Βουδαπέστη.
Ο πρώην κομμουνιστής υπουργός Εσωτερικών της Ουγγαρίας, Μπέλα Μπίσκου, κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου για τον ρόλο του στην καταστολή της Ουγγρικής Επανάστασης του 1965. Δύο και πλέον δεκαετίες μετά την πτώση του κομμουνισμού, η ποινική δίωξη του Μπίσκου κατέστη δυνατή κάτω από έναν νόμο που ορίζει ότι τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται. Ο νόμος του 2011, που ψηφίστηκε από τη δεξιά κυβέρνηση του Βίκτορ Ορμπάν, επιτρέπει τη δίωξη των εγκλημάτων που τελέστηκαν στη διάρκεια της κομμουνιστικής περιόδου στη χώρα.
Οι εισαγγελείς ανακοίνωσαν ότι ο 92χρονος Μπίσκου, κατηγορείται για τον ρόλο του στην επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος που διέταξε τις δολοφονίες πολιτών κατά τη διάρκεια των αντικαθεστωτικών διαδηλώσεων στη Βουδαπέστη και στην πόλη Σαλγκοταριάν τον Δεκέμβριο του 1956. Η μέγιστη ποινή για τα εγκλήματα πολέμου στην Ουγγαρία είναι ισόβια κάθειρξη. Ο Μπίσκου θα βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό, μέχρι να ξεκινήσει η δίκη του μέσα στους επόμενους τρεις μήνες. Η σοβιετική επιτροπή στην οποία συμμετείχε ο Μπίσκου, δημιούργησε πολιτοφυλακές για την καταστολή της επανάστασης στην Ουγγαρία και θεωρείται υπεύθυνη για τον θάνατο 49 ανθρώπων που συμμετείχαν σε αυτή.
Ο Μπίσκου διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών από το 1957 έως το 1961. Η Ουγγρική Επανάσταση, που διήρκεσε από τις 23 Οκτωβρίου μέχρι τις 10 Νοεμβρίου του 1956 ήταν μία πανεθνική εξέγερση κατά της κομμουνιστική κυβέρνησης της Ουγγαρίας και των πολιτικών της και αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη απειλή ενάντια στον έλεγχο της Μόσχας στην Ανατολική Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εξέγερση ξέσπασε με αφορμή μία φοιτητική διαδήλωση αλλά γρήγορα απέκτησε μαζικότητα καθώς χιλιάδες άνθρωποι ενώθηκαν μαζί της κατευθυνόμενοι προς το Κοινοβούλιο. Αντιπροσωπία φοιτητών που επιχείρησε να μπει στο κτίριο του κρατικού ραδιοφώνου «Radio Budapest» για να καταστήσει γνωστά τα αιτήματά τους, προφυλακίστηκε.
Η αστυνομία (ÁVH) απάντησε με καταστολή στο αίτημα των διαδηλωτών για απελευθέρωση των φοιτητών. Καθώς τα νέα διαδόθηκαν, η εξέγερση γρήγορα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την ουγγρική πρωτεύουσα και στη συνέχεια σε ολόκληρη τη χώρα. Η κυβέρνηση έπεσε και χιλιάδες πολίτες οργανώθηκαν μαχόμενοι κατά της ÁVH και των σοβιετικών στρατευμάτων. Φιλοσοβιετικοί και μέλη της ÁVH εκτελούνταν ή φυλακίζονταν, ενώ πρώην φυλακισμένοι απελευθερώνονταν και εξοπλίζονταν. Η νέα κυβέρνηση που δημιουργήθηκε διέλυσε την ÁVH και διακήρυξε την πρόθεσή της να αποχωρήσει από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, ενώ δεσμεύθηκε να προκηρύξει ελεύθερες εκλογές.
Μέχρι το τέλος του Οκτώβρη, οι συγκρούσεις είχαν σχεδόν σταματήσει και η χώρα επέστρεφε στην ομαλότητα. Αυτό, μέχρι τις 4 Νοεμβρίου όταν μία μεγάλη σοβιετική δύναμη εισέβαλε στη Βουδαπέστη καθώς και σε άλλες περιοχές της χώρας προκειμένου να καταπνίξει την επανάσταση. Η αντίσταση των εξεγερμένων απέναντι στη σοβιετική εισβολή συνεχίστηκε μέχρι τις 10 Νοεμβρίου. Περισσότεροι από 2500 Ούγγροι και 700 σοβιετικοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στη διάρκεια των μαχών, ενώ 200000 άνθρωποι εγκατέλειψαν τη χώρα. Τους επόμενους μήνες ακολούθησαν μαζικές συλλήψεις, ενώ μέχρι τον Ιανουάριο του 1957 η νέα σοβιετική κυβέρνηση είχε καταστείλει κάθε αντικαθεστωτική αντίσταση. Παρά την καταστολή της, η Ουγγρική Επανάσταση είχε μία μακροπρόθεσμη επιρροή στην σοβιετική επιβολή στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς αποξένωσε πολλούς δυτικούς μαρξιστές. Θεωρείται επίσης ότι συνέβαλε στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα.