Ο Κ. Π. Καβάφης δεν ανήκει στους ποιητές για τους οποίους χρειαζόμαστε μια επέτειο ως αφορμή για να τους θυμηθούμε και να τους ξαναδιαβάσουμε. Θέλω να πω ότι ο λόγος του Καβάφη έδειξε, στο διάστημα των 80 χρόνων που πέρασαν από τον θάνατό του, μεγάλη ικανότητα να προσαρμόζεται («to fit», όπως θα έλεγε ο ίδιος, σαν ένα φόρεμα που ταιριάζει καλά) σε ζωές «άλλες» από τη δική του. Μιλάει στον αναγνώστη με φωνή τόσο οικεία, με τόνο τόσο ευθύ –και αυτή είναι ίσως η αιτία που το αναγνωστικό του κοινό είναι τόσο μεγάλο. Βέβαια, στην περίπτωση του Καβάφη, οι επέτειοι έπαιξαν πάντοτε σημαντικό ρόλο.
Αμέσως μετά την αλεξανδρινή έκδοση των Ποιημάτων (1935) η περιέργεια για την πιθανή ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου κειμένου του Καβάφη ήταν έντονη –φθάνει να θυμηθούμε ότι την επόμενη χρονιά το περιοδικό «Νέα Γράμματα» αναδημοσίευσε τα ως τότε σκόρπια «αποκηρυγμένα» ποιήματά του: και από εκεί ξεκίνησε ο Σεφέρης στην προσπάθειά του να καταλάβει «πώς έγινε ποιητής» ο Καβάφης. Το 1948 το βιβλίο του Περίδη ήρθε να δείξει ότι ο Καβάφης είχε αφήσει πολλά άλλα γραπτά –πεζά, επιστολές, κριτικά σχόλια, ποιήματα, τελειωμένα ή υπό κατασκευήν. Αλλά ήταν το 1963, 30 χρόνια από τον θάνατό του, η χρονιά που σημάδεψε την αλλαγή των πραγμάτων.
Πεζά κείμενα, ήδη δημοσιευμένα ή ανέκδοτα, δημοσιεύθηκαν σε τόμο από τον Γ. Παπουτσάκη· άλλα ανέκδοτα πεζά, μάλλον ιδιωτικού χαρακτήρος, «εις εαυτόν» θα λέγαμε, και γι’ αυτό ίσως ακόμα πιο ενδιαφέροντα, δημοσίευσε σε τόμο ο Περίδης. Κυκλοφόρησε ταυτόχρονα, από τις εκδόσεις Ικαρος και σε επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, η νέα δίτομη έκδοση των ποιημάτων, η λεγόμενη λαϊκή, που είναι όμως η πρώτη «φιλολογική», αφού εφαρμόζει φιλολογικά κριτήρια, με το να παρουσιάζονται τα ποιήματα όχι σε αποκλειστικά χρονολογική σειρά, όπως στην περίπτωση της αλεξανδρινής έκδοσης, αλλά σε μια διάταξη εν μέρει θεματική, εν μέρει χρονολογική, εκείνη δηλαδή στην οποία είχε καταλήξει ο Καβάφης προς το τέλος της ζωής του.
Η έκδοση αυτή ήδη από μόνη της έδειχνε ότι έπρεπε να κοιτάξουμε με πιο προσεκτικό μάτι τον Καβάφη και το εργαστήρι του. Αλλά το γεγονός του 1963 ήταν το σύντομο άρθρο στο καβαφικό αφιέρωμα της «Νέας Εστίας», με το οποίο ο Γ. Π. Σαββίδης ανακοίνωσε την απόκτηση εκ μέρους του τού Αρχείου Καβάφη, και έδωσε μια πρώτη περιληπτική αλλά και λεπτομερή περιγραφή του, εκφράζοντας ταυτόχρονα και την πρόθεση να προβεί σε μια φιλολογικά φροντισμένη έκδοση του πολύτιμου εκείνου υλικού. Ο Γιώργος Σαββίδης έσωσε έτσι από τον κίνδυνο του διασκορπισμού, που είχε ήδη αρχίσει, το πιο σημαντικό μέρος των εγγράφων που ανήκαν στον Καβάφη, και που τα κρατούσε στην κατοχή του ως τότε ο κληρονόμος του –στην περίφημη μαύρη, μικρή βαλίτσα –παρά τις διάφορες προσπάθειες όσων, και δεν ήταν λίγοι, είχαν δείξει ενδιαφέρον για τα κατάλοιπα του ποιητή.
Η χειρονομία του Σαββίδη –το να αποκτήσει δηλαδή το Αρχείο –σημείωνε μια στροφή, που τη σημασία της μπορούμε να την καταλάβουμε πλήρως σήμερα, τόσα χρόνια μετά. Από τη μία, η ύπαρξη του Αρχείου άσκησε ένα είδος μαγνητισμού, μια πραγματική δύναμη έλξης, γιατί σιγά-σιγά ήρθαν στην επιφάνεια χαρτιά που είχαν χαθεί τα ίχνη τους, όπως π.χ. εκείνα που κρατούσε ο Παπουτσάκης, και που πέρασαν στο αρχείο του ΕΛΙΑ.
Η προσέγγιση της κριτικής


Χάρη στη στενή του επαφή με το Αρχείο ο Σαββίδης έγραψε τη μελέτη πάνω στις Καβαφικές Εκδόσεις (1968), μια μελέτη που έβαλε πάνω σε καινούργιες, και αυτή τη φορά απόλυτα στέρεες, βάσεις την προσέγγιση της κριτικής στο έργο του Καβάφη. Με μια επίπονη και υπομονετική εργασία, εξετάζοντας ένα προς ένα τα τυπώματα των ποιημάτων του Καβάφη, έτσι όπως τα ετοίμαζε ο ίδιος ο ποιητής, και με την αξιοποίηση όλων των υπόλοιπων στοιχείων του Αρχείου, ο Σαββίδης κατάφερε να διαγράψει μια πλήρη εικόνα της ιδιότροπης εκδοτικής πρακτικής του Καβάφη, και ενσωμάτωσε επιπλέον στο βιβλίο του ένα σωρό πληροφορίες και δεδομένα που αποτέλεσαν από τότε την αναντικατάστατη βάση για μελλοντικές έρευνες.
Το βιβλίο του εισήγαγε έτσι την ανάγκη για μια αυστηρή, φιλολογική προσέγγιση στο έργο του Καβάφη στο σύνολό του και έκλεινε οριστικά την πρώτη φάση της καβαφικής κριτικής, εκείνη των «αυτοπτών μαρτύρων», που αδιαμφισβήτητα είχε πια δώσει τους καρπούς της. Αλλά όχι μόνο αυτό. Ας μην ξεχάσουμε ότι ανήκει στα ίδια εκείνα χρόνια η διάδοση της φορμαλιστικής κριτικής, που τοποθετούσε στην πρώτη γραμμή το κείμενο, όχι μόνο σαν σημαινόμενο, αλλά και σαν σημαίνον, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία της εποχής· και δεν είναι ίσως διόλου τυχαίο, ή τουλάχιστον είναι μια ωραία σύμπτωση, που πάλι στα 1968 χρονολογείται το δοκίμιο του Roman Jakobson (μαζί με τον Πέτρο Κολακλίδη) πάνω στο καβαφικό ποίημα «Θυμήσου, σώμα», ένα δοκίμιο που έμεινε σαν ορόσημο της φορμαλιστικής κριτικής μεθόδου. Τη στιγμή που η λογοτεχνική κριτική συγκέντρωνε το ενδιαφέρον της στο «πώς λειτουργεί» το ποιητικό κείμενο, το Αρχείο του Καβάφη άνοιγε ένα παράθυρο πάνω στο ίδιο το εργαστήρι του ποιητή.
Το ευρωπαϊκό υπόβαθρο


Στα χρόνια που ακολούθησαν είδαν το φως με την επιμέλεια του Σαββίδη τα Ανέκδοτα Ποιήματα, τα Αποκηρυγμένα και διάφορα πεζά κείμενα, και ύστερα, με τη δική μου επιμέλεια, τα Ατελή ποιήματα (1994). Με τις εκδόσεις αυτές φάνηκε καθαρά ότι ο Καβάφης είναι ένα παγόβουνο, με την έννοια ότι το δημοσιευμένο από τον ίδιο έργο αντιπροσωπεύει μόνο ένα μέρος από τα κείμενα που έγραψε, έστω και χωρίς να τα θεωρήσει άξια δημοσίευσης ή να τα τελειώσει –μάλλον το είχε πει και εκείνος, με κάποια υπερβολή και ειρωνεία, ότι θα μπορούσε να είναι «ο πολυγραφέστερος έλληνας συγγραφέας».
Οι νεανικές του προσπάθειες, τώρα συγκεντρωμένες σε τόμο, πέρα από την κάποτε άνιση λογοτεχνική τους αξία, επέτρεψαν στην κριτική να εντοπίσει το ευρωπαϊκό υπόβαθρο της ποίησης του Καβάφη. Δημιουργήθηκε μια καινούργια καβαφική κριτική, μια νέα γενεά μελετητών, ελλήνων και ξένων, που εξέτασαν τις διαφορετικές πλευρές του έργου του. Από τις μελέτες αυτές θα αναφέρω εδώ ένα μόνο δημοσίευμα, τον ογκώδη τόμο που η Diana Haas αφιέρωσε στα νεανικά χρόνια (1882-1905) της ποιητικής σταδιοδρομίας του Καβάφη. Στη διαμόρφωση μιας καινούργιας και πληρέστερης εικόνας του Καβάφη βοήθησε και η έκδοση των Ατελών ποιημάτων του, όλα της ώριμης εποχής (1918-1932), από τα οποία φαινόταν και κάτι άλλο: ότι ο περίεργος τρόπος του Καβάφη να τυπώσει τα ποιήματά του, χωρίς να τα αφήσει στην ελεύθερη, εμπορική κυκλοφορία σε βιβλίο, δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα της μακροχρόνιας σχέσης του με τα κείμενά του, που ήταν γι’ αυτόν κάτι διαρκώς «εν γίγνεσθαι».
Είναι αυτή που περιγράψαμε μια πολύ μοντέρνα πλευρά της ποίησης του Καβάφη: οι επιφυλάξεις και οι δισταγμοί του τον απομακρύνουν από την καθιερωμένη εικόνα των ποιητών της γενιάς του, παρ’ όλο που στον ελληνικό χώρο βρίσκει ένα λαμπρό προηγούμενο, εκείνο του Σολωμού.
Η γλωσσική ευαισθησία


Ο πρόωρος θάνατος του Γιώργου Σαββίδη δεν διέκοψε το έργο που άρχισε. Ο Μανόλης Σαββίδης, ως διευθυντής του νεοϊδρυμένου Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού που συνένωνε τις Βιβλιοθήκες του Κ. Θ. Δημαρά και του Γ. Π. Σαββίδη, συνέχισε τη στήριξη της δραστηριότητας του Αρχείου και δημιούργησε ένα ψηφιακό Αρχείο Καβάφη το οποίο προσφέρει ως και σήμερα σημαντικές υπηρεσίες μέσω της ιστοσελίδας του. Συνεχίστηκε ταυτόχρονα η εκδοτική δραστηριότητα που είχε προγραμματιστεί.
Το 2003 δημοσιεύθηκε με τη φιλολογική επιμέλεια του Πιερή από τις εκδόσεις Ικαρος ο πρώτος τόμος των Πεζών, που περιέχει για πρώτη φορά μαζί τα δημοσιευμένα από τον ποιητή και τα ανέκδοτα λογοτεχνικά πεζά, ενώ ετοιμάζεται ο δεύτερος τόμος των Πεζών, που επιμελούνται οι Μ. Πιερής και D. Haas, με τα Ημερολόγια και τις Ημερολογιακές σημειώσεις, ενώ άλλοι τόμοι θα είναι αφιερωμένοι σε άλλες ενότητες του Αρχείου.
Είναι έτοιμο προς εκτύπωση, και πάλι με επιμέλεια του Πιερή, το εντυπωσιακό Λεξικό, για το οποίο «Το Βήμα» ήδη έχει μιλήσει, που θα δείξει τη λεπτή γλωσσική ευαισθησία του Καβάφη, ο οποίος έπαιρνε από τα διάφορα αναγνώσματά του τις λέξεις κάθε είδους –λέξεις της καθαρεύουσας και της δημοτικής, φράσεις της καθημερινής συνομιλίας, από λόγια κείμενα, από τα ιδιώματα και από το δημοτικό τραγούδι –που τραβούσαν την προσοχή του. Το Λεξικό θα βγει εφέτος από τις εκδόσεις Ικαρος με τον εκτενή και απαραίτητο σχολιασμό του Μ. Πιερή, και θα φανεί έτσι ο ανυποψίαστος ως τώρα διάλογος του ποιητή με τη νεοελληνική παράδοση.
Από τον ίδιο τον Μ. Πιερή περιμένουμε την έκδοση σε τόμο του φακέλου «Πάθη», πραγματοποίηση της πρόθεσης του ποιητή να αναδιοργανώσει ένα σημαντικό μέρος των δημοσιευμένων ποιημάτων του κάτω από το ίδιο θεματικό κεφάλαιο, εκείνο των «παθών» (όχι μόνο «ερωτικά» ποιήματα: ο όρος «πάθος» έχει εδώ ευρύτερη έννοια). Ο φάκελος «Πάθη» δείχνει τη συνείδηση που είχε ο ποιητής της βαθιάς εσωτερικής συνοχής του έργου του, ώστε να προσπαθήσει να το παρουσιάσει σε μια κατάλληλη συνολική διάταξη.
Εξω από την προβλεπόμενη έκδοση των Πεζών μένουν τα Αυτοσχόλια που ετοιμάζει προς έκδοση η Diana Haas. Πρόκειται για σχόλια εις εαυτόν πάνω σε μεμονωμένα ποιήματα είτε παρατηρήσεις για τη μετάφρασή τους –όχι καρπός μιας καθ’ εαυτήν λογοτεχνικής πρόθεσης αλλά καταπληκτικό κάποτε τεκμήριο του στοχαστικού βάθους του Καβάφη, των προβληματισμών του και της ποιητικής του αναζήτησης, που δεν θα έδειχναν την πραγματική τους αξία χωρίς τη φιλολογική επιμέλεια που αποσαφηνίζει τη σχέση τους με την επεξεργασία του εκάστοτε «υπό έλεγχο» ποιήματος και αναδεικνύει τη θέση τους στην ευρύτερη εξέλιξη του Καβάφη ως δημιουργού και κριτικού συνάμα.
Τέλος, από εμένα, με τη συνεργασία της Σταματίας Λαουμτζή, ετοιμάζεται η «γενετική» έκδοση των 154 ποιημάτων, που θα προσφέρει, μαζί με το τελειωμένο κείμενο των ποιημάτων, και τα ίχνη της συνθετικής τους πορείας, όπου υπάρχει το σχετικό υλικό («σχεδιάσματα, προγενέστερα στάδια, παραλλαγές χειρόγραφες ή έντυπες»). Θα έχει έτσι δημοσιευθεί το κυριότερο μέρος όσων υπάρχουν στο Αρχείο Καβάφη. Αλλά οι εκδόσεις δεν θα αντικαταστήσουν ποτέ το Αρχείο, που παραμένει ο μόνος ζωντανός μάρτυρας του εργαστηρίου του ποιητή.
Η εφετινή επέτειος συμπίπτει και αυτή τη φορά με ένα σημαντικό γεγονός, αφού το Αρχείο βρήκε καινούργιο σπίτι. Η νέα στέγη, είμαστε βέβαιοι γι’ αυτό, από τη μία θα εξασφαλίσει με το κατάλληλο αίσθημα ευθύνης προστασία και συντήρηση στα χαρτιά, στα βιβλία, σε ό,τι άλλο υπάρχει από τα κατάλοιπα του ποιητή, καθώς αξίζει σε μια τέτοια παγκόσμια πνευματική περιουσία, από την άλλη θα ευνοήσει και θα βοηθήσει τη μελέτη του έργου του Καβάφη και θα δώσει ταυτόχρονα στο πλατύ κοινό τη δυνατότητα να γνωρίσει από κοντά, με τα τόσα μέσα που διαθέτουμε σήμερα, τον κόσμο του μεγάλου Αλεξανδρινού.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ