Συμπαθέστατος! και τα φαγητά του, πρώτης τάξεως. Αφράτα κεφτεδάκια, τηγανητές πατάτες πολυτελείας (δηλαδή κανονικές, είδος το οποίο ενίοτε υπερτιμολογείται), «μουσακάς αέρινος» (όπως είχε γράψει γνωστός γευσιγνώστης, και μη ρωτάτε τι σημαίνει αυτό ούτε πώς γίνεται), κολοκυθάκια τηγανητά… Στο τέλος, «ρακή παραγωγής μου και ξεροτήγανα της γυναίκας μου, όχι από τα έτοιμα με τα παλιόμελα», κερασμένα. «Θέλω να τον παντρευτώ» έσκυψε στο αφτί μου ξελιγωμένη από τα μέλια και από την ευγένειά του η Ρένα. «Και τη γυναίκα του τι θα την κάνετε;». «Δεν θα τη διώξουμε, θα παραμείνει στην κουζίνα».
Γελάσαμε και ζητήσαμε τον λογαριασμό. Ο οποίος μάς επιφύλασσε μία ευχάριστη και μία δυσάρεστη έκπληξη: η ευχάριστη αφορούσε τα ελάχιστα χρήματα που πληρώσαμε, η δυσάρεστη την παραδοσιακή τακτική «δεν δίνω απόδειξη». «Να ζητήσω;» ρώτησε ο Στέλιος. «Ασε, ας μη χαλάσουμε το κλίμα» τον πρόλαβε η Μαρία. Σηκωθήκαμε, οι μισοί ζαλισμένοι (από τα οινοπνεύματα), οι άλλοι μισοί εκνευρισμένοι που «αυτή η νοοτροπία δεν θα αλλάξει ποτέ».
Τελικά είχε χαλάσει το κλίμα, καθώς βρεθήκαμε να συζητάμε πάλι τα ίδια: περί φοροδιαφυγής και αποδείξεων, περί τού πόσο ηλίθιοι είμαστε εμείς που τα δηλώνουμε όλα και πόσο έξυπνοι οι άλλοι που κλέβουν εντέχνως και… ατέχνως το κράτος, περί της αποτελεσματικής τακτικής ορισμένων εστιατόρων που σου πουλάνε συμπάθεια και οικειότητα («τι να κεράσω τα παιδιά;», «αυτά από εμένα» κλπ.) για να σε «μπλοκάρουν» και να μην απαιτείς στο τέλος την απόδειξη που δεν προτίθενται να σου δώσουν. Μιλώντας, φτάσαμε ως το βαρκάκι που θα μας περνούσε απέναντι. Είκοσι οκτώ ευρώ η ταρίφα, και όσο είδατε απόδειξη εσείς, άλλο τόσο είδαμε και εμείς. Παρόμοια η κατάσταση και στο ζαχαροπλαστείο όπου καθήσαμε για καφέ.
Μέσα σε τρεις ώρες, παρατήρησα, ξοδέψαμε πάνω από 200 ευρώ (ήμασταν πολύ μεγάλη παρέα) και δεν πήραμε στο χέρι ούτε μία απόδειξη. Την ίδια στιγμή, η εκδρομή μας, κατά τη διάρκεια της οποίας θα αφήναμε πίσω εντάσεις και προβλήματα, είχε καταλήξει σε μια συζήτηση γεμάτη ένταση και εκνευρισμό, για «τους κλέφτες, τους ψεύτες, τους αλήτες»…
Ναι, όλοι είχαν αναρτήσει την περίφημη ανακοίνωση «Αν δεν κόψω απόδειξη, ο πελάτης μπορεί να φύγει χωρίς να πληρώσει», κοροϊδεύοντας έτσι κατά πρόσωπο την (αφελή ή ανίκανη;) πολιτική ηγεσία που βρήκε αυτόν τον ανόητο τρόπο για να ελέγξει τη φοροδιαφυγή. Την ανήρτησαν κλείνοντας την ίδια στιγμή πονηρά το μάτι στον καταναλωτή, τον οποίο κάνουν συμμέτοχο στην κομπίνα τους. Πώς; Πετώντας του ένα κομμάτι δωρεάν καρυδόπιτα για επιδόρπιο. Ετσι, συμμέτοχος γίνομαι κι εγώ, έχοντας απόλυτη συνείδηση αυτού που γράφω: Αφού ζήτησα αρκετές φορές απόδειξη προκαλώντας εντάσεις και δυσαρέσκειες (το ένιωσα το μίσος του εστιάτορα να αχνίζει πάνω από το τραπέζι μου, την ένιωσα την κατάρα του να καρφώνεται σαν μαχαίρι στην πλάτη μου την ώρα που έφευγα), αποφάσισα όποτε μου τη δίνουν να τη δέχομαι και όποτε σφυρίζουν κλέφτικα να σφυρίζω κι εγώ μαζί τους. Γι’ αυτό δεν αντέδρασα ούτε κατά τη διάρκεια της εκδρομής μας, όπως θα έκανα παλαιότερα. Γιατί δεν είναι δουλειά μου να διεκδικώ τα αυτονόητα. Εκείνα που το κράτος, αντί να μου τα εξασφαλίζει, με «υποχρεώνει» να τα ζητιανεύω σε κάθε βήμα μου, από τον έμπορο, από τον μάγειρο, από τον ταξιτζή, από τον ψιλικατζή.
Κύριοι, ελέγξτε τους! Σταματήστε να κρύβεστε πίσω από νεοαναρτημένες ανακοινώσεις και εύκολα λογύδρια περί ευθύνης (και) του πελάτη και κάντε επιτέλους σωστά τη δουλειά σας: κλείστε για έναν, δύο, τρεις, έξι μήνες τα εστιατόρια εκείνων που φοροδιαφεύγουν, αφαιρέστε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος από τον βαρκάρη που δεν κόβει εισιτήριο, κάντε το ίδιο με τον απατεώνα ταξιτζή… Τιμωρήστε τους πραγματικούς ενόχους με πραγματικές ποινές, ακόμη και αποσύροντάς τους για πάντα από την αγορά.
Μην πετάτε, όμως, το μπαλάκι στον ήδη καταληστευμένο καταναλωτή, ζητώντας του να καταγγέλλει και να τσακώνεται όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, επειδή εσείς δεν τολμάτε να συγκρουστείτε με συντεχνίες και συμφέροντα! Ενας τέτοιος καταναλωτής έχω υπάρξει και εγώ. Που διεκδίκησα ξανά και ξανά την απόδειξή μου, που επέλεξα συνειδητά να γυρίσω την πλάτη στο «αν δεν θέλετε απόδειξη, θα σας κάνω καλύτερη τιμή», που πάντα πίστευα ότι όλοι πρέπει να τα δηλώνουμε όλα. Ομως νισάφι. Από το να βρίσκομαι διαρκώς σε εμπόλεμη κατάσταση και από το να είμαι ο κακός της υπόθεσης, επιλέγω πλέον να κάνω το κορόιδο.
Θα πληρώσω κάτι παραπάνω την ώρα της φορολογίας, ορισμένοι θα εξακολουθήσουν να βγάζουν λεφτά στην πλάτη μου χωρίς εγώ να έχω κανένα όφελος, χαρακτηρίζοντάς με κορόιδο, αλλά τουλάχιστον θα γλιτώσω από την καθημερινή φθορά τού «δεν μου έφερε απόδειξη, να ζητήσω ή όχι; Και πώς να ζητήσω, χαμογελαστά ή με έντονο ύφος; Μήπως τον εκνευρίσω; Να φύγω ή να επιμείνω;». Ούτε θα φεύγω ούτε θα επιμένω. Θα κάνω τη δουλειά μου, μέρος κι εγώ του διεφθαρμένου συστήματος. Οχι από ιδεολογία, καθαρά για λόγους επιβίωσης και προσωπικής ηρεμίας.