Η βελγική Δικαιοσύνη απέρριψε το αίτημα να αφεθεί ελεύθερος υπό παρακολούθηση με ηλεκτρονικό βραχιόλι ο Βέλγος παιδεραστής και δολοφόνος Μαρκ Ντιτρού, κυρίως λόγω του κινδύνου υποτροπής του «πιο μισητού» ανθρώπου στο Βέλγιο.
Το αρμόδιο δικαστήριο στις Βρυξέλλες αιτιολόγησε την απόφασή του επικαλούμενο την «έλλειψη προοπτικής επανένταξης» του Μαρκ Ντιτρού, καταδικασθέντος σε ισόβια κάθειρξη το 2004, που είχε ζητήσει να του επιτραπεί να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του κατ’ οίκον υπό ηλεκτρονική επίβλεψη.
«Δεν υπάρχει λόγος να ισχύσει ένα μέτρο επίβλεψης με ηλεκτρονικό βραχιόλι» δήλωσε η πρόεδρος του δικαστηρίου κατά την έκδοση της ετυμηγορίας ενώπιον περίπου 50 Βέλγων και ξένων δημοσιογράφων.
Το δικαστήριο, το οποίο στηρίχθηκε στις αρνητικές γνωμοδοτήσεις των ψυχιάτρων, των σωφρονιστικών αρχών και της εισαγγελίας, υπογράμμισε το θέμα της «απουσίας προοπτικής επανένταξης» του Ντιτρού.
Έκρινε αναξιόπιστο το σχέδιο επανένταξης του 56χρονου Ντιτρού στηριζόμενο σε πολλά σημεία: την έλλειψη σοβαρού επαγγελματικού σχεδίου -θέλει να γίνει υδραυλικός ή ανεξάρτητος φανοποιός- όπως και ενδεχόμενου τόπου διαμονής, το οποίο εγκυμονεί τον κίνδυνο να ενοχλήσει τα θύματα και τις οικογένειές τους, και τον κίνδυνο υποτροπής του.
Η ίδια η μητέρα του Ντιτρού, με την οποία δεν έχει πλέον επαφή, δήλωσε κατηγορηματικά αντίθετη σε οποιαδήποτε αποφυλάκιση του γιου της.
«Είμαι σίγουρη ότι θα αρχίσει πάλι [τα ίδια]. Δεν έχει καμία αίσθηση της πραγματικότητας» σημειώνει η ίδια σε συνέντευξή της στο περιοδικό Le Soir, στην οποία προσθέτει ότι ο γιος της τής είχε πει ότι θα «την σκοτώσει, όπως και τον πατέρα του, για να τους κληρονομήσει πιο γρήγορα».
Ο Ντιτρού καταδικάστηκε σε ισόβια για την απαγωγή και τον βιασμό έξι κοριτσιών, και τη δολοφονία τεσσάρων εξ αυτών, τη χρονική περίοδο μεταξύ Ιουνίου του 1995 και Αυγούστου του 1996.