Οπως είναι γνωστό, στα χέρια του έλληνα υπουργού Οικονομικών περιήλθε τον Οκτώβριο του 2010 η περιβόητη, πλέον, λίστα Λαγκάρντ, χωρίς ακολούθως οι ελληνικές αρχές να προβούν σε οποιαδήποτε έρευνα περί το περιεχόμενό της.
Δικαιολογία για τη συμπεριφορά αυτή υπήρξε ότι η περιέλευσή της οφειλόταν σε παράνομη πράξη στην αλλοδαπή υπαλλήλου –που έλαβε χώρα στην αλλοδαπή -, η οποία κατά το ελληνικό Ποινικό Δίκαιο (άρθρο 242 παρ. 2 ΠΚ) είναι αξιόποινη. Προφανώς οδηγό προς τούτο αποτέλεσε η διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά την οποία στην ποινική διαδικασία δεν λαμβάνονται υπόψη αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες, όχι παράνομες (που είναι ευρύτερη έννοια), πράξεις ή μέσω αυτών. Βέβαια η απαγορευτική αυτή διάταξη αφορά την ποινική δίκη και όχι κάποια άλλη δραστηριότητα στον δημόσιο τομέα.
Ερωτάται, όμως, αν, πράγματι, η κατοχή της λίστας από τις ελληνικές αρχές οφείλεται σε αξιόποινη πράξη. Οταν μιλάμε για αξιόποινες πράξεις αναφερόμαστε στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, του οποίου οι διατάξεις έχουν εφαρμογή για πράξεις που τελέστηκαν στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας. Πράξεις αλλοδαπών που τελέστηκαν στην αλλοδαπή καταλαμβάνονται από τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, και επομένως μπορούν να χαρακτηριστούν αξιόποινες μόνον εάν στρέφονται εναντίον έλληνα πολίτη και είναι αξιόποινες και κατά τους νόμους της χώρας που τελέστηκαν (άρθρο 751 ΠΚ).
Ετσι, στην περίπτωσή μας, τυχόν υπεξαγωγή της λίστας από αλλοδαπό υπάλληλο στην αλλοδαπή δεν συγκεντρώνει τις εν λόγω δύο προϋποθέσεις, που ορίζονται σωρευτικώς στον νόμο, ώστε να χαρακτηριστεί ως αξιόποινη κατά το ελληνικό δίκαιο και να μην αξιολογηθεί σε ενδεχόμενη ποινική δίκη, στην περίπτωση δε της νόθευσης ή υπεξαγωγής αυτής εντός της Ελληνικής Επικράτειας θα αποτελεί και το βασικό αποδεικτικό στοιχείο ως corpus delicti. Βέβαια, το μέλλον δεν είναι η περιπετειώδης διαδρομή της λίστας και οι τυχόν επιδιωκόμενοι εντεύθεν σκοποί, αλλά η μη αξιοποίησή της από τις αρμόδιες αρχές στο σύνολό της.
Υποστηρίζεται ότι εχώρησε νόθευση της λίστας λόγω απαλοιφής των ονομάτων τριών καταθετών. Αν οι εν λόγω καταθέτες έχουν νομίμως φορολογηθεί για τα αναφερόμενα σε αυτούς χρηματικά ποσά, ερωτάται αν η νόθευση παραμένει ως αξιόποινη πράξη, δεδομένου ότι ο νόμος αξιώνει να μπορεί να έχει η νόθευση «έννομες συνέπειες». Ο νόμος δεν αναφέρει, ούτε ενδεικτικώς, τι εννοεί ως έννομες συνέπειες. Μήπως αυτές θα πρέπει να έχουν κάποιο οικονομικό περιεχόμενο; Γνώμη μου, όχι. Η πιο πάνω νόθευση μπορεί να έχει ως έννομη συνέπεια, με προϋπόθεση το σχετικό σκοπό του δράστη της νόθευσης, τη μη απόδειξη της κατάθεσης και την εντεύθεν αποφυγή του φορολογικού ελέγχου του διαγραφέντος καταθέτη, ανεξαρτήτως αν εκείνος ήταν ή όχι φορολογικώς ενήμερος. Στην περίπτωση που μέσω της νόθευσης επιδιώκεται η αποφυγή καταβολής φόρων και το ποσό αυτών υπερβαίνει ορισμένο, κατά τον νόμο, ποσό, τότε η πράξη του αναβαθμίζεται, από πλευράς αξιοποίνου σε κακούργημα.
Ηδη η Βουλή συγκρότησε επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και ακολούθως θα αποφασίσει, κατά απόλυτη πλειοψηφία των μελών της, για την άσκηση ή μη ποινικής διώξεως κατά υπουργών σε σχέση με τον χειρισμό της λίστας για την αναζήτηση ποινικών ευθυνών. Η Βουλή εν προκειμένω ασκεί εισαγγελικά καθήκοντα, στα οποία πρωτίστως ανήκει και η έρευνα του «ενεργώς» αξιοποίνου, συγκεκριμένα δε αν έχει παρέλθει η προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος για την άσκηση της ποινικής διώξεως, διότι άλλως, δηλαδή στην περίπτωση παρόδου της εν λόγω προθεσμίας, θα ήταν άσκοπη και μάταιη μία επί της ουσίας έρευνα της υποθέσεως.
Ως προς το θέμα της συνταγματικής προθεσμίας του άρθρου 86 παρ. 3 η γνώμη μου, που έχω ήδη εκφράσει σε προηγούμενο δημοσίευμα, είναι ότι δεν έχει παρέλθει. Ο νομοθέτης θέλησε, παρότι αναφέρεται στην επόμενη Βουλή, την άσκηση της ποινικής διώξεως εντός των δύο πρώτων τακτικών συνόδων της επόμενης βουλευτικής περιόδου, ορίζοντας εντεύθεν εμμέσως τον χρόνο για την άσκηση της διώξεως. Ο χρόνος αυτός είναι απαραίτητος προκειμένου να διεκπεραιωθεί η όλη προδικασία που απαιτείται ενώπιον της Βουλής. Η άποψη αυτή νομίζω ότι εκφράζει την τελολογική βούληση του συνταγματικού νομοθέτη και δεν εκφεύγει του γράμματος του νόμου, ώστε να οδηγεί σε μια διασταλτική ερμηνεία που θα ήταν αντίθετη προς άλλη αρχή του Συντάγματος και του Ποινικού μας Δικαίου. Βέβαια, και αν η Βουλή αποφανθεί περί μη εξαλείψεως του αξιοποίνου, τούτο δεν αποκλείει διαφωνία στη συνέχεια του αρεοπαγίτη που θα οριστεί ως ανακριτής, οπότε τη λύση θα δώσει το Δικαστικό Συμβούλιο. Αλλά και περαιτέρω μπορεί το Ειδικό Δικαστήριο, κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, να αποφανθεί σχετικώς.
Τέλος, νομίζω, εν όψει της αφόρητης και απαράδεκτης καταστάσεως που δημιουργεί η διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος, συγκεντρώνοντας μία πανταχόθεν κατακραυγή, η παρούσα Βουλή πρέπει να προβεί σε πρόταση κατάργησής της. Καιρός να παύσει να ισχύει το άρθρο 86 που θυμίζει έντονα Οργουελ και ότι όλοι είναι ενώπιον του νόμου ίσοι, αλλά μερικοί πιο ίσοι από τους ίσους.
Ο κ. Κωνσταντίνος Λυμπερόπουλος είναι αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου ε.τ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ