Υπάρχει ένα όμορφο κτίριο κάπου ψηλά στο Κολωνάκι. Εχει έναν έντονο πορτοκαλί τοίχο σε μια ωραία ζεστή απόχρωση και πάνω του κάποιος έχει γράψει με περιποιημένα γράμματα και χειρουργική ακρίβεια το εξής: «Θέλω να πεθάνω». Καθώς το κοιτάζεις, υπάρχει μια μεγάλη αντίθεση μεταξύ της ζωντάνιας των χρωμάτων, της αυστηρής γραμματοσειράς και του αυτοκτονικού μηνύματος. Μοιάζει κάπως σαν αστείο, σαν φάρσα– δεν μπορεί ένας υποψήφιος αυτόχειρας να έχει τόσο προσεγμένο γραφικό χαρακτήρα, τόσο μεράκι να το γράψει καλλιγραφικά σε έναν τοίχο. Ή μήπως μπορεί;
Οπως και να έχει, η εικόνα μοιάζει να είναι μια σύνοψη της ελληνικής αστικής πραγματικότητας. Καθαριότητα ιδιωτική και ασυδοσία δημόσια. Λερωμένοι τοίχοι και απεγνωσμένα μηνύματα. Μίσος και ομορφιά. Ασχήμια και μεράκι.
Αρκετά πιο κάτω από το Κολωνάκι, ένας άστεγος, ένας από τους ανθρώπους δίπλα από τους οποίους περνάς συχνά και τους βλέπεις να σκεβρώνουν από το κρύο, την κακουχία και την ταλαιπωρία, έχει φτιάξει μια σχεδόν συγκινητική γωνιά. Βάζει λουλούδια πάνω από την κουβέρτα του, τακτοποιεί τα υπάρχοντά του με σπιτική επιμέλεια, μαζεύει σπίρτα από τα μαγαζιά σε ένα μπολ, δίνει μια εικόνα ιδιωτικού στη δημόσια εικόνα της γωνιάς του.
Είναι λίγο μπερδεμένη η πόλη, αν η λέξη μπορεί να περιγράψει την πλήρη σύγχυσή της. Μπερδεμένη από τον τελευταίο μέχρι τον πρώτο κάτοικό της. Πριν από λίγες ημέρες, ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης δημοσίευσε μια κάπως απρόσεκτη φωτογραφία. Σε πρώτο πλάνο ήταν δύο παράνομα παρκαρισμένα μηχανάκια (που έμειναν ασχολίαστα από τη δημοτική αρχή) και πίσω τους, στον άσπρο τοίχο, υπήρχε ένα μήνυμα που έβγαζε τη γλώσσα. Ελεγε: «Καμίνη, κανένας τοίχος δεν θα μείνει».
Ηταν η απάντηση του ανώνυμου σχολιογράφου της πόλης σε μια εκστρατεία καθαρών τοίχων που είχε ξεκινήσει ο δήμαρχος από το καλοκαίρι. «Ο δημόσιος χώρος ανήκει σε όλους και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τον ρυπαίνει» έγραψε ο δήμαρχος. Η ιστορία είναι σχεδόν κωμική, καθώς κάτι τόσο αυτονόητο όσο ο καθαρισμός των τοίχων από συνθήματα έγινε (και αυτός) αντικείμενο πολιτικής ίντριγκας. Μέσα στο καλοκαίρι, τη μία ημέρα καθάριζαν την πόρτα τηςΒαρβακείου Αγοράς. Την επομένη την έβρισκαν γραμμένη και πάλι. Την καθάριζαν ξανά. Και την έβρισκαν ξανά βρώμικη. Ο δήμαρχος κατέληξε πως «θα το σβήσουμε ξανά και ξανά και όσες φορές χρειαστεί μέχρι να γίνει αντιληπτό ότικάποιες συμπεριφορές η πλειοψηφία πλέον δεν τις ανέχεται».
Σύμφωνοι, υπάρχουν και πιο σημαντικά και επείγοντα ζητήματα στις μέρες μας από την αισθητική. Σύμφωνοι, ο δήμος έχει πολλά πράγματα να λύσει προτού καταπιαστεί με τους τοίχους. Αλλά, από την άλλη, από κάπου δεν πρέπει να αρχίσει; Επέλεξε να ξεκινήσει από τη βολική αισθητική η οποία, σύμφωνα με τον Βασίλη Ραφαηλίδη («Στοιχειώδης αισθητική», Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), είναι «η ηθική του μέλλοντος, επειδή η ηθική του ελληνικού παρόντος είναι η απάτη».
Η Αθήνα, με όλη της τη γοητευτική ασχήμια, μοιάζει να είναι η αντανάκλαση του μίσους της ελληνικής κοινωνίας. Οι τοίχοι της πόλης ξεχειλίζουν από ανερμάτιστες κραυγές αντίδρασης, απόγνωσης και χιούμορ. Υπάρχει ο κύριος που επέλεξε να γράψει «θέλω να πεθάνω», υπάρχει αυτός που έγραψε «Μαντόνα, έρχεται η σειρά σου» μετά τον θάνατο του Μάικλ Τζάκσον, υπάρχουν κάποιοι που είναι είτε ερωτευμένοι είτε ονειροπαρμένοι και γράφουν κάτι λυρικά τσιτάτα του τύπου: «Με απέλυσαν από τη δουλειά αλλά δεν με πειράζει γιατί σε είδα στον ύπνο μου» ή κάποιοι άλλοι που δοκιμάζουν την ποίηση στα ντουβάρια γράφοντας «Σταμάτα να είσαι εγωιστής και πες μου πώς στροβιλίζεσαι». Και υπάρχουν και οι άλλοι που, μακριά από τις φωτεινές εξαιρέσεις έξυπνης αστικής παρέμβασης, μοιάζουν να γράφουν μόνο για να φωνάζουν στο αφτί μας πως η ομορφιά είναι ποινικοποιημένη.
Πριν από λίγες ημέρες ο Banksy, ο πιο διάσημος-απρόσωπος street artist του κόσμου, ανακοίνωσε πως θα «ζωγραφίζει» στη Νέα Υόρκη για τον επόμενο μήνα. Από την πρώτη του δημιουργία ξεκίνησαν οι αντιδράσεις. Κάποιοι ξηλώνουν τα στένσιλ του για να τα πουλήσουν, κάποιοι άλλοι τα μουτζουρώνουν, η Wall Street δεν ενθουσιάστηκε από τον αρουραίο-χαρτογιακά που εμφανίστηκε στα λημέρια της.
Επειδή, όμως, εμείς δεν έχουμε Banksy και ακόμη και αν ερχόταν στην Αθήνα μάλλον δεν θα τον παίρναμε χαμπάρι μέσα στο χάος, πρέπει να αποφασίσουμε πώς θα είναι η πόλη όπου αναγκαστικά μένουμε.Ποιος ξέρει, μπορεί ο μόνος τρόπος να σωθούμε να είναι η αφελής ομορφιά.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ