Ο Ηγεμόνας εκδίδεται για πρώτη φορά το 1532, δεκαεννέα χρόνια μετά τη συγγραφή του (1513) και πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα του, Νικολό Μακιαβέλι, αλλά το έργο έχει ήδη γίνει γνωστό από χέρι σε χέρι, σε χειρόγραφη μορφή, και έχει συζητηθεί, προκαλώντας τις πρώτες αντιδράσεις, μάλλον θετικές στην πλειονότητά τους. Πρέπει όμως να υπήρξε και ένα ισχυρό κύμα αρνητικών γνωμών, αν κρίνουμε από το κείμενο με το οποίο ο πρώτος εκδότης, ο Bernardo Giunta, αφιερώνει την έκδοση στον καρδινάλιο Gaddi, τον οποίο παρακαλεί να προστατεύσει τον Μακιαβέλι από εκείνους που έχουν λόγους να τον κατασπαράσσουν κάθε μέρα με τόσο μένος. Ποιος μπορεί άραγε να πει, αναρωτιέται ο εκδότης, αν το σίδερο ανακαλύφθηκε μάλλον για να σκοτώνει ανθρώπους παρά για να προστατευόμαστε από τα θηρία; Μάλλον κανείς, νομίζω. Η κρίση του εκδότη, συμβολική ως προμετωπίδα του έργου, θα αποδειχθεί και προφητική, γιατί σφράγισε και θα συνεχίσει να σφραγίζει, όπως όλα δείχνουν, την ιστορία του Ηγεμόνα. Τι είναι επιτέλους η πολιτική; Ευχή ή κατάρα; Γιατί βεβαίως μακιαβελικός είναι πάντα ο αντίπαλος. Εμείς εδώ, απέναντι, είμαστε πάντα οι καλοί.
Πρώτη και καλύτερη η Εκκλησία, που είναι το άντρο του καλού. Τόσο οι καθολικοί όσο και οι προτεστάντες στο σημείο αυτό δίνουν τα χέρια, καταδικάζουν απερίφραστα το έργο, γιατί «είναι γραμμένο από το χέρι του Διαβόλου». Ενώ οι καθολικοί απειλούν με αφορισμό όσους έχουν στη βιβλιοθήκη τους τα έργα του Φλωρεντινού και ορίζουν πολύ σκληρές ποινές για τους εκδότες και τους βιβλιοπώλες που θα διαθέσουν το βιβλίο, οι προτεστάντες από τη σκοπιά τους, σε στιγμές έξαρσης, θεωρούν τον Μακιαβέλι «Τούρκο», «Μωαμεθανό», κατηγορώντας τον για «περιφρόνηση του Θεού», «τυραννία», «ωμότητα» και ό,τι άλλο κακό μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Η συμφωνία όμως αυτή δεν εμποδίζει καθόλου τους δύο αντιπάλους να χρησιμοποιήσουν διδάγματα που αντλούν από τον Ηγεμόνα, στον ανελέητο πόλεμο μεταξύ τους. Η πολιτική έχει τις δικές της επιταγές.
Αυτές ακριβώς παίρνουν στα σοβαρά οι δύο καρδινάλιοι που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική πραγματικότητα της Γαλλίας τον 17ο αιώνα: ο Ρισελιέ και ο Μαζαρίνος. Ενώ ο πρώτος στήνει μεθοδικά τις βάσεις της απόλυτης μοναρχίας, ο δεύτερος χτίζει, με αξιοσημείωτη συνέπεια, το οικοδόμημα στο οποίο θα εγκατασταθεί ο Λουδοβίκος ΙΔ’. Γνώμονας της πολιτικής σκέψης των δύο καρδιναλίων είναι η κρατική σκοπιμότητα και στο όνομά της ο Ρισελιέ προτάσσει το πολιτικό συμφέρον έναντι της ηθικής και δίνει το προβάδισμα στις κρατικές υποθέσεις έναντι του δικαίου. Στην προοπτική αυτή ο Ρισελιέ δεν κρύβει την εκτίμησή του για τον Ηγεμόνα, για τον οποίο ένας από τους θεωρητικούς υποστηρικτές της πολιτικής του καρδιναλίου υποστηρίζει ότι η θεωρία που περιέχει ασκείται κυρίως από αυτούς που καταδικάζουν και απαγορεύουν το έργο.
Η έντονη παρουσία του Μακιαβέλι στην κλασική εποχή δεν είναι μόνο υπόθεση των πολιτικών. Στην Αλληλογραφία του με την πριγκίπισσα Ελισάβετ ο Καρτέσιος ασχολείται διεξοδικά με το έργο του Φλωρεντινού. Διατυπώνοντας τις ενστάσεις του κυρίως για τις σχέσεις πολιτικής και ηθικής που προκύπτουν από τον Ηγεμόνα, ο φιλόσοφος θαυμάζει τους Λόγους για την πρώτη δεκάδα του Τίτου Λίβιου, το άλλο σημαντικό έργο του Μακιαβέλι, και βαδίζει σε μια παρατήρηση που θα μπορούσε να θεωρηθεί και μακιαβέλεια: «Η δικαιοσύνη ανάμεσα στους ηγεμόνες», γράφει, «έχει άλλα όρια από εκείνα που έχει ανάμεσα στους ιδιώτες· και φαίνεται ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο Θεός δίνει το δίκαιο σε αυτούς που δίνει τη δύναμη». Εμμεσος αλλά σαφής έπαινος του μεγάλου φιλοσόφου στον ίδιο τον Ηγεμόνα αυτή τη φορά.
Στην εποχή του Διαφωτισμού, με μοιρασμένες και εδώ τις αξιολογικές κρίσεις, το πρόβλημα που κυριαρχεί είναι οι πολιτικές πεποιθήσεις του Μακιαβέλι: φιλομοναρχικός ή δημοκράτης; Για τον Ντιντερό ο Ηγεμόνας είναι διπρόσωπος, με το ένα πρόσωπο να κρύβει το άλλο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για δημοκράτη, ο οποίος όμως εμφανίζεται με το προσωπείο του μονάρχη. Η θέση του Ρουσό, χωρίς να είναι διαφορετική, παρουσιάζεται πιο έντονη. Καταλαβαίνω πολύ καλά, παρατήρησε, γιατί η Αυλή της Ρώμης απαγόρευσε το έργο του Φλωρεντινού: αυτήν περιγράφει στον Ηγεμόνα.
Το 1739 δημοσιεύτηκε ένα βιβλίο, που σημείωσε αμέσως μεγάλη εκδοτική επιτυχία, με τον τίτλο Αντιμακιαβέλι ή Κριτικό Δοκίμιο για τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι, χωρίς όνομα συγγραφέα, με την αινιγματική πληροφορία «δημοσιευμένο από τον κύριο Βολτέρο». Πραγματικός συγγραφέας του έργου είναι ο διάδοχος του θρόνου της Πρωσίας, Φρειδερίκος, ο οποίος αναλαμβάνει, κατά κάποιον τρόπο, την υπεράσπιση του σωματείου των βασιλέων: «Είναι κατάφωρη αδικία», λέει ο συνδικαλιστής μονάρχης, «να αποδίδεται στο σύνολο του σώματος αυτό που δεν ισχύει παρά μόνο για μερικά από τα μέλη του». Αξίζει όμως να σημειώσει κανείς ότι μόλις ανέβηκε στον θρόνο απέσυρε το βιβλίο του από την αγορά. Ποιος ξέρει γιατί. Ισως ο αριθμός των μελών του σώματος να αυξομειώνεται ανάλογα με το αν ασκούν ή όχι εξουσία. Αρκετά χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο 1806, ένας διάσημος συνάδελφός του, ο Ναπολέων, φανατικός αναγνώστης του Ηγεμόνα, λέγεται ότι διέκοψε απότομα τη συζήτηση στο Συμβούλιο του Κράτους, του οποίου ήταν πρόεδρος, δηλώνοντας: «Αλλοτε είμαι αλεπού και άλλοτε λιοντάρι. Ολο το μυστικό της κυβέρνησης συνίσταται στο να ξέρεις πότε πρέπει να είσαι το ένα και πότε το άλλο».
Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι κανένα από τα πορτρέτα του Μακιαβέλι που διαθέτουμε δεν είναι αυθεντικό. Με τον ίδιο τρόπο μοιάζει μάταιο να αναζητήσει κανείς το αυθεντικό νόημα του Ηγεμόνα: είναι σαν να προδικάζει το τέλος της πολιτικής και της Ιστορίας.
Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ