέρος το φιλμ διαδραματίζεται με φόντο την απεραντοσύνη της θάλασσας, στο δεύτερο ο φακός βρίσκεται ως επί το πλείστον εγκλωβισμένος μέσα στη στενότητα της σωσίβιας λέμβου και έτσι δημιουργείται μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που είναι για τον θεατή το ίδιο αποπνικτική όσο και για τους ηθοποιούς που παίζουν.
Αυτό που λείπει από την ταινία ωστόσο είναι το σεναριακό εύρημα που θα την οδηγούσε ένα σκαλί παραπάνω, πέρα από τη «ρεπορταζιακή» αναπαραγωγή των γεγονότων. Αυτό το στοιχείο υπήρχε στο πολύ καλύτερο δανέζικο φιλμ «Πειρατεία στον ωκεανό» του Τομπίας Λίντχολμ που είδαμε στις αίθουσες στις αρχές της χρονιάς.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ