Τελευταία κυκλοφορεί η φήμη ότι υπάρχει αύξηση των διαζυγίων όχι μόνο για λόγους ασυμφωνίας ή επειδή η συμβίωση έγινε αφόρητη εξαιτίας συζυγικών παραπτωμάτων. Οι σύζυγοι χωρίζουν πλέον και «στα ψέματα», εικονικά, γιατί ελπίζουν ότι οι μονογονεϊκές οικογένειες θα τύχουν ευνοϊκότερης αντιμετώπισης από ό,τι τα έγγαμα ζεύγη και δεν θα απολυθούν από την εργασία τους. Επειδή το ζήτημα είναι παράδοξο αλλά πολύ σοβαρό, ας μου επιτραπούν μερικές απλές σκέψεις:
Ι. Εικονικό διαζύγιο δεν αναγνωρίζεται στο δίκαιό μας, όπως δεν αναγνωρίζεται ούτε εικονικός γάμος. Το διαζύγιο απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση και ενδέχεται βεβαίως να έχει προηγηθεί συμπαιγνία των συζύγων ή εικονικές ενέργειες. Το γεγονός αυτό όμως δεν ασκεί επίδραση στην απόφαση διαζυγίου και οι σύζυγοι δεν έχουν δικαίωμα να ισχυρισθούν ή να αποδείξουν την εικονικότητα της αποφάσεως διαζυγίου. Αυτό σημαίνει ότι οι σύζυγοι θα είναι στο εξής τέως σύζυγοι και δεν είναι καθόλου σίγουρο αν ο ένας τουλάχιστον θελήσει στο μέλλον να λάβει μέρος στην εκ νέου σύναψη του γάμου. Επομένως διακινδυνεύουν να παραμείνουν διαζευγμένοι.
ΙΙ. Αν το κίνητρο των συζύγων είναι να κερδίσουν κάποια προνόμια που δεν έχουν ως σύζυγοι, αυτό δεν περιποιεί τιμή στην Πολιτεία. Από το άρθρο 21 του Συντάγματος προστατεύονται η οικογένεια που θεωρείται θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του έθνους, ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία. Η καθολική προστασία του γάμου και της οικογένειας σημαίνει ότι η Πολιτεία όχι μόνον οφείλει να μη μεταχειρίζεται δυσμενέστερα τους εγγάμους από τους αγάμους αλλά οφείλει να θεσπίζει θετικά μέτρα και ρυθμίσεις για την προστασία του γάμου και της οικογένειας. Κάθε οικογένεια ως κοινότητα γονέων και τέκνων υπάγεται στην προστασία αυτή, επομένως και η μονογονεϊκή. Αυτό επιβάλλεται ιδιαιτέρως και από την ανάγκη προστασίας του ανηλίκου. Αντιστρόφως όμως η προστασία αυτή δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε ανισότητες σε βάρος του γάμου ούτε μπορεί η προστασία της μονογονεϊκής οικογένειας να ξεπερνά την προστασία της μη μονογονεϊκής και να οδηγεί εμμέσως στη διάλυση της κοινότητας των γονέων με τα τέκνα.
ΙΙΙ. Τα τελευταία χρόνια το δίκαιο του διαζυγίου δέχθηκε μια σωρεία μεταβολών με σκοπό να εκδίδεται ταχύτερα και ευχερέστερα. Η τετραετής διάσταση ως λόγος διαζυγίου μειώθηκε στο μισό και έγινε διετής. Το συναινετικό διαζύγιο διασώθηκε μεν από την απαγγελία χωρίς δικαστική απόφαση αλλά με δραστική «απίσχνανση» των προϋποθέσεων: δεν χρειάζεται πλέον δεύτερη συζήτηση της υποθέσεως μετά την παρέλευση έξι μηνών. Η ευκολία εκδόσεως του διαζυγίου όμως όχι μόνο σημαίνει ότι η απόφαση των συζύγων δεν είναι προϊόν ωριμότητας αλλά τώρα πλέον περικλείει και τον πειρασμό της εικονικότητας.
Συμπεράσματα: πρώτον, διαζύγιο στα ψέματα δεν νοείται· δεύτερον, κάθε οικογένεια δικαιούται να απολαμβάνει την ουσιαστική αρωγή και τη μέριμνα της Πολιτείας. Εξάλλου η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει μια Πολιτεία το διαζύγιο αντανακλά και τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει τον γάμο.
Η κυρία Ρόη Δ. Παντελίδου είναι καθηγήτρια Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ