«Ενταλμα σύλληψης του Γιώργου Κιμούλη για χρέη 200.000 ευρώ». Η είδηση έσκασε το περασμένο Σαββατοκύριακο και άρχισε να διαδίδεται με ταχύτητα μέσω Internet. Διανθισμένη από σχόλια γεμάτα ειρωνεία, αλλά και (θα χρησιμοποιήσω μια ακραία λέξη, η οποία όμως χαρακτηρίζει επακριβώς ακραίες καταστάσεις όπως αυτές που ζούμε σήμερα) μίσος.
Δεν θα ασχοληθώ με το τι συνέβη στην πραγματικότητα ούτε γνωρίζω προσωπικά τον Κιμούλη ώστε να νιώσω την ανάγκη να τον υπερασπιστώ, με προβλημάτισε όμως η αυστηρότητα με την οποία τον αντιμετώπισαν (και εκείνον) οι εκ Διαδικτύου τιμητές των πάντων. Θεωρώ ότι πίσω από την «επίθεσή» τους κρύβονται και άλλα πράγματα που δεν έχουν σχέση με τις οικονομικές εκκρεμότητές του, αλλά με το πόσο… λίγο συμπαθής κατάφερε να γίνει ο ίδιος με τις κατά καιρούς συμπεριφορές και δηλώσεις του. Το θέμα μου, όμως, δεν είναι οι «επιθέσεις» στον ηθοποιό. Αυτές αποτελούν μία ακόμη αφορμή – υπήρξαν και άλλες, πολλές –, γνωρίζω εξάλλου ότι οι επώνυμοι, και λόγω του φθόνου που επισύρει η αναγνωρισιμότητά τους, γίνονται συχνά «σάκος του μποξ» για τα πλήθη. Εκείνο που κυρίως με απασχολεί είναι το κοινωνικό μίσος ως αποτέλεσμα της κρίσης και των εντάσεων που εκείνη δημιουργεί. Το μίσος που φουντώνει και δεν αφορά μόνο τους διάσημους (έφταιξαν – δεν έφταιξαν, προκάλεσαν ή όχι), αλλά όλους μας.
Το συναντώ καθημερινά στις φαρμακερές αναρτήσεις σε Facebook, Twitter κλπ., όπου διάφοροι… αδέκαστοι χρήστες κρίνουν (αρνητικά) τους πάντες και τα πάντα, στοχοποιούν ακόμη και τους «φίλους» τους – έχει χάσει η λέξη «φιλία» τη σημασία της. Ακολούθως, αναρτούν λουλουδάκια, χνουδωτά γατάκια, πορσελάνινα φλιτζάνια με αχνιστό τσάι και εύχονται «καλό βράδυ σε όλους» ως το επόμενο ξεκατίνιασμα. Τι ευγενείς! Οι… κολλητοί που καθένας από εμάς (δεν) θα ήθελε να έχει. Το συναντώ σε διάφορα μπλογκ-οχετούς, οι κάτοχοι των οποίων τα χρησιμοποιούν για να εκτονώσουν τα απωθημένα τους, επιτιθέμενοι σε ανθρώπους με ονοματεπώνυμο, αλλά και σε ολόκληρες κοινωνικές ομάδες.
Το συναντώ και έξω από το Διαδίκτυο, στην πραγματική ζωή, σε συζητήσεις όπως εκείνη που άκουσα στο λεωφορείο, όπου κυρία παραπονιόταν όχι επειδή ο γιος της δεν έβρισκε δουλειά, αλλά επειδή είχε δουλειά ο γιος μιας γνωστής της: «Αν για το δικό μου το παιδί με τα δύο μεταπτυχιακά δεν υπάρχει τίποτα, γιατί να υπάρχει για το δικό της που με το ζόρι τελείωσε το γυμνάσιο; Αυτό δεν είναι κοινωνική ανισότητα;». Αντί να εύχεται ο άλλος να συνεχίσει να δουλεύει και να πληρώνεται και κάποια στιγμή και το δικό της παιδί να βρει μια θέση αντάξια των δικών του προσόντων, «παρακαλούσε» για την απόλυση του πρώτου, για λόγους… δικαιοσύνης. Απύθμενη μικροψυχία! Ανάλογη με τη μικροψυχία του τύπου (προς αποφυγήν) με τα γιαλιά-καθρέφτες που έβριζε τους υπαλλήλους του μετρό, γιατί «ενώ όλοι παίρνουμε τα μισά από όσα παίρναμε, αυτοί οι αλήτες δεν θέλουν να κόψουν τίποτα!». Ενώ εκείνος, αν μπορούσε να μπλοκάρει τη μείωση στον δικό του μισθό, δεν θα το έκανε. Αν ήταν δικαστικός, θα παρέδιδε αμαχητί τα προνόμιά του. Αν ήταν γιατρός, θα δεχόταν με ανακούφιση την εξομοίωση του μισθού του με τον μισθό καμαρότου στο πλοίο της γραμμής Ραφήνα – Ανδρος.
Ζαλισμένοι, ως φαίνεται, από τις σφαλιάρες που τρώμε, ξεχνάμε ότι η έκθεση, η εξαθλίωση, η δυστυχία του άλλου δεν συνεπάγονται τη δική μας ευτυχία. Οτι ο εξευτελισμός του Κιμούλη, και του όποιου Κιμούλη, δεν θα φέρει την αυτόματη πληρωμή των δικών μας χρεών. Οτι η συρρίκνωση του μισθού των γιατρών δεν θα αυξήσει τις δικές μας αποδοχές (μπορεί δε να κάνει και τον γιατρό που δεν πήρε ποτέ φακελάκι να το πάρει τώρα, προκειμένου να πληρώσει το σχολείο του παιδιού του). Οτι η απόλυση των άλλων δεν σημαίνει τη δική μας τακτοποίηση.
Είναι, βεβαίως, ιστορικώς αποδεδειγμένο ότι η φτώχεια δεν έρχεται μόνη της. Φέρνει μαζί της και άλλα δεινά, πυροδοτεί σκέψεις ποταπές και συμπεριφορές απαράδεκτες, ξυπνάει την κακή πλευρά μας. Εδώ, όμως, κρίνεται το παιχνίδι. Αυτή την κακή πλευρά δεν πρέπει να την αφήσουμε με τίποτε να βγει μπροστά και να μας μετατρέψει σε φαρμακερές έχιδνες. Κυρίως τώρα, που τα δύσκολα κορυφώνονται, οι αδικίες γιγαντώνονται, ο φόβος και ο πόνος γίνονται πιο έντονοι, ας μην ξεχνάμε ότι η καλή προαίρεση, η διάθεση να κατανοήσουμε, να συντρέξουμε, να συγχωρέσουμε, η ικανότητα να χαιρόμαστε με τη χαρά του άλλου και να λυπόμαστε με τη λύπη του είναι μερικά από τα πολύτιμα συστατικά της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας που μας κάνουν κάτι περισσότερο από οργανισμούς οι οποίοι ζουν για να τρώνε (ενίοτε τις σάρκες των άλλων) και να αφοδεύουν. Να σας το θέσω και αλλιώς, όπως, πολύ εύστοχα, κατά τη γνώμη μου, το επισήμανε ένας φίλος; Για να υπερβούμε την κρίση, πρέπει να βρούμε τρόπους να συνεργαστούμε, να επικοινωνήσουμε, να αναδείξουμε θετικές προτάσεις και όχι να επιχαίρουμε απλώς με τον διασυρμό (δίκαιο ή άδικο) των άλλων.