Η εμπειρία της εργασίας σε μια από τις μεγαλύτερες κλινικές Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής της Μεγάλης Βρετανίας , πέρα από τα αυτονόητα οφέλη σε κλινική και ακαδημαϊκή εμπειρία , επιτρέπει την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων που αφορούν στη λειτουργία και οργάνωση μιας τέτοιας Κλινικής.
Καταρχάς, αυτό που είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο , είναι το γεγονός ότι στη χώρα μας , λείπει αισθητά η ύπαρξη μιας ρυθμιστικής και ελεγκτικής Αρχής, όπως η αντίστοιχη HFEA (Human Fertilization Embryology Authority). Μια τέτοια Αρχή, όχι μόνο θα επέτρεπε τον έλεγχο και την αποφυγή αθέμιτων ενεργειών (όπως π.χ. η εμβρυομεταφορά πάνω από 3-4 έμβρυα ανά κύκλο , στην προσπάθεια επίτευξης απλά ενός «θετικού τεστ κύησης» και της επακόλουθης , τάχα, επαγγελματικής καταξίωσης , χωρίς βέβαια πραγματικό ενδιαφέρον για τη συνεισφορά στη δημιουργία μιας ευτυχισμένης οικογένειας και σε αυτό το δείκτη επιτυχίας ενός κύκλου θεραπείας που στη Μεγάλη Βρετανία αποκαλείται “Take home baby” ) αλλά θα συντελούσε και στην αποκομιδή πολλαπλών δημοσιονομικών οφελών για το κράτος (από έλεγχο π.χ. της χορήγησης των ιδαίτερα ακριβών φαρμάκων εξωσωματικής).
Σε στενή συνάρτηση με τα παραπάνω , βρίσκεται και η απουσία ελέγχου των , ακόμα και σήμερα- στο τραγικό μακροοικονομικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε- , πάρα πολλών κέντρων εξωσωματικής που δραστηριοποιούνται τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη). Όταν στη Μεγάλη Βρετανία, π.χ. καταξιωμένος Καθηγητής παίρνει αναρρωτική άδεια , ακόμα και για μικρό χρονικό διάστημα π.χ. 2-3 μηνών, πρέπει εν συνεχεία να υποβληθεί σε έλεγχο των κλινικών του δεξιοτήτων προτού μπορέσει να ασκήσει ξανά κλινική δράση. Αντίθετα στη χώρα μας, στην Ελλάδα του “ότι δηλώσεις είσαι” , γυναικολόγοι που απλά έχουν λάβει την ειδικότητα, χωρίς καμμία περαιτέρω εξειδίκευση , μπορούν χωρίς κανένα πρόβλημα , “στου κασίδη το κεφάλι” , να ασκήσουν την υποειδικότητα της Γυναικολογικής Ενδοκρινολογίας και Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής. Εδώ βέβαια πρέπει να σημειωθεί και η ανεπαρκής παρέμβαση των κατά τόπους Ιατρικών Συλλόγων, που αντί να νοιάζονται για την προάσπιση των δικαιωμάτων των ασθενών στη λήψη ποιοτικών υπηρεσιών υγείας (και στον τομέα της εξωσωματικής γονιμοποίησης ) παραμένουν προσυλωμένοι στην προάσπιση αποκλειστικά συντεχνιακών δικαιωμάτων, “κοιτώντας το δέντρο και χάνοντας το δάσος”.
Εξάλλου, κάτι που είναι εύκολα προσδιορίσιμο αλλά και κοινά παραδεκτό στους ακαδημαΙκούς κύκλους, είναι το λυπηρό γεγονός ότι σε διάφορες πανεπιστημιακές κλινικές, τις θέσεις των επιστημονικών υπευθύνων των τμημάτων Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής καταλαμβάνουν άτομα που δεν έχουν καμμία σχέση με την υποειδικότητα της Γυναικολογικής Ενδοκρινολογίας. Αυτό είναι ένα φαινόμενο πρωτοφανές όχι σε πανευρωπαϊκό αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, που τελικά ωθεί το υπογόνιμο ζευγάρι, “με το έτσι θέλω” , στην αναζήτηση υπηρεσιών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σχεδόν αποκλειστικά σε ιδιωτικά κέντρα και κλινικές.
Επειδή στη χώρα μας έχουμε το προνόμιο της ύπαρξης καλών επιστημόνων αλλά και υλικοτεχνικών υποδομών, καλό είναι όλοι οι ασχολούμενοι με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή – αλλά και τα θεσμικά όργανα- να επιδεικνύουμε σοβαρότητα και υπευθυνότητα , κάνοντας χρήση όλων των όπλων που μας προσφέρει η «κλινικώς τεκμηριωμένη ιατρική» (“evidence based medicine”) , αποφεύγοντας μεθόδους και θεραπευτικά πρωτόκολλα που μπορεί να αποβούν επικίνδυνα για τη γυναίκα και το έμβρυο.
Με αυτόν τον τρόπο , θα καταφέρουμε πράγματι να αξιοποιήσουμε το φάσμα των επιστημονικών καινοτομιών της επιστήμης της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και να συντελέσουμε στο αυτονόητο: τη δημιουργία μιας ευτυχισμένης Ελληνικής οικογένειας.