ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Η Τζιλ Αμπραμσον, διευθύντρια των New York Times, κατήγγειλε ότι Βρετανοί διπλωμάτες την προσέγγισαν με «διακριτικότητα» και της άσκησαν φορτική πίεση για να τους παραδώσει απόρρητα έγγραφα που είχε διαρρεύσει ο πρώην συνεργάτης της CIA, Εντουαρντ Σνόουντεν. Η έγκυρη αμερικανική εφημερίδα είχε μόλις ανακοινώσει ότι είχαν περιέλθει στην κατοχή της τα έγγραφα και, σε συνεργασία με τη βρετανική εφημερίδα Guardian, επρόκειτο να τα δημοσιεύσει.
«Με προσέγγισαν άνθρωποι από την βρετανική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον αμέσως μετά την ανακοίνωση πως η βρετανική εφημερίδα Guardian θα συνεργαζόταν με την New York Times για την έρευνα κάποιων από τα απόρρητα έγγραφα τα οποία είχε διαρρεύσει ο Εντουαρντ Σνόουντεν, ανάμεσα στα οποία ήταν και κάποια που αφορούσαν στις δραστηριότητες της GCHQ [των βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών]. Οι αξιωματούχοι αυτοί ήλπιζαν πως θα τους δίναμε με τη θέληση μας ό,τι υλικό διαθέταμε. Σκέφτηκα την πρόταση τους και φυσικά αρνήθηκα να τους παραδώσω ο,τιδήποτε». ανακοίνωσε η Αμπραμσον

Τον περασμένο Αύγουστο, η Guardian συμφώνησε να δώσει στους New York Times πρόσβαση σε μεγάλο τμήμα των αρχείων που αποκάλυψε ο Σνόουντεν, ο οποίος τώρα βρίσκεται στη Ρωσία υπό καθεστώς ασύλου.

«Καταλήξαμε σε συμφωνία με τους ΝΥ Times, αφού η βρετανική κυβέρνηση απείλησε την εφημερίδα ότι θα προβεί σε αγωγή, εκτός εάν αυτή παρέδιδε ή κατέστρεφε τα έγγραφα που είχε λάβει από τον Σνόουντεν. Στην κλιμάκωση των πιέσεων από την βρετανική κυβέρνηση, η Guardian αποφάσισε να συνεργαστεί με την αμερικανική εφημερίδα σχετικά με τα έγγραφα που απεστάλησαν από τον Σνόουντεν, ώστε να συνεχίσουμε να ρίχνουμε φως στην υπόθεση», ανέφερε σύντομο κείμενο που δημοσίευσε η Guardian.
Ο εκδότης της βρετανικής εφημερίδας, Αλαν Ρασμπρίτζερ, δήλωσε ότι υπό την εποπτεία εκπροσώπων των μυστικών υπηρεσιών της χώρας, υπάλληλοι της Guardian αναγκάστηκαν να καταστρέψουν αρχεία που περιείχαν έγγραφα τα οποία είχε αποστείλει ο Σνόουντεν. Ωστόσο, στη συνέχεια ο βρετανός εκδότης ενημέρωσε τις Αρχές της χώρας του ότι αντίγραφα του υλικού που καταστράφηκε είχαν αποσταλεί «σε μέρη έξω από τη δικαιοδοσία της κυβέρνησης», υπονοώντας τις ΗΠΑ.
Τότε, βρετανοί αξιωματούχοι είχαν δηλώσει ότι οι διαρροή των απορρήτων εγγράφων θα προκαλούσε «σοβαρή ζημία» στην εθνική ασφάλεια και «θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις ζωές πολλών ανθρώπων» εάν αυτά αποκαλύπτονταν. Τότε ήταν που μπήκε στο «παιχνίδι» η βρετανική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον, ερχόμενη σε επαφή με την διευθύντρια των ΝΥ Times.
«Ο,τι θέμα κι αν έχουμε στα χέρια μας, όσο κι αν αυτό αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, η ζυγαριά της εφημερίδας θα κλίνει πάντα υπέρ της ενημέρωσης του κοινού», κατέληξε με νόημα η Αμερικανίδα δημοσιογράφος.
Γεννημένη το 1954, η Αμπραμσον έγινε διευθύντρια των NY Times το 2011 και είναι η πρώτη γυναίκα που ανέλαβε αυτό το πόστο στην 160χρονη ιστορία της εφημερίδας. Το 2012 το περιοδικό Forbes την κατέταξε στην 5η θέση της λίστας με τις πιο ισχυρές γυναίκες του κόσμου. Στις πρώτες τέσσερις θέσεις βρίσκονταν τα ονόματα της Ανγκελα Μέρκελ, της Χίλαρι Κλίντον, της Ντίλμα Ρούσεφ και της Μελίντα Γκέιτς.