Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ένας γνήσιος ήρωας του ’21. Στη μορφή του συναντώνται η ανδρεία, η τόλμη, η αυταπάρνηση, το αδιαπραγμάτευτο πάθος για την ελευθερία. Θυσίασε τη ζωή του για να αποκτήσει υπόσταση η δική μας. Προφανώς η Λένα Κιτσοπούλου τον επέλεξε ως ήρωα του ομώνυμου θεατρικού έργου της γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους. Δεν την ενδιέφερε όμως να μας πει όσα ήδη ξέρουμε: αυτό θα ήταν πολύ βαρετό, και πιθανότατα κακό, διδακτικό θέατρο.
Αυτό που την ενδιέφερε ήταν να διεξαγάγει ένα πείραμα: να μεταφέρει το ειδικό βάρος του Διάκου στην Ελλάδα του 2012. Αν η Επανάσταση αναδεικνύει και σφυρηλατεί τον ήρωα, πώς θα αντιδρούσε αυτός αν γεννιόταν σε μια κοινωνία όπου η Επανάσταση έχει καταστεί αδύνατη; Τι θα έκανε σήμερα ο αγωνιστής; Η απάντηση είναι «τίποτε». Θα προσπαθούσε να υπάρξει μέσα σε αυτό το χάλι, θα γινόταν και αυτός ένας από εμάς, μόνο που η ανάμνηση του ένδοξου παρελθόντος θα τον στοίχειωνε νυχθημερόν. Θα είχε όλα τα γνωρίσματα του σημερινού Ελληνα.
Κι αν πουλούσε σουβλάκια, τι θα πείραζε; Κι αν η γυναίκα του τον κεράτωνε, θα μείωνε αυτό τη σημασία των πράξεών του; Ενας ήρωας δεν δικαιούται να έχει προσωπική ζωή (και μάλιστα αποτυχημένη), δεν δικαιούται να έχει πάθη, αδυναμίες ή ψυχικές ασθένειες; Οι ήρωες είναι κανονικοί άνθρωποι που υπερβαίνουν τα όριά τους όταν βρεθούν σε συνθήκες που απαιτούν από αυτούς να θέσουν το συλλογικό πάνω από το προσωπικό. Οταν το συλλογικό χάσει το νόημά του μένει μονάχα μια απέραντη ματαιότητα, η κόλαση της καθημερινότητας. Και αυτή την κόλαση μας καλεί η Κιτσοπούλου να επισκεφθούμε στην παράστασή της.
«Εβγαλαν σουβλατζή, κερατά, συζυγοκτόνο τον Αθανάσιο Διάκο» ούρλιαζε πρωτοσέλιδο δημοφιλούς κυριακάτικης εφημερίδας πριν από μία εβδομάδα. Οταν ο κιτρινισμός χτυπάει κόκκινο, η ανοησία θριαμβεύει. Μία λέξη υπάρχει για τους εμπνευστές τέτοιων δημοσιευμάτων, όπως και για όλους εκείνους τους αγανακτισμένους ψευτοπατριώτες που έσπευσαν στο Internet να επιτεθούν στη συγγραφέα με τους πιο χυδαίους χαρακτηρισμούς. Η λέξη είναι «αμορφωσιά». Να μην αντέχεις την αμφισβήτηση του μικρού, σαθρού σου κόσμου. Να παθαίνεις υστερία σαν μωρή ψευτοπαρθένα. Να μην καταλαβαίνεις το αυτονόητο, ότι καθήκον της τέχνης είναι να παίζει με τις προσδοκίες και να γκρεμίζει τα στερεότυπά σου, να σε κάνει να επανεξετάζεις τις ιδέες και τις θέσεις σου, να ανοίγει μονοπάτια σε άγνωστες, σκοτεινές γωνίες, εκεί όπου νόμιζες ότι είχες αφήσει να κοιμούνται ήσυχα όλα τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Ο «αξιότατος» κ. Λούκος

Η άνοδος και η εκλογή της Χρυσής Αυγής στη Βουλή έχει αρχίσει να δρέπει καρπούς σε πολλά επίπεδα. Φαίνεται ότι σιγά-σιγά απελευθερώνονται και βγαίνουν ξανά στην επιφάνεια τα χειρότερα, τα πιο ποταπά ένστικτα του Ελληνα. Κανέναν, εν τω μεταξύ, δεν δείχνει να προβλημάτισε το γεγονός ότι το εν λόγω δημοσίευμα ήρθε στο φως περίπου δύο μήνες μετά την πρεμιέρα της παράστασης στο Φεστιβάλ Αθηνών (στις 14 Ιουλίου). Την ίδια στιγμή δηλαδή που κρίνεται η συνέχιση της θητείας του Γιώργου Λούκου ως προέδρου του φεστιβάλ.
«Αν όλα τα παραπάνω φαντάζουν στον μέσο έλληνα πολίτη αρρωστημένα, καλό είναι να γνωρίζει ότι ο καθένας από εμάς συνέβαλε με τον οβολό του σε αυτό το θεατρικό «αριστούργημα», καθώς το έργο επιδοτήθηκε με χρήματα των ελλήνων φορολογουμένων» έγραψε ο σοκαρισμένος δημοσιογράφος. Στο ίδιο κλίμα κινήθηκε και ο βουλευτής της ΝΔ κ. Αδωνις Γεωργιάδης με σχετική ερώτησή του στον αναπληρωτή υπουργό Πολιτισμού κ. Κώστα Τζαβάρα, αλλά και οι Ανεξάρτητοι Ελληνες, που καταδίκασαν «αυτή την πρωτοφανή επίθεση στις ιστορικές ρίζες, αρχές και αξίες της χώρας μας» ζητώντας την αντικατάσταση του κ. Λούκου.
Τι κρίμα που ο κ. Λούκος δεν εξετάζει τις υποβληθείσες προτάσεις με κριτήριο την προάσπιση του τριπτύχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια»! Και τι κρίμα που προτίμησε την κυρία Κιτσοπούλου – μια από τις ελάχιστες φωνές σήμερα στο θέατρο με άποψη και τσαγανό – αντί για όλους τους τελειωμένους και αναχρονιστικούς υποψήφιους που δεν έχουν τίποτε να συνεισφέρουν στο σύγχρονο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι…
Ερωτηθείς από δημοσιογράφους αν θεωρεί άξιο τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών, ο κ. Τζαβάρας απάντησε ότι τον θεωρεί «αξιότατο» αλλά δεν θα στηρίξει την απόφασή του «στο αν ο δείνα που θα αναλάβει να γίνει πρόεδρος σε έναν οργανισμό έχει γίνει αρεστός σε μια ομάδα». Η ομάδα στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Τζαβάρας δεν είναι άλλη από τους ανθρώπους του πολιτισμού που υπέγραψαν προ ημερών ανοιχτή επιστολή προς τον Πρωθυπουργό ζητώντας την παραμονή του κ. Λούκου στο τιμόνι του φεστιβάλ.
Είναι κακό να είσαι «αρεστός» στο μισό ελληνικό θέατρο; Ανάλογη αποδοχή δεν επιδιώκει άραγε και κάθε πολιτικός που λαμβάνει θέση στον δημόσιο τομέα; Τα καλύτερα πράγματα στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης, να θυμίσουμε στον αναπληρωτή υπουργό, έχουν γίνει από «παρέες»: από τους σουρεαλιστές ως το Εργοστάσιο του Αντι Γουόρχολ επρόκειτο ακριβώς για ομάδες ανθρώπων που εκτιμούσαν και στήριζαν ο ένας τη δουλειά και το όραμα του άλλου.
Το ζήτημα δεν είναι αν κάποιος επικεφαλής έχει συσπειρώσει γύρω του μια «παρέα». Το ζήτημα είναι η ποιότητα αυτής της παρέας και ποιο μοντέλο πολιτισμού αυτή εκπροσωπεί: ένα μοντέλο ανήσυχο και δημιουργικό, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, ή ένα μοντέλο με αίτημα την «επιστροφή στις ρίζες» και το βλέμμα στραμμένο στο ετοιμοπαράδοτο παρελθόν; Η απόφαση είναι δική σας, κύριε υπουργέ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ