Στις αγροτικές δουλειές έστρεψε, θέλοντας και μη, η κρίση τους νέους, τουλάχιστον πολλούς από εκείνους που άκουγαν επί χρόνια τα παράπονα των αγροτών γονιών τους, επειδή δεν πλησίαζαν στο χωράφι. Ανάμεσά τους και αρκετά παιδιά της πόλης, που αναζητούν πια το μεροκάματο στη συγκομιδή. Περισσότεροι από κάθε άλλη φορά νέοι, ηλικίας 20-35 ετών, βρήκαν αυτή τη χρονιά διέξοδο στο μάζεμα του καρπού στα οικογενειακά ή και τα ξένα λιόδεντρα, εξαιτίας της ανεργίας και της οικονομικής κρίσης.
«Εργαζόμουν ως ηλεκτρολόγος σ’ ένα συνεργείο της Αθήνας. Το Σεπτέμβριο απολύθηκα. Αποφάσισα να γυρίσω πίσω στο πατρικό μου, μήπως και βρω δουλειά εκεί, αλλά και στην επαρχία τα πράγματα ήταν δύσκολα», λέει δηλώνει ο 25χρονος Κώστας, από τη Μεσσήνη. «Η λύση ήταν να βοηθήσω τον πατέρα μου στο κτήμα. Τα προηγούμενα χρόνια δεν μου άρεσε η ιδέα να ασχοληθώ με τα χωράφια και τις ελιές, γι αυτά υπήρχαν οι ξένοι εργάτες. Τώρα όμως που δεν υπάρχουν λεφτά για μεροκάματα, ο καθένας μας βοηθά όπως μπορεί».
Ακόμα και απ’ το κλεινόν άστυ γύρισαν πίσω στην επαρχία για να μαζέψουν ελιές και να βγάλουν τουλάχιστον το λάδι της χρονιάς, δηλώνει ο Σπύρος Παπαζαφειρόπουλος, ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου απ’ την Χάβαρη Αμαλιάδας.
«Σίγουρα ήρθαν περισσότεροι νέοι φέτος, γιατί τώρα με την κρίση και την ανεργία, δεν έδωσαν τις ελιές σε ξένους. Προτίμησαν να ασχοληθούν οι ίδιοι».
Το ίδιο σκηνικό και στην Κω, παρόλα αυτά, όπως υποστηρίζει ο Δημοσθένης Χατζηπέτρου, ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου: «Ναι υπήρχαν νεαρά άτομα, που ήρθαν για κάνουν λάδι, αλλά όχι στο ποσοστό που έπρεπε».
Επειδή το «λιομάζωμα», όπως το λένε οι αγρότες, γίνεται τους χειμερινούς μήνες, οπότε οι καιρικές συνθήκες δεν είναι πάντα ιδανικές, και φυσικά η δουλειά είναι κουραστική, όσοι νέοι αποφασίζουν να επιστρέψουν, συνήθως, είναι γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή.
«Στην περιοχή μας δεν υπάρχει αρκετή νεολαία, αλλά και αυτή που κατοικεί εδώ δεν είναι πρόθυμη» επιβεβαιώνει ο Νικόλαος Ντούρος, γεωπόνος στο ελαιοτριβείο της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Ηλείας –Ολυμπίας.
«Εξαιτίας της απροθυμίας των νέων και των χαμηλών ημερομισθίων, οι αγρότες προτιμούν να πληρώσουν εργάτες για αυτές τις δουλειές. Άλλωστε ιδιαίτερη αγάπη για τις ελιές τους δείχνουν κυρίως οι ηλικιωμένοι, που τις περιποιούνταν τόσα χρόνια» συμπληρώνει.
Στην φετινή σοδειά πολλοί δεν βασίστηκαν ούτε στους νέους, αλλά ούτε και σε ξένους εργάτες. «Συνεργάστηκαν» μεταξύ τους και αλληλοβοηθήθηκαν.
«Η κρίση μας ένωσε τελικά, παλιά δεν θα τους έβλεπες να συνεργαστούν για τις ελιές, ο καθένας μάζευε τις δίκιες του» λέει στο vima.gr ο Παναγιώτης Γραμμενίδης, ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου στο Ηράκλειο Κρήτης.
«Μέχρι πέρυσι έδιναν 40-50 ευρώ στους ξένους για να μαζέψουν τις ελιές, φέτος όμως τις έκαναν μόνοι τους. Βοηθά ο ένας τον άλλον» αναφέρει ο κ. Γραμμενίδης και προσθέτει: «Επειδή πια τις μαζεύουν οι ίδιοι έφυγαν και οι ξένοι απ’ την περιοχή, γιατί δεν βρίσκουν δουλειά πλέον».
Ένα χέρι απ’ το γείτονα
«Φέτος αποφασίσαμε να μαζέψουμε μόνοι μας τις ελιές, γιατί ούτε εμείς έχουμε δουλειά ούτε και χρήματα για να πληρώσουμε εργάτες», λέει η κυρία Αμαλία. Όπως εξηγεί το μάζεμα της ελιάς μπορεί να είναι κουραστική εργασία, αλλά όταν δεν έχει άλλη επιλογή δεν μπορεί να κάθεται και στο σπίτι.
«Μαζεύτηκε, λοιπόν, όλη η οικογένεια για το λιομάζωμα και στα χωράφια συναντούσες όλο το χωριό που βοηθούσε. Εκτός απ’ τις δικές μας μαζέψαμε και άλλων συγχωριανών μας, που επειδή λείπουν στην Αθήνα δεν μπόρεσαν να έρθουν», σημειώνει.
Αναγέννηση της οικιακής οικονομίας και της συνεργατικότητας, ελέω κρίσης. Η αλλαγή δεν σημειώθηκε μόνο στο χωράφι, όπου γείτονες και συγχωριανοί βοήθησαν ο ένας στο χτήμα του άλλου. Πολλοί κοίταξαν να εξοικονομήσουν τα χρήματα απ’ την αγορά ραβδιστικών εργαλείων και «συνεργάστηκαν» με τους γείτονες που διέθεταν τον απαραίτητο εξοπλισμό.
«Φέτος υπήρχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε σχέση με άλλες χρονιές. Ρωτούσαν τι χρειάζεται για να την συγκομιδή και όσοι μπορούσαν αγόραζαν λιόπανα, δέμπλες, σακιά και ραβδιστικά εργαλεία», λέει ο Παναγιώτης Κουραμπάς, ιδιοκτήτης καταστήματος γεωργικών προϊόντων στην Καλαμάτα, παρτατηρώντας: «Και, συνήθως, όταν τέλειωνε το ένα χτήμα, βολευόταν μ’ αυτά και κάποιος γείτονας που δεν είχε να διαθέσει για δικό του εξοπλισμό».