Πέντε χρόνια μετά το σκάσιμο της «φούσκας» του χρηματοπιστωτικού κλάδου στη Βρετανία, η κυβέρνηση συνειδητοποιεί ότι η διάσωση των τραπεζών είναι πολύ ακριβό σπορ ακόμη και για μία από τις ισχυρότερες οικονομίες, η οποία όμως δεν έχει καταφέρει ακόμη να απεγκλωβιστεί από το τούνελ της ύφεσης.
Ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον δέχεται πανταχόθεν πιέσεις προκειμένου να υιοθετήσει άμεσα μια στρατηγική εξόδου από τη Royal Bank of Scotland (RBS) και τη Lloyds Banking Group, στο Λονδίνο όμως γνωρίζουν ότι κάθε απόφαση θα έχει και το αντίστοιχο πολιτικό κόστος. Με ορίζοντα τις εκλογές του 2015, τα δύο κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού (Συντηρητικοί και Φιλελεύθεροι Δημοκράτες) διστάζουν να πουλήσουν το μερίδιο του Δημοσίου στις δύο διασωθείσες τράπεζες καθώς αυτό θα ήταν εξαιρετικά ασύμφορο στις τρέχουσες συνθήκες. Αν η κυβέρνηση ενδώσει στις «συστάσεις» της Τράπεζας της Αγγλίας αλλά και παραγόντων του Σίτι, τότε στην πραγματικότητα θα μετακυλίσει το κόστος μιας εσπευσμένης εξόδου από τον χρηματοπιστωτικό κλάδο στις πλάτες των φορολογουμένων. Ασφαλώς η απόφαση αυτή θα ήταν (πολιτικά) καταστροφική για τους Συντηρητικούς.
Το πακέτο διάσωσης ύψους 45 δισ. στερλινών (53 δισ. ευρώ) που είχε λάβει ο όμιλος RBS το 2008 είχε δικαιολογηθεί με το σκεπτικό ότι σύντομα η τράπεζα θα απομακρυνθεί από το χείλος του γκρεμού και έτσι, όταν θα περάσει ξανά σε χέρια ιδιωτών, θα προκύψει οικονομικό όφελος για το Δημόσιο. Το σενάριο αυτό όμως δεν φαίνεται υλοποιήσιμο στο ορατό μέλλον. Το πρώτο τρίμηνο του έτους έκλεισε με μικρά κέρδη, η διοίκηση όμως ανακοίνωσε την περικοπή 1.400 θέσεων εργασίας προκειμένου να διατηρηθεί σε ανοδική πορεία ο όμιλος και το επόμενο διάστημα. Η κυβέρνηση είχε αγοράσει το 81% των μετοχών της τράπεζας με μέση τιμή 5,02 στερλίνες, ενώ σήμερα η τιμή διαπραγμάτευσής τους κυμαίνεται λίγο κάτω από τις 3 στερλίνες. Για τη Lloyds η συγκυρία είναι κάπως καλύτερη καθώς η τιμή της μετοχής της κυμαίνεται κοντά στην τιμή αγοράς από το βρετανικό Δημόσιο το 2009. Και στις δύο περιπτώσεις όμως η πιθανή πώληση μεριδίου μετοχών σε ιδιώτες θα συνεπαγόταν ζημιές δισεκατομμυρίων για τους φορολογουμένους.
Το χειρότερο είναι ότι δίπλα στις δύο προβληματικές τράπεζες μαζεύονται πλέον και άλλα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα, όπως η Co-operative Banking Group, η οποία έχει λυγίσει από το βάρος των ζημιών που συνδέονται με τα στεγαστικά δάνεια. Η διοίκηση της τράπεζας διαψεύδει τη φημολογούμενη κρατική διάσωση, ο μητρικός όμιλος όμως έχει αφήσει να εννοηθεί ότι εξετάζει «απεμπλοκή» από τις «προβληματικές δραστηριότητες».
Σε κάθε περίπτωση το βάρος των τραπεζών έχει αποδειχθεί δυσβάσταχτο για τη βρετανική οικονομία. Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων της RBS ξεπερνά τα 1,9 τρισ. στερλίνες, το ΑΕΠ της χώρας, που διάγει παρατεταμένη περίοδο ύφεσης με μικρά διαλείμματα οριακής ανάκαμψης, ανέρχεται σε 1,4 τρισ. στερλίνες. Την ίδια στιγμή η Επιτροπή Χρηματοοικονομικής Πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το σύνολο του κλάδου αναφέροντας στην τελευταία έκθεσή της ότι απαιτείται ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών κατά 25 δισ. στερλίνες. Ο απερχόμενος διοικητής της Τράπεζας Μέρβιν Κινγκ χαρακτήρισε «ανόητη» την πολιτική της αποστασιοποιημένης διοίκησης των τραπεζών που ακολούθησε το Λονδίνο τα προηγούμενα χρόνια προτείνοντας τη γνώριμη συνταγή της διάσπασης της RBS σε «καλή» και «κακή» τράπεζα προκειμένου η πρώτη να περάσει σε χέρια ιδιωτών. Το σενάριο αυτό έσπευσε να επικροτήσει ο επικεφαλής της RBS Στίβεν Χέστερ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ