Ο Ρολάντο (Ρούλης επί το ελληνικότερον) και ο Αναστάσης διαμένουν σε μια αποθήκη και εν γένει στο περιθώριο βγάζοντας τα προς το ζην με ένα συνεταιρικό φορητό συνθεσάιζερ στους δρόμους. Οι δυσκολίες γι’ αυτούς είναι πολλές αλλά το πείσμα για την επιβίωση ακόμη μεγαλύτερο. Το δίλημμα που αντιμετωπίζουν στο διήγημα «Μωρό στην αιώρα» συνοψίζεται στο αν πρέπει να πάρουν μαζί τους ένα εγκαταλελειμμένο βρέφος.

«Μια ψυχή πρέπει πρώτα να ζήσει για να μάθουμε κάποια στιγμή τι αξίζει. Να ζήσει όμως πρώτα» λέει μια σημαδιακή νύχτα ο ξένος στον ευθυνόφοβο Ελληνα στο πρώτο διήγημα της συλλογής «Στον τόπο» (εκδ. Ίκαρος, 2012) στην οποία ο Δημήτρης Νόλλας συγκεντρώνει δέκα διηγήματά του, επτά ήδη δημοσιευμένα και τρία καινούργια.

Ο συγγραφέας επιμένει σθεναρά τα τελευταία χρόνια να φέρνει τη νεοελληνική κοινωνία αντιμέτωπη με τους μετανάστες της, τους ξένους της και εξ αντανακλάσεως με τον ίδιο της τον εαυτό. Ολοι αυτοί συγκροτούν τον περίφημο «Αλλο» που εκ των πραγμάτων τη μεταμορφώνουν και δοκιμάζουν τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις της, τις πολλές ταυτότητες και τις ψυχώσεις της, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στη διάρκεια της πολυτάραχης ιστορίας της.

Ο Νεκτάριος και η Ανθούλα, για παράδειγμα, ένα ζευγάρι ανύπαντρων σαραντάρηδων, μοιράζονται ακόμη και «Ενα κουλούρι στα δυο» κουβεντιάζοντας για μια χαμένη κληρονομιά. Αυτό που συνειδητοποιούν είναι ότι «το χρήμα δεν γεννάει» και ότι «μόνο με αγάπη μπορεί κάτι να σωθεί».

Ο Νόλλας στις περισσότερες ιστορίες αποδίδει με τα ωραιότερα χρώματα την παρηγορητική δύναμη της χριστιανικής αγάπης, της αγάπης προς τον πλησίον, ως ένα εγχείρημα αυτογνωσίας και ελευθερίας, ενώ σε αρκετές ιστορίες του στηλιτεύει τη διαβρωτική κουλτούρα της αρπακτικότητας που εδραιώθηκε στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης και δηλητηρίασε τις ανθρώπινες σχέσεις.

Ο Ομάρ στο διήγημα «Μαντζικέρτ», τούρκος μετανάστης δεύτερης γενιάς στη Γερμανία, δεν μπορεί με τίποτε να αποδεχθεί ότι η σύζυγός του, Μπριγκίτε, τον απάτησε και την πετάει από το παράθυρο «μετά από μια αντιπαράθεση που δεν οδηγούσε πουθενά». Απολογείται αμετανόητος στο δικαστήριο και υπερασπίζεται το δικό του σύστημα αξιών, που τον οδήγησε στη δολοφονία.

«Η ανάγκη να φάει ένα κομμάτι ψωμί κι ο πόνος του ξεριζωμού από τον τόπο του, όπου κι εκεί είχε αρχίσει να νιώθει ξένος, είχαν δημιουργήσει ένα στρώμα λάσπης γύρω απ’ την ψυχή του» γράφει ο Νόλλας γι’ αυτή την ατέλειωτη ανασφάλεια, αυτή την τυραννία της ύπαρξης.

Ας φανταστούμε τώρα κάποιον να προσπαθούσε, με τέτοιες λυρικές αλλά παραστατικές επισημάνσεις, να αντικρούσει έναν σωρό απλουστεύσεις και ακρότητες σε μια τηλεοπτική κουβέντα, για παράδειγμα, σχετικά με το εκρηκτικό πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης που αντιμετωπίζει η χώρα.

Η αλήθεια είναι ότι δεν θα είχε πολλές πιθανότητες επιτυχίας. Σε ακραίους καιρούς πρέπει μάλλον να μηχανευτείς κάτι εξίσου ακραίο για να σε προσέξουν. Να προτάξεις ως λύση, ας πούμε, τη βύθιση ενός σαπιοκάραβου γεμάτου λαθρομετανάστες ή την εκτέλεση όσων εκπατρισμένων προσπαθούν παράνομα να τρυπώσουν στα εδάφη σου.

Διαβάζοντας αυτές τις ιστορίες αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει ακόμη χώρος για νηφαλιότητα, για υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, για συνειδητοποίηση της πολυπλοκότητας των πραγμάτων, για αντίσταση εν τέλει σε μια πραγματικότητα που απειλεί να μας αποκτηνώσει πλήρως.

Στη λογοτεχνία του Νόλλα υπάρχει αυτός ο χώρος, πνέει αυτός ο καθαρός αέρας, οι αναθυμιάσεις της βίας και η ρητορική του μίσους δεν μας αγγίζουν, όχι επειδή δεν υπάρχουν αλλά επειδή οι ήρωες θαρραλέα τις αποδοκιμάζουν.

Ο συγγραφέας επιμένει με φωνή παρηγορητική και αφυπνιστική, επιμένει ότι «με την αγάπη μπορεί κάτι να σωθεί» για τους εαυτούς μας και για τους άλλους. Οποιος διαβάζει αυτήν την πρόταση ως γράμμα κενό, ως ανθρωπιστικό ευχολόγιο, καλύτερα να μην κάνει τον κόπο.