Απολύτως ασφαλή χαρακτηρίζει την ασπαρτάμη, την ευρύτατα χρησιμοποιούμενη γλυκαντική ύλη από τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών τα τελευταία 30 χρόνια, μία νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Food and Chemical Toxicology.
Η μελέτη (Marinovich M. et al. (2013) Aspartame, low-calorie sweeteners and disease: Regulatory safety and epidemiological issues, Food and Chemical Toxicology Vol. 60, pp. 109-115) έρχεται να επιβεβαιώσει την ασφάλεια της συγκεκριμένης ουσίας, παρά τις αντίθετες απόψεις και έρευνες που κατά καιρούς βλέπουν το φως της δημοσιότητας και θεωρούν την ουσία ύποπτη για πολλές παθήσεις.
Καμία σύνδεση με προβλήματα υγείας
Η μελέτη επικεντρώνεται στη συγκέντρωση και ανάλυση των αποτελεσμάτων παλαιότερων επιδημιολογικών ερευνών που διενεργήθηκαν τα τελευταία 22 χρόνια (Ιανουάριος 1990 –Νοέμβριος 2012) για τη χρήση ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών υλών και, κυρίως, της ασπαρτάμης.
Βάσει των ευρημάτων, οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ασπαρτάμη δεν συνδέεται σε καμιά περίπτωση με την πρόκληση προβλημάτων υγείας, όπως καρδιαγγειακές παθήσεις και νεοπλασίες.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα επιδημιολογικά στοιχεία, η ασπαρτάμη, όπως και κανένα άλλο ολιγοθερμιδικό γλυκαντικό, δεν συνδέεται με την εμφάνιση καρκίνου του εγκεφάλου σε παιδιά και ενήλικες. Επίσης, δεν προέκυψαν στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι η κατανάλωση ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών και ιδίως της ασπαρτάμης συσχετίζεται με την πρόκληση νεοπλασιών του αιμοποιητικού ιστού, όπως το λεύκωμα Hodgkin’s, του στήθους, του προστάτη, του παγκρέατος κ.α.
Σε ό,τι αφορά στους ισχυρισμούς περί πρόκλησης πρόωρου τοκετού από την κατανάλωση ασπαρτάμης, τα συμπεράσματα της έρευνας δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας, διαψεύδοντας κατηγορηματικά την όποια συσχέτιση.
«Αντι-επιστημονικές» οι μελέτες του ινστιτούτου Ramazzini
Οι επιστήμονες που υπογράφουν την έρευνα προχώρησαν, επίσης, σε ενδελεχή ανάλυση των αποτελεσμάτων των αμφιλεγόμενων ερευνών του ιταλικού Ινστιτούτου Ramazzini σχετικά με την τοξικότητα της ασπαρτάμης και τις επιπτώσεις της στη γέννηση όγκων. Στα συμπεράσματά τους υπογραμμίζουν ότι οι έρευνες του ιταλικού ινστιτούτου παρουσιάζουν αφενός σοβαρά μεθοδολογικά ζητήματα, αφετέρου προβλήματα κατά τη διαδικασία επαλήθευσης των αποτελεσμάτων τους και συνεπώς δεν συγκεντρώνουν τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά επιστημονικής εγκυρότητας, ώστε να γίνουν αποδεκτές από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.
Η ασπαρτάμη διασπάται στον οργανισμό κατά τη διαδικασία του μεταβολισμού σε αμινοξέα (ασπαρτικό οξύ, φαινυλαλανίνη) και ίχνη μεθανόλης. Τα μεταβολικά προϊόντα της έχουν κατά καιρούς στοχοποιηθεί για την υποτιθέμενη τοξικότητά τους. Η έρευνα των Marinovich et al. επισημαίνει, επιβεβαιώνοντας παλαιότερες σχετικές μελέτες, ότι τα συστατικά αυτά εμπεριέχονται, επίσης, σε τρόφιμα όπως το κρέας, το άπαχο γάλα, τα φρούτα και τα λαχανικά και, μάλιστα, σε πολύ υψηλότερη ποσότητα από ό,τι στην ασπαρτάμη.
Ο ανθρώπινος οργανισμός χρησιμοποιεί αυτά τα συστατικά ακριβώς με τον ίδιο τρόπο σε τρόφιμα που περιέχουν ασπαρτάμη, όπως και στις υπόλοιπες τροφές. Αναφέρεται δε, χαρακτηριστικά, ότι μια τυπική δίαιτα περιέχει κατά μ.ο. την ημέρα 60 φορές περισσότερο ασπαρτικό οξύ και 35 φορές περισσότερη φαινυλαλανίνη από όσο θα μπορούσε να απελευθερωθεί από την κατανάλωση τροφίμων που περιέχουν ασπαρτάμη, ενώ ένα ποτήρι χυμού ντομάτας αντιστοιχεί σε 6 φορές περισσότερη μεθανόλη από αυτή που προέρχεται από την κατανάλωση ενός αναψυκτικού διαίτης που περιέχει ασπαρτάμη.
Τον Νοέμβριο η απόφαση της EFSA
Εν αναμονή της επικείμενης απόφασης της Ευρωπαϊκής Αρχής για την ασφάλεια των τροφίμων (EFSA) τον ερχόμενο Νοέμβριο σχετικά με τον πρόσφατο επανέλεγχο που διενεργήθηκε για την ασφάλεια της ασπαρτάμης, η μελέτη επισημαίνει ότι δεν συντρέχει λόγος για την αναθεώρηση της υφιστάμενης συνιστώμενης ημερήσιας πρόσληψης ασπαρτάμης (40mg ανά κιλό σωματικού βάρους). Σημειώνεται, ότι η EFSA έχει ήδη επιβεβαιώσει την ασφάλεια της κατανάλωσης ασπαρτάμης από το γενικό πληθυσμό συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, των διαβητικών και των εγκύων και γαλουχουσών γυναικών σε 3 διαδοχικούς ελέγχους την τελευταία δεκαετία (2006, 2009 και 2011). Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι πάσχοντες από την κληρονομική ασθένεια φαινυλκετονουρία.