Ο πλούτος των κρατών του Περσικού Κόλπου σε πετρέλαιο δεν τα εμποδίζει να επενδύουν σε ανανεώσιμες πηγές. Οπως μεταδίδει η ελληνική υπηρεσία της γερμανικής Deutshe Welle, επιχειρείται μία μικρή «πράσινη» ενεργειακή στροφή αλλά και καλλιέργεια οικολογικού προφίλ, ασφαλώς «με το αζημίωτο», δηλαδή με επιχειρηματικό όφελος.
Στη μέση της ερήμου, 140 χλμ. έξω από το Αμπού Ντάμπι, την πρωτεύουσα του ομώνυμου αραβικού εμιράτου, οχήματα καθαρίζουν τακτικά τις φωτοβολταϊκές πλάκες του εργοστασίου SHAMS1. Πρόκειται για την πρώτη μονάδα παραγωγής ηλιακής ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή. Η παραγωγή του υπολογίζεται να καλύψει σύντομα τις ενεργειακές ανάγκες 20.000 νοικοκυριών.
Το Αμπού Ντάμπι φιλοδοξεί να καλύψει έως το 2020 το 7% των συνολικών του ενεργειακών απαιτήσεων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το γειτονικό Ντουμπάι στοχεύει στο 5%, το Κατάρ -ο μεγαλύτερος εξαγωγέας υγροποιημένου φυσικού αερίου παγκοσμίως- θέλει μέχρι το 2030 να καλύψει το 20% των αναγκών του με ανανεώσιμες πηγές, ενώ ο γίγαντας των εξαγωγών πετρελαίου Σαουδική Αραβία στοχεύει στο κάλυψη του 1/3 μέχρι το 2032.
Προετοιμασία για το τέλος της πετρελαϊκής εποχής
Πριν από δύο χρόνια ιδρύθηκε ο Διεθνής Οργανισμός Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IRENA) με έδρα το Αμπού Ντάμπι. Η επιλογή της έδρας του νεοσύστατου οργανισμού δεν είναι τυχαία, σύμφωνα με τον αναπληρωτή διευθυντή του. Μιλώντας στην Deutshe Welle, ο Φρανκ Βάουτερς εκτίμησε ότι κατά πρώτον το Αμπού Ντάμπι προετοιμάζεται κατά αυτόν τον τρόπο εγκαίρως για το τέλος της εποχής του πετρελαίου, στέλνοντας ταυτόχρονα ένα μήνυμα στα υπόλοιπα κράτη διεθνώς.
Όπως σημειώνει ο Βάουτερς, οι επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι εξαιρετικά συμφέρουσες από οικονομική σκοπιά για τη συγκεκριμένη περιοχή. Για παράδειγμα, η Σαουδική Αραβία αναγνώρισε -όπως υπογραμμίζει ο Βάουτερς- ότι είναι ασύγκριτα πιο δαπανηρό να καίει πετρέλαιο -όταν ένα βαρέλι ξεπερνά σε αξία τα 100 δολάρια στην παγκόσμια αγορά- από το να εκμεταλλευθεί την έντονη ηλιοφάνεια.
Την άποψη του Βάουτερς ενισχύει και ο Άλαν Γουόκερ, εκτελεστικός διευθυντής του ομίλου Masdar Investment στο Αμπού Ντάμπι. Ο Γουόκερ παραδέχεται ότι οι επενδύσεις στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας εξυπηρετούν φυσικά και την καλλιέργεια ενός οικολογικού ίματζ σχολιάζοντας με νόημα ότι «επενδύω σε κάτι, επειδή οι χρηματοδότες μου θέλουν να δουν απόδοση του κεφαλαίου τους».Οι χώρες του Κόλπου έχουν σήμερα το μεγαλύτερο επίπεδο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) κατά κεφαλήν. Όπως εξηγεί ο Μπάντερ Αλ Λάμκι, διευθυντής του τομέα Clean Energy Business του ομίλου Masdar στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, «είμαστε ένα νεαρό κράτος, θέλουμε να αναπτυχθούμε και αυτό απαιτεί πολλή ενέργεια».
Το Αμπού Ντάμπι σχεδιάζει αφενός να μειώσει την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος λαμβάνοντας μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης ενώ αφετέρου στοχεύει στη διεύρυνση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
«Κοιτάμε στο μέλλον και βλέπουμε ότι τα ορυκτά αποθέματα λιγοστεύουν. Αντιθέτως, οι ανανεώσιμες πηγές θα αναπτυχθούν» υπογράμμισε στη DW ο Μπάντερ Αλ Λαμκί, τονίζοντας ότι ο τομέας των ανανεώσιμων πηγών θα προσφέρει πολλές θέσεις εργασίας και δυνατότητες εκπαίδευσης στις ερχόμενες γενιές.
«Ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς…»Ο επιχειρηματικός όμιλος Masdar ωστόσο, δεν περιορίζει τις επενδυτικές του κινήσεις στο συγκεκριμένο τομέα μόνο στο εσωτερικό του Αμπού Ντάμπι, αλλά απλώνει τα επενδυτικά του δίχτυα και στο εξωτερικό. Ο όμιλος Masdar επενδύει για παράδειγμα στην κατασκευή φωτοβολταϊκών μονάδων στην Ισπανία και συνέβαλε με το 20% των κεφαλαίων στην κατασκευή του μεγαλύτερου υπεράκτιου αιολικού πάρκου London Array στα ανοιχτά των βρετανικών ακτών.
Η επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το κλίμα Κόνι Χέντεγκααρντ διακρίνει προόδους των χωρών του Κόλπου στην κατεύθυνση της ενεργειακής στροφής. «Όταν ανακοίνωσε η Σαουδική Αραβία ότι θέλει να παράγει το 32% της ενέργειάς της από ανανεώσιμες πηγές, πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι άκουσαν λάθος», δήλωσε στη DW η ευρωπαία επίτροπος.
Σχολιάζοντας, τέλος, τις κινήσεις των χωρών του Κόλπου στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η Χέντεγκααρντ σημείωσε ότι «το θεωρώ πολύ ενθαρρυντικό. Ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς, ωστόσο μέσα σε λίγα μόνο χρόνια έχουν αλλάξει πάρα πολλά».