Ο αντισημιτισμός δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο αλλά αριθμεί σχεδόν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Η Εξοδος του λαού του Ισραήλ από την Αίγυπτο τον 13ο π.Χ. αιώνα έχει χαρακτηρισθεί το πρώτο πογκρόμ. Ωστόσο το μέγα ζήτημα του αντισημιτισμού στην Ευρώπη και ο βαθμιαίος εκφυλισμός του φαινομένου από τις οξύτερες μορφές του στην K. Ευρώπη σε ηπιότερες όπως αυτές στον χώρο των Βαλκανίων ερευνώνται συστηματικά μόλις τα τελευταία χρόνια μετά παρέλευση μισού και παραπάνω αιώνα αφότου μεσολάβησε η μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία του ανθρώπου, το Ολοκαύτωμα.

Είναι γεγονός ότι, με εξαίρεση τη Ρουμανία και την Κροατία, όπου ο αντισημιτισμός είχε τα ίδια βάναυσα χαρακτηριστικά με εκείνον της K. Ευρώπης, στα Βαλκάνια ήταν σαφώς ηπιότερος. Μια πρώτη ερμηνεία που μπορεί να δοθεί είναι ότι ο οργανωμένος κρατικός ή παρακρατικός αντισημιτισμός που προηγήθηκε του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και καλλιεργήθηκε στην εικοσαετία του Μεσοπολέμου βασιζόταν σε πρότυπα κοινωνιών με βαθιά θεμελιωμένα anciens régimes και φεουδαλικό παρελθόν, χαρακτηριστικά που απουσίαζαν εν γένει από το βαλκανικό περιβάλλον. Αντίθετα, κοινωνίες χωρίς αριστοκρατία αλλά με αστικές εμπορικές ελίτ, όπως ακριβώς υπήρξε η ελληνική, πρέσβευαν αρχές οι οποίες σε γενικές γραμμές τις προφύλαξαν από την καταστροφική μετάδοση της αντισημιτικής νόσου που έπληξε την Ευρώπη τον 20ό αιώνα.

Αδιάψευστη απόδειξη, η σειρά μέτρων νομοθετικού περιεχομένου που η κυβέρνηση Βενιζέλου έλαβε αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης για την εκπαίδευση των εβραιοπαίδων και τη θεσμική εκπροσώπηση του πλειοψηφούντος εβραϊκού πληθυσμού. Η κατάργηση της αργίας του Σαββάτου και η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 που κατέστρεψε τα 3/4 της πόλης και άφησε 70.000 αστέγους επισκίασαν την ιστορική δήλωση του έλληνα ΥΠΕΞ Ν. Πολίτη υπέρ ιδρύσεως ανεξάρτητου κράτους στην Παλαιστίνη ακριβώς έξι μήνες (Ιούλιος του 1917) πριν από τη διακήρυξη Μπάλφουρ (Δεκέμβριος του ιδίου έτους). Μεγαλύτερη και μοναδική στα χρονικά αντισημιτική εκδήλωση, όμως, που ανάγκασε τις αρχές να λάβουν μέτρα για να μην επαναληφθούν παρόμοια έκτροπα, ήταν η πυρκαγιά του 1931, που έκαψε μεγάλο μέρος του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ, για την οποία ευθυνόταν η περιβόητη οργάνωση 3Ε (Εθνική Ενωσις Ελλάς). Ωστόσο, όπως μετέδιδε από Ελλάδα ο βρετανικός Τύπος (ΑΠ 138, πρεσβευτής Χ. Ι. Σιμόπουλος από Λονδίνο, 21 Ιουνίου 1937), θετική εντύπωση ποιούσαν η απόφαση του τότε υπουργού Παιδείας Γεωργακόπουλου για τον σχηματισμό Ομοσπονδίας των εν Ελλάδι Ιουδαϊκών Κοινοτήτων, η επιχορήγηση των εβραϊκών σχολείων, η απαγόρευση αντισημιτικών δημοσιευμάτων υπό Μεταξά (ΑΠ 1006, 9 Απριλίου 1937) και η διαβεβαίωση του τελευταίου ότι «πρόγραμμα της Ελληνικής Κυβερνήσεως είναι να καταργήση πάσαν φυλετικήν ή θρησκευτικήν διάκρισιν» και ότι «οι εν Ελλάδι Ισραηλίται δύνανται να βασίζωνται επ’ εμού ότι θα υπερασπίσω τα δίκαιά των» (ΑΠ 2504, 4 Σεπτεμβρίου 1937).
Βεβαίως η οδυνηρή πραγματικότητα που ακολούθησε σάρωσε τα πάντα, αλλά σήμερα, όταν κατ’ εξοχήν ένοχα κράτη, που μάλιστα ευθύνονται για ελληνικές απώλειες, όπως αυτή των εβραίων μας από τη βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία και Θράκη, οι οποίοι πρώτοι εκτοπίστηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα, ή των εβραίων της Τουρκίας και των ελλήνων εμπόρων που, μεσούντος του πολέμου και χωρίς η Τουρκία μάλιστα να συμμετέχει σε αυτόν, εξοντώθηκαν εξαιτίας του κεφαλικού φόρου στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας του Ερζερούμ, την ίδια στιγμή που η γείτων ξέπλενε στις τράπεζές της τον κλεμμένο χρυσό των ναζί, ή των εβραίων της Σερβίας που εξοντώθηκαν σε θαλάμους αερίων στο στρατόπεδο Στάρο Σάμιτσε μέσα στο Βελιγράδι, διαγκωνίζονται στην απόσειση των ευθυνών τους, η μνήμη μας δεν πρέπει να ατονεί. Η συμμετοχή της χώρας μας σε διεθνείς οργανισμούς όπως ο ITF για τη διδασκαλία και μνήμη του Ολοκαυτώματος, στον οποίο έγινε πρόσφατα μέλος η Σερβία και βρίσκονται ήδη στον προθάλαμο η Τουρκία και τα Σκόπια, είναι συνέχεια και συνέπεια της πάγιας πολιτικής της να αντιμετωπίζει με εντιμότητα και δικαιοσύνη ζητήματα του παρελθόντος που μπορούν να σταθούν οδηγός για τις νεότερες γενεές.

Το Δημόσιο, οι «καταδότες» και οι «προδομένοι»
Η αλήθεια για τις περιουσίες των θυμάτων
Είναι λυπηρό ότι στη χώρα μας η έρευνα, αντί να προσπαθεί να αποκαθιστά την αλήθεια, επιδίδεται με εκκωφαντικά επιχειρήματα στην κατασκευή της. Ο εντυπωσιασμός και η νεωτερικότητα όμως δεν ταιριάζουν σε θέματα όπως το Ολοκαύτωμα. Ούτε είναι δυνατόν οι ιστορικοί να τοποθετούνται με ερωτήματα στην κοινωνία, χωρίς μάλιστα να απαντούν σε αυτά. Ετσι το ερώτημα «πώς είναι δυνατόν οι Ελληνες να έσωσαν εβραίους συμπολίτες τους ενώ τελικά αφανίστηκε το 86% του εβραϊκού πληθυσμού της χώρας, ενώ στη Γαλλία χάθηκε μόνο το 25%;» αγνοεί (στη χειρότερη περίπτωση, θέλει να αγνοεί) όχι μόνο την πραγματική αναλογία των αριθμών (η Γαλλία αριθμεί 77.320 θύματα εβραίων της και η Ελλάδα 67.151) αλλά και τις ιδιαίτερες παραμέτρους των δύο χωρών: στη μεν Θεσσαλονίκη, λ.χ., που η ισραηλιτική κοινότητα κυριολεκτικώς αποδεκατίστηκε, όχι μόνο εξαιτίας της ευπείθειας του ραβίνου της στις υποσχέσεις των ναζί κατακτητών αλλά και του γεγονότος ότι ήταν συγκεντρωμένη σ’ έναν κλειστό γεωγραφικό χώρο, αναφέρθηκε ήδη από το 1929 ο σιωνιστής γάλλος δικηγόρος Φερνάρδος Κοκόζ επισκεπτόμενος την Ελλάδα προκειμένου να συμμετάσχει στην επιτροπή μειονοτήτων του Συνεδρίου της Ειρήνης. Οπως μετέδιδε το Γραφείο Τύπου Θεσσαλονίκης (Κανναβός ΑΠ 100, 5 Οκτωβρίου 1929), ο γάλλος επισκέπτης, «συγκρίνας Ισραηλίτας Γαλλίας με Ισραηλίτας Θεσσαλονίκης, φέρεται ειπών ότι ενταύθα Ισραηλίται έζησαν και ζώσιν μέχρι σήμερον αν όχι συσσωματωμένοι, τουλάχιστον εν διαρκεί επαφή, ενώ εβραίοι Γαλλίας είναι διεσκορπισμένοι. Τελευταίοι ούτοι δεν επικοινωνούσι μεταξύ των. Ενώ η διακήρυξις Μπάλφουρ έκαμε παρ’ υμίν (ενν. τους Ισραηλίτες Ελλάδος) να αναγεννηθεί ελπίς εις καρδίας όλων, εν Γαλλία διήλθεν απαρατήρητος».
Ενα ακόμη εν μέσω άλλων ατυχών επιχειρημάτων σε βάρος όχι μόνο της πολιτικής της χώρας μας αλλά της ιδίας της Ιστορίας και εν τέλει της αλήθειας, που παραμένει αδιαπραγμάτευτος στόχος της επιστήμης, είναι και αυτό που πρόσφατα δημοσιεύθηκε σε φύλλο του ημερήσιου Τύπου και προέρχεται από τους ίδιους κύκλους ιστορικών: «Μελετώντας τα φύλλα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως ανακάλυψα ότι υπήρξε κατοχική υπουργική απόφαση του υπουργείου Οικονομικών κατά την οποίαν όποιος κατέδιδε εβραίους επί Κατοχής αμειβόταν με το 10% της περιουσίας του καταδιδόμενου Ισραηλίτη… δηλαδή, του προδομένου». Είναι προφανές ότι ο φερόμενος ισχυρισμός ανήκει σε άτομο που αγνοεί την ερμηνεία της ελληνικής νομικής γλώσσας, αφού ο δήθεν καταδότης δεν είναι παρά ο καταδίδων, ο μεσεγγυούχος δηλαδή που επέστρεφε (κατέδιδε) στο Δημόσιο την περιουσία που ο γερμανός κατακτητής είχε αναθέσει να διαχειρίζεται μετά τον εκτοπισμό των θυμάτων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το περίφημο 10% για το οποίο γίνεται λόγος –και που ο νόμος Παπανδρέου υποβίβασε στο μόλις 5% –δεν ήταν παρά το ποσοστό που, σύμφωνα με την ως τότε ισχύουσα ελληνική νομοθεσία, αφορούσε γενικώς τη διαχείριση περιουσιών τρίτων.
Τηρουμένων των αναλογιών περί οικονομικών δυσχερειών που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας, αξίζει να υπομνησθεί το γεγονός ότι μόλις προ διετίας λύθηκε ένα ακόμη ζήτημα που παρέμενε επί δεκαετίες σε εκκρεμότητα και αφορά την αποζημίωση αντί 10 εκατ. ευρώ της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης για την καταστροφή του ισραηλιτικού νεκροταφείου της πόλης από τους ναζί.

Εύσημα…
Με νόμο της κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου, απεδόθησαν οι περιουσίες σε όσους επέζησαν ή στους κληρονόμους τους ή, εφόσον αυτοί δεν υπήρχαν, στον Οργανισμό Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών. Ενδεικτικό της καθολικής αποδοχής σε παγκόσμιο επίπεδο που είχε η στάση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθεσίας ενώ η ίδια διήνυε περίοδο εξαιρετικής οικονομικής δυσπραγίας, με το σύνολο του πληθυσμού να λιμοκτονεί, είναι το δημοσίευμα των «New York Times» στις 31 Ιανουαρίου 1948 που ανέφερε ότι ο εκπρόσωπος της American Jewish Committee Milton Winn επισκεπτόμενος τη χώρα μας δήλωνε ότι η ελληνική νομοθεσία θα έπρεπε να ακολουθηθεί ως μοντέλο και για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, καταληφθείσες υπό των ναζί. Για του λόγου το αληθές, δημοσιεύεται απόσπασμα του ειρημένου νόμου περί δήθεν… καταδοτών αλλά και του δημοσιεύματος (φωτογραφίες).

Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι ιστορικός, πρεσβευτής σύμβουλος Α’ στο υπουργείο Εξωτερικών.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ