Οι εκδόσεις «Άγρα» εισήλθαν στην ελληνική αγορά τον Ιούνιο του 1979 και έκτοτε, πέρα από τις επιλογές των ίδιων των κειμένων, άλλαξε σημαντικά η αισθητική και η ποιότητα του βιβλίου. Ο Σταύρος Πετσόπουλος είναι ένας εκδότης που δεν έκανε ποτέ εκπτώσεις. Οι τίτλοι που φέρουν αυτή την υπογραφή ήταν και παραμένουν αναγνωρίσιμοι στους πάγκους των βιβλιοπωλείων. Έχουν ένα στίγμα καλαισθησίας ιδιότυπο. Μιλάμε για την κομψότητα αλλά και τον σεβασμό προς τον αναγνώστη που έχει απαιτήσεις.
Το βράδυ της Δευτέρας 7 Ιανουαρίου, στο καφέ του βιβλιοπωλείου ΙΑΝΟΣ επί της Σταδίου, ξεδιπλώθηκε η ιστορία των εκδόσεων «Άγρα» μέσα από τις αφηγήσεις φίλων, συνεργατών και συναδέλφων του Σταύρου Πετσόπουλου ο οποίος πήγε προετοιμασμένος με τις σημειώσεις του και μίλησε για αυτό το εγχείρημα που διαρκεί 34 χρόνια τώρα. Όλα αυτά στο πλαίσιο της σειράς των παρουσιάσεων «Οι εκδότες και η ιστορία τους» που επιμελείται ο δημοσιογράφος Γιάννης Ν. Μπασκόζος στον ίδιο χώρο. Έχουν προηγηθεί ο «Ίκαρος» και ο «Καστανιώτης». Έπονται οι εκδόσεις «Ψυχογιός».
Ο Πετσόπουλος είχε παππού (από τη μεριά του πατέρα του) δάσκαλο ελληνικών στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και αργότερα στη Ροβέρτειο Σχολή στην Πόλη, αντιφαναριώτη και δημοτικιστή, φίλο του Ψυχάρη και του Ελισσαίου Γιαννίδη. Ο θείος του ο Γιάννης υπήρξε ιδρυτής του «Ριζοσπάστη» το 1917 και εκδότης του ως το 1922. Ο παππούς του δε από την μεριά της μητέρας του, κοσμοπολίτης αυτοδημιούργητος έμπορος υφασμάτων, είχε το μαγαζί του στην Μεγάλη Οδό του Πέραν στην Κωνσταντινούπολη και λέγεται ότι ήταν αυτός που έραψε για πρώτη φορά φράγκικο κοστούμι για τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ.
Ο Πετσόπουλος ήταν από συντηρητική οικογένεια και προσπαθούσε να καταλάβει την Αριστερά μέσα από τα βιβλία. Μικρός, στην εφηβεία, σύχναζε στον «Κέδρο», «σ’ εκείνον το μαγικό κόσμο» όπως είπε ο ίδιος με μια υποψία νοσταλγίας στα μάτια. Ζήτησε μια μέρα να διαβάσει τα ταξίδια του Καζαντζάκη «Στη Ρουσία» και «Στην Κίνα» αλλά επειδή δεν τα είχαν πρόχειρα του έδωσαν τον «Εικοστό Αιώνα» της Αξιώτη και αργότερα τους «Κεκαρμένους» του Κάσδαγλη. Εκεί γνώρισε την Νανά Καλλιανέση αλλά και μεγάλους της ελληνικής λογοτεχνίας όπως ο Βάρναλης και ο Τσίρκας. Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.
Η πρώτη του εκδοτική δραστηριότητα ήταν στο σχολείο, πήγαινε στο Κολλέγιο Αθηνών. Τύπωνε το περιοδικό του σχολείου αλλά και παράνομες προκηρύξεις. Για τον ίδιο υπήρξε μεγάλο σχολείο το ατελιέ των εκδόσεων «Κείμενα», του Φίλιππου Βλάχου. Εκεί ήλθε σε επαφή με τον Κακναβάτο, τον Δάλλα, τον Γκανά και τη μαγεία εν γένει της τέχνης της τυπογραφίας. Τελικώς ο μαθητής, που είχε την οπτική του «πιο κοντά στους σύγχρονους ζωγράφους του Παρισιού» ξεπέρασε τον δάσκαλο. Η πρώτη έδρα των εκδόσεων «Άγρα», η οποία στην επιλογή του χαρτιού στάθηκε πρωτοποριακή δύναμη, ήταν στο σπίτι του δίπλα στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο «όπου έφτιαχνα τα βιβλία δίπλα στο κρεβάτι μου» μέχρι να φτάσει σήμερα στο ιδιόκτητο νεοκλασικό οίκημα επί της Ζωοδόχου Πηγής στο κέντρο της Αθήνας.
«Θα λέγαμε ότι η εμφάνιση των εκδόσεων «Άγρα» εξέφραζε μια νέα γενιά διανοουμένων, με αυξημένες απαιτήσεις, που έχοντας γνωρίσει τον κόσμο των βιβλίων από τα βιβλιοπωλεία του εξωτερικού απαιτούσε έναν εκδοτικό χώρο που να εκφράζει τις απελευθερωτικές ιδέες κάθε είδους πρωτοπορίας του 20ου αιώνα. Υπήρχε ένα αίτημα ελευθερίας ή για να το πω αλλιώς μπήκε με αυτές τις εκδόσεις η φαντασία στην ελληνική εκδοτική αγορά» είπε ο Γιάννης Μπασκόζος κατά την παρουσίαση της ιστορικής διαδρομής της «Άγρας» που είναι και αυτή γέννημα της Μεταπολίτευσης.
Το 1979 στο σπίτι του Γιάννη Μόραλη στην Αίγινα, το οποίο είχε χτίσει ο Άρης Κωνσταντινίδης, «έγινα εκδότης» είπε ο Πετσόπουλος. Τον είχε στείλει εκεί η εικαστικός Ναταλία Μελά προκειμένου να ρωτήσει τον ζωγράφο σχετικά με τα Σχέδια του υπέργηρου τότε Στρατή Δούκα (τα οποία κυκλοφόρησαν τελικώς με εξώφυλλο του Γ. Χατζημιχάλη). Ο Δούκας έβλεπε κάπως επιφυλακτικά τις πιο φρέσκιες προτάσεις του Πετσόπουλου. «Ο Μόραλης όμως μου είπε, προχώρα και ανάλαβε την ευθύνη σου. Μεγάλο μάθημα και μεγάλο δώρο ήταν αυτή η κουβέντα για μένα». Το πρώτο βιβλίο των εκδόσεων «Άγρα» ήταν η ποιητική συλλογή «Με μια τρελή σοδειά» του Διονύση Καψάλη.
Ο Σταύρος Πετσόπουλος υποστηρίζει ότι «ο εκδότης είναι ένα πολύ σύνθετο πράγμα» και ότι υπήρξε τυχερός που βρέθηκαν στο διάβα του (αλλά και του εμπιστεύθηκαν από την αρχή) «ωραία και σημαντικά κείμενα». Βεβαίως «υπήρχαν βιβλία που θέλαμε να βγάλουμε, βιβλία τα οποία αφορούσαν τους προβληματισμούς της γενιάς μας. Από την αρχή πρόσεξα την αισθητική τους. Ήθελα να έχω συνολική εικόνα του αντικειμένου που λέγεται βιβλίο, από τα χειρόγραφα μέχρι το τυπογραφείο. Η σύλληψη όλη υπήρχε και υπάρχει μέσα στο κεφάλι μου από την αρχή μέχρι το τέλος. Η αισθητική του βιβλίου ήταν μέρος της πολιτικής παρέμβασης που επιχειρήσαμε. Έβγαιναν τότε πολλά βιβλία υποτίθεται για τον προοδευτισμό αλλά ήταν χάλια».
Τα ερεθίσματα πολλά, «μελετούσα τον Ίκαρο, τα ποιητικά και θεατρικά του βιβλία», παρατηρούσε και «έκλεβε» ιδέες, από μια χαρτοπετσέτα και μια ταινία του Κασσαβέτη μέχρι μια περίεργη ποιητική συλλογή που του έφερε κάποτε ένας φίλος από τους Σαντινίστας. Ακόμη και τα παπούτσια All Star αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης. «Το 1982, μου άρεσε τόσο πολύ εκείνο το μπορντό χρώμα που πήγα στο τυπογραφείο με το παπούτσι για να το δείξω!» Στα πρώτα χρόνια της «Άγρας», συνήθιζε να πηγαίνει ο ίδιος τα βιβλία με σακκούλες στα βιβλιοπωλεία, να κάνει τον διανομέα δηλαδή. Ένα περιστατικό με ένα βιβλιοπώλη στα Κάτω Πατήσια που αφορούσε το προκλητικό βιβλίο του Ζορζ Μπατάιγ «Η ιστορία του ματιού» – ενδεικτικό της λοξής και ριζοσπαστικής ματιάς με την οποία έβλεπε και βλέπει τα πράγματα – τον έπεισε ότι έπρεπε να σταματήσει τουλάχιστον αυτό.
«Δουλεύαμε και δουλεύουμε με ανθρώπους που είναι ανοιχτοί στον πειραματισμό» είπε για τους τυπογράφους με τους οποίους συνεργάζεται, υπογραμμίζοντας ότι «το στίγμα μας είναι οι πολύχρονες συνεργασίες», πράγμα που συμβαίνει και με τους συγγραφείς του οίκου. Η «Άγρα», που αρχικώς είχε προσανατολιστεί στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική αλλά επεκτάθηκε σταδιακά ακόμη και στον χώρο των πολύ εξειδικευμένων δοκιμιών, της αρχιτεκτονικής, της ψυχανάλυσης αλλά και των ιδιόμορφων παιδικών βιβλίων και λευκωμάτων, το 2009 έκλεισε 30 χρόνια ξεχωριστής και συνεπούς ως προς τις αξίες της παρουσίας στα ελληνικά πνευματικά πράγματα. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει πάνω από 1.104 βιβλία.
Φίλοι και συνεργάτες μοιράστηκαν ιστορίες που συνθέτουν εν τέλει την ιστορία αυτού του οίκου, όπως η ιστορία της δακτυλογράφου (ένα ξεκαρδιστικό ανέκδοτο) που εγκατέλειψε αρχικά την προσπάθεια με τα χειρόγραφα του Εμπειρίκου επειδή σοκαρίστηκε από την γλώσσα του «Μεγάλου Ανατολικού» πλην όμως επανέκαμψε δριμύτερη κατά την πρώτη διόρθωση προσθέτοντας περισσότερα «αχ» εκεί που δεν υπήρχαν ή αυξάνοντας το μέγεθος του πέους όταν θεωρούσε πως το πρωτότυπο κείμενο δεν στάθηκε αρκετά γενναιόδωρο… Οι Λεωνίδας Εμπειρίκος (γιος του ποιητή) και Γιώργης Γιατρομανωλάκης μίλησαν για την εκδοτική ιστορία του Εμπειρίκου στην «Άγρα». Ο Πετσόπουλος μίλησε για «την κοπάνα που με οδήγησε στον Εμπειρίκο» και του άλλαξε τη ζωή.
Η προσήλωση στο πολυτονικό από την άλλη, η ομορφιά της τυπωμένης γλώσσας με τις δασείες και τις βαρείες της «δεν είναι πάντως μια ιδεοληψία, δεν υπήρχε καμιά εμμονή γι’ αυτό» είπε ο ποιητής, επιφυλλιδογράφος και μόνιμος συνεργάτης της «Άγρας» Παντελής Μπουκάλας ο οποίος πρέπει να έχει διορθώσει και επιμεληθεί το 80-90% των εκδοθέντων τίτλων του οίκου. Είναι η αγάπη για την ίδια τη γλώσσα.
«Στην Άγρα αποφεύγαμε πάντα το σκάνδαλο. Μας αρέσει η σκανταλιά, όχι το σκάνδαλο» είπε ο Πετσόπουλος αναφερόμενος στους πολλές εκδόσεις που έγιναν σε συνεργασία με άλλους εκδότες «φίλους» του οίκου. «Με την κρίση ανακαλύψαμε τις μικρές λύσεις» επανήλθε στο πιεστικό παρόν ο ίδιος «και γίναμε κάτι σαν κομάντο» μιλώντας εν συνεχεία για τα φέσια, τις ακάλυπτες επιταγές, την καταβαράθρωση γενικότερα της αγοράς λόγω της μεγάλης ύφεσης που πλήττει την χώρα.
«Όλοι οι αριστεροί φίλοι μου προσπαθούσαν να με πείσουν ότι κάποτε θα κλείσουμε» είπε χαριτολογώντας «αλλά έπεσαν έξω». Διαψεύδονται, ευτυχώς και παρά τις δυσκολίες, μέχρι σήμερα. Επεσήμανε ότι δεν του αρέσει καθόλου που από τις αρχές ακόμη της δεκαετίας του 1990 η όλη κουβέντα γύρω από την αγορά του βιβλίου επικεντρώνεται στο «πόσα πούλησες;» και όχι στο «ποιό είναι το σημαντικότερο βιβλίο που εξέδωσες εφέτος;». «Αρνούμαι να μπω σ’ αυτό το παιχνίδι, δε μιλάω με νούμερα» μολονότι οι εκδόσεις του διαθέτουν και συγγραφείς των οποίων τα βιβλία σκαρφαλώνουν στην κορυφή των ευπώλητων, όπως ο Ίρβιν Γιάλομ. Πολύ καλά άλλωστε τα πάει και η μικρή μαύρη σειρά της αστυνομικής λογοτεχνίας για να μην αναφερθούμε και σε ένα από τα σταθερά long seller του οίκου όπως ο Νίκος Καββαδίας.
Στην εκδήλωση που ο Πετσόπουλος αφιέρωσε στη μνήμη των Αντόνιο Ταμπούκι και Μάνου Χαριτάτου παραβρέθηκαν, μεταξύ άλλων συγγραφέων και ανθρώπων του βιβλίου, ο Δ.Ν. Μαρωνίτης, ο Γιώργος Βέλτσος, ο Γιώργος Κοροπούλης, ο Ανδρέας Αποστολίδης, η Κατερίνα Μάτσα, η Τζίνα Πολίτη, ο Σάββας Μιχαήλ, ο Ανδρέας Στάϊκος, ο Δημήτρης Καλοκύρης, εκδότες όπως ο Θανάσης Ψυχογιός, η Εύα Καραϊτίδη (Εστία) και η Κατερίνα Καρύδη (Ίκαρος), βιβλιοπώλες όπως ο Γιώργος Παπασωτηρίου αλλά και η νεότερη στο χώρο Αρετή Γεωργιλή (Free Thinking Zone) η οποία είπε ότι «αν όλοι οι εκδότες ήταν σαν τον κύριο Πετσόπουλο ο χώρος του βιβλίου θα ήταν καλύτερος».