Δεν έγινε ποτέ μεγάλο όνομα – και εδώ που τα λέμε το ίδιο το ονοματεπώνυμό του δεν του το επέτρεπε: Ούλου Γκροσμπάρντ. Χαμηλών τόνων, ενώ ο ίδιος απέφευγε τις φωτογραφίσεις κατάφερε να οδηγήσει αρκετούς από τους ηθοποιούς ταινιών του στα Οσκαρ χωρίς ο ίδιος να προταθεί ποτέ.

Αλλά στη σχετικά μικρή φιλμογραφία του ως σκηνοθέτης κινηματογράφου (μόλις επτά τίτλοι) ο Ούλου Γκροσμπάρντ γύρισε ορισμένες ενδιαφέρουσες ταινίες, ανάμεσα στις οποίες και η γνωστότερή του, το «Μια αγάπη γεννιέται» («Falling in love») στην οποία ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο και η Μέριλ Στριπ υποδύονται τους δύο πόλους ενός «παράνομου» ζευγαριού, δύο παντρεμένους που δεν παγιδεύονται σε έναν αδιέξοδο έρωτα.

Ο Γκροσμπάρντ, που πέθανε πριν από λίγες μέρες στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 83 ετών, είχε ξανασυνεργαστεί με τον Ντε Νίρο στο εξαιρετικό και άκρως υποτιμημένο φιλμ νουάρ «Καυτές μαρτυρίες» («True confessions», 1981), ένα ατμοσφαιρικό δράμα εποχής τοποθετημένο στην Αμερική της δεκαετίας του 1940 στο οποίο ο ιερέας ήρωας Ντε Νίρο και ο αστυνομικός ήρωας του Ρόμπερτ Ντιβάλ έπλασαν ένα αξέχαστο ντουέτο αδελφών που ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους.

Γεννημένος στο Βέλγιο το 1929, ο Γκροσμπάρντ – του οποίου το αρχικό επάγγελμα ήταν αδαμαντοτεχνίτης – σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ προτού τον απορροφήσει ο κόσμος του θεάτρου στον οποίο άρχισε να εργάζεται το 1957. Αφοσιωμένος περισσότερο στο θέατρο παρά στον κινηματογράφο, ο Γκροσμπάρντ ήταν ο πρώτος που ανέβασε στη σκηνή το «Επαθλο» του Αρθουρ Μίλερ αλλά και τον «Αμερικανό βούβαλο» του Ντέιβιντ Μάμετ.

Το θέατρο άλλωστε ήταν που οδήγησε τον Γκροσμπάρντ στο σινεμά. Η πρώτη ταινία του, «The subject was roses», ήταν η κινηματογραφική εκδοχή του ομότιτλου θεατρικού έργου του Φρανκ Γκίλροϊ και χάρισε στον βετεράνο ηθοποιό Τζακ Αλμπερτσον το Οσκαρ Β’ ρόλου (για την ίδια ταινία απέσπασε υποψηφιότητα η Πατρίτσια Νιλ). Στη δεκαετία του 1970 ο Γκροσμπάρντ σκηνοθέτησε τις πιο ανορθόδοξες ταινίες του Ντάστιν Χόφμαν, το «Ποιος είναι ο Χάρι Κέλερμαν;» («Who is Harry Kellerman and why is he saying those terrible things about me?», 1972) για το οποίο η Μπάρμπαρα Χάρις απέσπασε μια υποψηφιότητα για το Οσκαρ Β’ ρόλου και τον «Κυνηγημένο» («Straight time», 1977), στον οποίο ο ηθοποιός υποδύεται τον πιο σκοτεινό ήρωα της φιλμογραφίας του, έναν πρώην φυλακισμένο που αδυνατεί να επανενταχθεί στην κοινωνία.

Στη δεκαετία του 1990 ο Γκροσμπάρντ σκηνοθέτησε μόλις δυο ταινίες, το «Τζόρτζια» (1994) που οδήγησε τη Μαρ Γουίνγκχαμ στα Οσκαρ (Β’ ρόλου) και τη «Βαθιά άκρη του ουρανού» («The deep end of the ocean», 1999) στην οποία η Μισέλ Πφάιφερ υποδύεται μια γυναίκα αναγκασμένη να ζει με τον εφιάλτη της εξαφάνισης του παιδιού της.