Παίρνοντας στα χέρια μου τούτη τη μικρή ποιητική διαθήκη του Μιχάλη Τάτση ,βρέθηκα σε μεγάλο δίλημμα όσον αφορά τη φυσιογνωμία του κειμένου του. Αναρωτήθηκα αν όντως αυτή η δουλειά μπορεί να ενταχθεί ανεπιφύλακτα στο χώρο της ποίησης ή αν ο καταγγελτικός λόγος του δημιουργού απλώς εισβάλλει στα χωράφια της μεγάλης αυτής μάγισσας ,για να προσδώσει κάτι από τη διαχρονική γοητεία της σε μια σειρά αφορισμών . Διότι αυτό που φαίνεται ολοκάθαρα στην πρώτη ανάγνωση του έργου, είναι η συνειδητή επιλογή του δημιουργού να παραμερίσει τα συστατικά αυτού που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε λογοτεχνικό ύφος και να αναδείξει με μια γλώσσα συχνά χυδαία και ασυγκράτητη το πολιτικό του όραμα .

Κι εδώ είναι που επανέρχεται το κοινότοπο πια στην εποχή μας αλλά πάντα ζωντανό ερώτημα αν και σε ποιο βαθμό και σε ποια αναλογία μπορεί η τέχνη να υπηρετεί το πολιτικό μήνυμα ,χωρίς να κινδυνεύει να κατηγορηθεί ότι καταπέφτει στην περιοχή του γραφικού και του απλοϊκού .Η αλήθεια είναι πως διαβάζοντας τα κείμενα του Τάτση είχα συχνά την εντύπωση πως διάβαζα μια ιδιόμορφη επαναστατική προκήρυξη με λογοτεχνικά χρώματα ,που όχι μόνο δεν κρύβει αλλά ίσα-ίσα επιδιώκει να διαλαλήσει τον αντισυμβατικό της χαρακτήρα και ίσως και τη διάθεσή της να αλλάξει τη διαλεκτική περί του τι μπορεί να είναι και να κάνει η ποίηση .

Αληθινό είναι επίσης ότι ο Τάτσης δεν ανακαλύπτει νέους πλανήτες με τη συγγραφική του επιλογή .Αρκετοί δημιουργοί που είχαν ως αφετηρία τους το περιθώριο ,όπως εκείνος , κατάφεραν ν’ απελευθερώσουν την αντικομφορμιστική τους ιδεολογία σε αξιόλογες ποιητικές μορφές , με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ίσως την Κατερίνα Γώγου ,και γιατί όχι και τον Παύλο Σιδηρόπουλο . Στις περιπτώσεις αυτές μάλιστα αισθάνεται κανείς πως το μεγαλείο της ποίησης δεν υποσκελίζεται από την όποια ιδεολογική εμμονή του δημιουργού ,ότι ποιητικός ρυθμός και ιδέα βρίσκονται σ’ ένα αρμονικό συνταίριασμα .

Παράλληλα , δεν ξέρω κατά πόσο ο Τάτσης είχε κατά νου , γράφοντας με τον τρόπο του τα ποιήματα αυτά , την ποίηση της αμερικανικής beat λογοτεχνικής γενιάς και δημιουργούς όπως η ιέρεια του ροκ , Patti Smith . Πέρα όμως από όλες αυτές τις ενστάσεις , εδώ υπάρχει κάτι που δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να αμφισβητηθεί .Κι αυτό είναι η πίστη του Μιχάλη Τάτση στην αλήθεια του έργου του , αλήθεια που εξαργυρώθηκε με την αυτοχειρία του δημιουργού ,χωρίς από την άλλη αυτό να σημαίνει ότι μια τέτοια πράξη εξαγνίζει τις όποιες αδυναμίες της δημιουργίας του .

Το ξαναλέω όμως : μέσα στα ποιήματα αυτά , με δεδομένο τον άτεχνο και απόλυτα στρατευμένο χαρακτήρα τους ,κυλάει κάτι ζωντανό αν και μοχθηρό .Κάτι που σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι γιατί η ρίζα ορισμένων ανθρώπων τους κάνει να επαναστατούν απέναντι σε κάθε μορφή ταύτισης με τους κανόνες των άλλων .Αν δηλαδή πρόκειται για ένα είδος τύφλωσης μπροστά σ’αυτό που αδυνατούν ή και φοβούνται να πλησιάσουν ,ή αν όλο αυτό γεννιέται από ένα συναίσθημα υπεροχής που τους κάνει να εντάσσουν τον εαυτό τους στην κατηγορία των εκλεκτών.

Ξεπερνώντας λοιπόν την αρχική δυσπιστία κι ακολουθώντας το παιχνίδι με τους όρους του δημιουργού του , στάθηκα και παρατήρησα καλύτερα τούτο το έργο .Κι ανακάλυψα μπροστά και πίσω απ’ τους αφορισμούς του αρκετές αρετές . Αντίκρισα τον ωμό ρεαλισμό της γραφής του [Ανοίγεις τα πόδια , πολιτεία ξεδιάντροπη ξανά ,και με ξερνάς γυμνό στον κόσμο. Κι έπειτα μου τα παίρνεις όλα ως το ένα .Σκυφτός , στα τέσσερα , σκυλί να σου φιλώ τα πόδια ] ,εξπρεσσιονιστικές αναλαμπές απίστευτης έντασης [Ποτάμι σκοτεινό σκυλί γάβγισε τ’ όνομά μου ….Μπήξε βαθιά τα δόντια σου στην ξύλινή μου φύση και δάγκωσε και ξέσκισε και μάτωσε τα ούλα σου πάνω στ’ ανθόκλαδά μου!] ,τον ατημέλητο λόγο που δεν πειθαρχεί σε συντακτικά σχήματα και κανόνες , την επίθεση στα κλασικά συστατικά του ωραίου [Θα δεις τότε το φόνο μου ν’ ανθίζει και τη ζωή σου να διασπαθίζεται ,πολιτεία στρεψόδικη ] ,τους απόηχους από το δημοτικό τραγούδι να μπλέκονται ίσως αυθόρμητα στα χείλη του ,έτσι που και τα πιο φρικτά νοήματα ,κλεισμένα μέσα στο μουσικό σχήμα του δεκαπεντασύλλαβου , ν’ αποκτούν μιαν αλλοπρόσαλλη ομορφιά [Φτύνω τις σάρκες αίματα και ξεροκαταπίνω ], τις λέξεις να έρχονται στην επιφάνεια ατόφιες , μέσα απ’ τις σκοτεινότερες πληγές του μυαλού , απρόθυμες να υποκύψουν στα τεχνάσματα της λογικής .

Αυτά νομίζω πως αρκούν , για να χαρίσει κανείς σ’ έναν άνθρωπο που προτίμησε να βαδίζει έξω από τις συμβατικές γραμμές , την τιμή να περιληφθεί στον από τη φύση του αντισυμβατικό κόσμο της ποίησης .