Σκηνοθέτησε μια από τις σπουδαιότερες ταινίες των τελευταίων χρόνων, το «Λιμάνι της Χάβρης» που σημείωσε όχι μόνον καλλιτεχνική αλλά και εμπορική επιτυχία. Δεν χρειάζεται συστάσεις. Εδώ και πολλά χρόνια, ο φινλανδός σκηνοθέτης Ακι Καουρισμάκι είναι δικαιωματικά, ένας από τους κορυφαίους κινηματογραφιστές της Ευρώπης. Μαζί με τον πολυβραβευμένο, κουρδικής καταγωγής Μπαχμάν Γκομπαντί και τον Γερμανό Αντρέας Ντρέζεν, ο Καρουρισμάκι συνθέτει μια πολύ καλή τριπλέτα φιλοξενούμενων του προσεχούς 53ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που όπως ανακοίνωσε την Τρίτη το μεσημέρι, έχει προγραμματίσει αφιερώματα στο έργο τους.
Το ουμανιστικό, μινιμαλιστικό σινεμά του Καουρισμάκι άρχισε να ακούγεται στην δεκαετία του 1980 μέσα από την «τριλογία του προλεταριάτου» – «Σκιές στον παράδεισο» (1986), «Αριελ» (1988) και «Η γυναίκα με τα σπίρτα» (1990)- όπου ο με κωμικοτραγική διάθεση μιλούσε για την εργατική τάξη της πατρίδας του. Ακολούθησε η τριλογία των χαμένων – «Μακριά πετούν τα σύννεφα» (1996), «Ο άνθρωπος χωρίς παρελθόν» (2002), «Φώτα στο σούρουπο» (2006)- όπου ο Καουρισμάκι έβρισκε αποθέματα θάρρους και αλληλεγγύης μέσα από ιστορίες κακοτυχίας και πόνου. Και βέβαια, στο «Λιμάνι της Χάβρης», το αριστούργημά του, έθιξε με τον δικό του, αφαιρετικό αλλά τόσο μεστό τρόπο το πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης.

Συνδυάζοντας με λεπτότητα ρεαλισμό και μύθο, το πολυεπίπεδο σινεμά του Μπαχμάν Γκομπαντί (πρώην βοηθού του Αμπάς Κιαροστάμι) αποτελεί κραυγή για δικαιοσύνη και ελευθερία. Ο Γκομπαντί πραγματοποίησε το ντεμπούτο του μεγάλου μήκους με τα «Μεθυσμένα άλογα» (2000), την πρώτη κουρδική ταινία στην ιστορία του ιρανικού σινεμά, η οποία απέσπασε την Χρυσή Κάμερα στο Φεστιβάλ των Καννών. Τέσσερα χρόνια αργότερα με το «Και οι χελώνες πετάνε» διείσδυσε στην καθημερινότητα μιας ομάδας παιδιών που ζουν σε έναν καταυλισμό κούρδων προσφύγων, στα σύνορα με το Ιράκ και συλλέγουν νάρκες, παίζοντας μια διαρκή ρώσικη ρουλέτα με το θάνατο ή τον ακρωτηριασμό, ενώ η μουσική που ανήκει στις μεγάλες αγάπες του Γκομπαντί, πρωταγωνιστεί τόσο στην ταινία «Half Moon» (2006), όσο και στο «Ποιος φοβάται τις γάτες της Περσίαs» (2009), που σχολιάζει το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα η μουσική της Δύσης είναι απαγορευμένη στο Ιράν.
Τέλος, ο λιγότερο γνωστός στην χώρα μας αλλά από τους πιο ξεχωριστούς εκπροσώπους της νέας γενιάς γερμανών κινηματογραφιστών, o ανατολικογερμανός Αντρέας Ντρέζεν έχει πάντοτε στο επίκεντρο των άνθρωπο μέσα από μικρές καθημερινές ιστορίες διαπροσωπικών σχέσεων που ξαφνιάζουν με τη δύναμη και την ευαισθησία τους. Χαρακτηριστικές ταινίες του οι: «Cloud 9» (2008, βραβείο τμήματος «Ενα Κάποιο Βλέμμα» στο φεστιβάλ Καννών), «Ουίσκι με βότκα» (2009, βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Κάρλοβι Βάρι), «Grill Point» (2002) και η τελευταία του «Stopped on Track» που απέσπασε πέρυσι το βραβείο του τμήματος «Ενα Κάποιο Βλέμμα».