«Οσοι ασχολούνται με τον πολλαπλασιαστή κάνουν το ίδιο λάθος που έκανε το ΔΝΤ στην αρχή του προγράμματος, όταν δεν είχε αντιληφθεί το βάθος του διαρθρωτικού προβλήματος της Ελλάδας και έβλεπε το ζήτημα με μακροοικονομικούς όρους». Αυτό επισημαίνει ο κ. Μιχάλης Ιακωβίδης, καθηγητής της London Business School, ο μόνος Ελληνας που είχε προσκληθεί σε πάνελ στο εφετινό Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός. Οπως εξηγεί, το ζήτημα είναι πώς θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη προς την Ελλάδα ώστε να γίνουν επενδύσεις και να αυξηθούν η παραγωγή και η κατανάλωση.
Το 2010 η Ελλάδα μονοπώλησε το ενδιαφέρον στο Νταβός, ενώ πέρυσι βρισκόταν στο επίκεντρο. Εφέτος πώς ήταν το κλίμα;
«Οι αναφορές στην Ελλάδα ήταν σαφώς λιγότερες απ’ ό,τι τα προηγούμενα χρόνια και ιδιαίτερα πέρυσι, όταν πολλοί φοβούνταν τη διάλυση του ευρώ. Και ήταν λιγότερο δραματικές και πιο προσγειωμένες. Αλλά όταν γίνεται αναφορά στο ευρωπαϊκό πρόβλημα γίνεται πλέον σαφής διαφοροποίηση μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών. Υπάρχει η αίσθηση ότι ακόμα δεν έχουμε αποδεχθεί ούτε το μέγεθος ούτε τον τύπο του προβλήματος ή τουλάχιστον ότι δεν έχουμε προχωρήσει στις ουσιαστικές αλλαγές που θα περίμενε κάποιος».
Δηλαδή, υπάρχει αρνητική προκατάληψη;
«Οχι, το αντίθετο. Υπάρχει καλή διάθεση, αλλά συνάμα υπάρχει αίσθηση των δομικών μας προβλημάτων και της ανάγκης αντιμετώπισής τους. Και η αλήθεια είναι ότι όταν βλέπει κάποιος τι γίνεται σε άλλες χώρες που είχαν ή έχουν ανάλογα προβλήματα και τι γίνεται στην Ελλάδα υπάρχει μια απόσταση».
Σε τι υστερούμε;
«Σε ρεαλισμό, τόλμη και εφαρμογή. Στο πλαίσιο του φόρουμ, συντόνισα μια κλειστή συνάντηση στην οποία συμμετείχαν δύο πρωθυπουργοί βόρειων χωρών που κατάφεραν να ανανεώσουν τις οικονομίες τους με βαθιές μεταρρυθμίσεις, ευρωπαίοι ηγέτες και διοικητές επιχειρήσεων. Το αντικείμενο της συζήτησης ήταν το πώς μπορούν χώρες που βρίσκονται σε ύφεση να επιστρέψουν σε αναπτυξιακούς ρυθμούς. Και η απάντηση έχει να κάνει με τη θαρραλέα αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών του οικονομικού προβλήματος και τη συνεπή στήριξη μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων και βελτίωσης της κρατικής μηχανής».
Δεν διαφέρουν όμως τα προβλήματα στις βόρειες χώρες;
«Ναι, σε κάποιον βαθμό. Αλλά και εκεί η ανάπτυξη με δανεισμό δημιούργησε φούσκες που έσκασαν και επέτεινε προβλήματα στον δημόσιο τομέα και σε συντεχνίες που διεκδικούσαν προνόμια. Η προσπάθεια ομάδων να εγκλωβίσουν το Δημόσιο και η ικανότητά τους να το απομυζούν σε βάρος του κοινωνικού συνόλου είναι παγκόσμια φαινόμενα. Η αδυναμία αντιμετώπισής τους είναι το ιδιαίτερο πρόβλημά μας».
Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα;
«Πρέπει να αντιμετωπίσει σοβαρότερα την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, την οποία η κυβέρνηση μπορεί μεν να επιθυμεί, αλλά το κόμματα που τη στηρίζουν και όλα τα κόμματα στην πράξη την αντιμάχονται. Διότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει ανδρωθεί με την πελατειακή σχέση. Οσο για την Task Force, που έχει αναλάβει το έργο της αναδιάρθρωσης, δεν έχει δεξιότητες στον τομέα της διαχείρισης αλλαγών. Ετσι, το πρόγραμμα κινδυνεύει να καταρρεύσει διότι δεν εφαρμόζεται σωστά. Μια ανεξάρτητη ομάδα εφαρμογής θα βοηθούσε».
Εφερε μεγαλύτερη ύφεση στην Ελλάδα η λάθος πρόβλεψη του ΔΝΤ για τον πολλαπλασιαστή;
«Νομίζω ότι η υπόθεση του πολλαπλασιαστή έχει υπερτιμηθεί και η φιλολογία που έχει αναπτυχθεί αποπροσανατολίζει. Κατ’ αρχάς, οι οικονομετρικές μελέτες, όπως αυτές που εξέτασαν το μέγεθος του πολλαπλασιαστή, δεν μπορούν να συμπεριλάβουν στην ανάλυσή τους σημαντικά στοιχεία όπως τα διαρθρωτικά ζητήματα. Επίσης, εξετάζουν τις μέσες αντιδράσεις των οικονομιών, δηλαδή το πώς, κατά τον μέσο όρο, οι περικοπές επηρεάζουν το ΑΕΠ. Το ελληνικό πρόβλημα είναι αρκετά ιδιαίτερο. Πρώτον, η δυσλειτουργία του κράτους, τα προβλήματα διαφθοράς, οι στρεβλώσεις και η έλλειψη ανταγωνισμού δεν είναι εύκολο να αναχθούν στον μέσο όρο των άλλων κρατών. Δεύτερον, το πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας είχε παγκόσμιες ιδιοτυπίες που δεν είχαν να κάνουν με τον πολλαπλασιαστή, αλλά με το πώς υλοποιήθηκε το μνημόνιο. Αντί να προχωρήσουμε σε στοχευμένες απολύσεις των λιγότερο αποδοτικών και ικανών δημοσίων υπαλλήλων, περιορίσαμε τις αποδοχές δικαίων και αδίκων. Αντί να αυξήσουμε τα φορολογικά έσοδα μέσω της πάταξης της φοροδιαφυγής, βάλαμε φόρους σε όσους ήδη έχουν μεγάλο φορολογικό βάρος. Σκεφτείτε ότι σήμερα έχουμε κοντά στις 400.000 ανοιχτές φορολογικές υποθέσεις που θα έπρεπε να ελέγχονται αλλά λιμνάζουν και ότι η συζήτηση για τη λίστα Λαγκάρντ είναι για το ποιος φταίει για ονόματα που λείπουν και όχι το ποιος από αυτούς όντως φοροδιέφυγε».
«Είμαστε καλύτερα από πέρυσι, αλλά τα πράγματα είναι πολύ εύθραυστα»
Σε κάθε περίπτωση, η οικονομία συρρικνώθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο. Γιατί;
«Απλούστατα, διότι δεν γίνονταν επενδύσεις και παράλληλα ο φόβος περιόρισε την κατανάλωση. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η αβεβαιότητα ως προς τη βιωσιμότητα της Ελλάδας αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο τόσο καταναλωτές όσο και επενδυτές τοποθετούν τα χρήματά τους. Ο περιορισμός των δαπανών παίζει κάποιον ρόλο, γιατί περιορίζει τη ζήτηση, αλλά ο σημαντικότερος παράγων στην Ελλάδα είναι ο φόβος κατάρρευσης. Οσον αφορά τις επενδύσεις, που είναι και το κρισιμότερο κομμάτι, η Ελλάδα το καλοκαίρι βρέθηκε πιο κάτω από τη Λιβύη και την εμπόλεμη Συρία στους δείκτες εμπιστοσύνης. Οπότε, το ζήτημα είναι εν πολλοίς ψυχολογικό, όχι αμιγώς μακροοικονομικό. Αρα, οι λύσεις έχουν να κάνουν με την αίσθηση εμπιστοσύνης στο πρόγραμμα αλλαγής και στην Ελλάδα».
Εκανε λάθη το ΔΝΤ;
«Πιστεύω ότι λάθη έγιναν και η στάση του ΔΝΤ έχει αλλάξει. Στην αρχή του προγράμματος, οι αξιωματούχοι δεν είχαν αντιληφθεί το βάθος του διαρθρωτικού προβλήματος και το έβλεπαν με μακροοικονομικούς όρους. Παραδόξως, όσοι σήμερα ασχολούνται με τον πολλαπλασιαστή κάνουν το ίδιο λάθος. Το ζήτημα είναι πώς θα εφαρμόσουμε τις διαρθρωτικές αλλαγές που θα αυξήσουν την κοινωνική δικαιοσύνη και την εμπιστοσύνη στο κράτος και στη σταθερότητα, για να γίνουν επενδύσεις και να αυξηθεί η παραγωγή και η κατανάλωση. Είμαστε σε πολύ καλύτερη θέση από πέρυσι τέτοια εποχή, αλλά τα πράγματα είναι πολύ εύθραυστα».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ