Ζουν κυριολεκτικά ταξιδεύοντας, αφού στην περίπτωσή τους ο μόνιμος τόπος κατοικίας δεν είναι παρά η βάση για μια καριέρα χωρίς σύνορα. Πατούν το σανίδι των μεγαλύτερων λυρικών θεάτρων και συναυλιακών αιθουσών του κόσμου, συμμετέχουν σε μεγάλες παραγωγές και συνεργάζονται σταθερά με «ζωντανούς» θρύλους του χώρου τους. Είναι οι διεθνείς Ελληνες της όπερας. Καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς οι οποίοι επιδίωξαν – και κατάφεραν – να ανοίξουν τα φτερά τους στην παγκόσμια σκηνή και δη σε έναν εξαιρετικά απαιτητικό και ανταγωνιστικό χώρο.
Ωστόσο, δεδομένου ότι η όπερα είναι το κατ’ εξοχήν είδος που ενώνει όχι μόνο όλες τις τέχνες αλλά και όλες τις φυλές, πώς βιώνουν την ελληνικότητά τους σε μια εποχή που η χώρα μας γίνεται αντικείμενο αρνητικής κριτικής από πολλούς; Κατά πόσο ενημερώνονται για τις εσωτερικές εξελίξεις και τι σχόλια εισπράττουν από τους συναδέλφους τους; Πιστεύουν ότι η τέχνη έχει ουσιαστική δύναμη να ενώσει εκεί όπου η πολιτική, πιθανώς, χωρίζει;
Αν και οι διεθνείς υποχρεώσεις του επιβάλλουν συνεχή ταξίδια, ο τενόρος Μάριο Τσεφίρι (Γιάννης Μποτσαράκος, επί το ελληνικότερο) δηλώνει ότι παρακολουθεί συστηματικά τις εξελίξεις που αφορούν τη χώρα μας και αισθάνεται «θλίψη, απογοήτευση και ανησυχία για το μέλλον». Ωστόσο, προσθέτει, αφήνοντας ανοιχτή μια χαραμάδα στην αισιοδοξία, «κάθε δοκιμασία και κάθε κρίση οδηγούν αναπόφευκτα σε μια νέα αρχή, προσφέρουν μια νέα λύση και εξελίσσουν τη φθαρμένη πραγματικότητα».
Στους χώρους που κινείται ο ίδιος έχει εντοπίσει, άραγε, μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα από τους συναδέλφους του; «Ο καλλιτεχνικός χώρος βιώνει κι αυτός, όπως ήταν αναμενόμενο, μια δική του ιδιόμορφη κρίση ταυτότητας» λέει ο τενόρος – γνωστός, μεταξύ άλλων, από τις εμφανίσεις του υπό τον Ρικάρντο Μούτι με τον οποίο μάλιστα συνεργάστηκε και στην τιμημένη με δύο βραβεία Γκράμι ηχογράφηση του «Ρέκβιεμ» του Βέρντι. «Ο κάθε συνάδελφος καλείται να την αντιμετωπίσει καθημερινά με τον τρόπο του, σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο, άρα δεν μένει πολύς χρόνος ή διάθεση για σχολιασμό της οικονομικο-πολιτικής επικαιρότητας της Ελλάδας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας. Εγώ προσωπικά δεν έχω εισπράξει κάτι αρνητικό ή ειρωνικό».
«Συναισθάνονται πόσο δύσκολα περνάμε»
«Το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες εξακολουθεί να σχολιάζει αρνητικά ως και ειρωνικά την τρέχουσα κατάσταση στην Ελλάδα αντικατοπτρίζεται στη γενικότερη συμπεριφορά των ανθρώπων, ιδιαιτέρως εκείνων που, είτε λόγω έλλειψης χρόνου είτε διάθεσης, δεν ενημερώνονται ουσιαστικά παραμένοντας σε θεαματικούς, εύπεπτους τίτλους εφημερίδων ή λοιπών μέσων» λέει ο αρχιμουσικός Κωνσταντίνος Καρύδης, «βάση» του οποίου αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια η Γερμανία. Μάλιστα, πριν από λίγους μήνες έγινε ο πρώτος κάτοχος του βραβείου Κάρλος Κλάιμπερ, στη μνήμη του θρυλικού ομοτέχνου του.
Ο Καρύδης μόλις ολοκλήρωσε έναν κύκλο εμφανίσεων στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου όπου διηύθυνε τον «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ, ενώ ακολουθούν σημαντικές εμφανίσεις σε Γερμανία και Ισπανία. «Στον χώρο της μουσικής όπου εργάζομαι ίσως οι άνθρωποι ως επί το πλείστον να προσπαθούν να είναι ευγενείς, με κατανόηση, αποφεύγοντας να εκφράσουν δυσμενή άποψη επί του θέματος ενώπιον ελλήνων συναδέλφων τους. Να οφείλεται στο ότι η μουσική έχει τη δυνατότητα να ενώνει όλες τις φυλές;» αναρωτιέται.
Η σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου ετοιμάζεται για την πρεμιέρα της «Ρουσάλκα» του Ντβόρζακ στο θέατρο La Monnaie των Βρυξελλών, ενώ αργότερα θα βρεθεί στην Οπερα του Ντάλλας για την «Τραβιάτα» του Βέρντι. Παρά το πιεσμένο πρόγραμμά της, παρακολουθεί και αυτή στενά τις εξελίξεις στη χώρα μας. «Κατά τη γνώμη μου οι Ευρωπαίοι έχουν καταλάβει ότι ο κόσμος υποφέρει ενώ το πολιτικό σύστημα είναι σαθρό» λέει. «Τώρα που βρίσκομαι στις Βρυξέλλες αλλά και πιο πριν που ήμουν στη Γερμανία και στην Αυστρία ο κόσμος δεν καταλαβαίνει πώς κάποιος μπορεί να παίρνει ακόμη σύνταξη ενώ έχει πεθάνει, πώς το σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει καθόλου. Μπορούν όμως να συναισθανθούν το πόσο δύσκολα περνάει ο απλός λαός. Προσωπικά δεν έχω εισπράξει κάποιο μένος εναντίον μας. Εμείς οι ίδιοι, πιστεύω, έχουμε ένα πέπλο κομπλεξισμού για το πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Πρέπει να ξεφύγουμε λίγο από αυτό και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε μόνοι μας».
«Πιστεύουν ότι δουλεύουν για να μας πληρώνουν»
Το βιογραφικό της Αλεξίας Βουλγαρίδου είναι εντυπωσιακό. Η υψίφωνος η οποία τον περασμένο Ιανουάριο κέρδισε τις εντυπώσεις ως Μαργαρίτα στον «Φάουστ» του Γκουνό που παρουσίασε η Εθνική Λυρική Σκηνή στο Μέγαρο έχει στο ενεργητικό της εμφανίσεις σε μερικά από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά θέατρα (Κόβεντ Γκάρντεν, Κρατική Οπερα του Μονάχου, Σκάλα του Μιλάνου κ.ά.) ενώ κατά καιρούς έχει συνεργαστεί με αρχιμουσικούς όπως ο Ρικάρντο Μούτι, ο Λόριν Μααζέλ, ο Ζούμπιν Μέτα.
Το βιογραφικό της Αλεξίας Βουλγαρίδου είναι εντυπωσιακό. Η υψίφωνος η οποία τον περασμένο Ιανουάριο κέρδισε τις εντυπώσεις ως Μαργαρίτα στον «Φάουστ» του Γκουνό που παρουσίασε η Εθνική Λυρική Σκηνή στο Μέγαρο έχει στο ενεργητικό της εμφανίσεις σε μερικά από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά θέατρα (Κόβεντ Γκάρντεν, Κρατική Οπερα του Μονάχου, Σκάλα του Μιλάνου κ.ά.) ενώ κατά καιρούς έχει συνεργαστεί με αρχιμουσικούς όπως ο Ρικάρντο Μούτι, ο Λόριν Μααζέλ, ο Ζούμπιν Μέτα.
«Ζω πάρα πολλά χρόνια στο εξωτερικό» λέει. «Μακριά από την Ελλάδα έκανα τα πρώτα μου βήματα ως πολίτις, κέρδισα τα πρώτα μου χρήματα, έκανα αγορές, πλήρωσα φόρους, ασφάλειες. Πάντα όμως ήμουν Ελληνίδα. Μια Ελληνίδα που ζει και εργάζεται σε άλλες χώρες, οι οποίες όμως για μένα ήταν κομμάτια ενός ενιαίου κόσμου. Δεν ένιωθα ξένη σε ξένο τόπο. Ωστόσο για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια σείστηκε η γη κάτω από τα πόδια μου. Για πρώτη φορά αισθάνομαι ότι αυτή η ιδανική εικόνα που έπλασα δεν ισχύει. Και δεν ισχύει όχι για τη Βουλγαρίδου ως τραγουδίστρια της όπερας αλλά για τη Βουλγαρίδου με την ιδιότητα του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ξαφνικά όλοι έχουν κάτι να πουν για την Ελλάδα. Λες και χρόνια τώρα μάζευαν σ’ ένα καλάθι όλα όσα ήθελαν να πουν αλλά δεν τολμούσαν. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προβάλλουν την εικόνα μιας Ελλάδας γκρεμισμένης και κατεστραμμένης. Σχόλια που με πληγώνουν ιδιαίτερα και με κάνουν να μη νιώθω πλέον τόσο άνετα σε πολλές αγαπημένες πόλεις. Οι ανακρίβειες έχουν πλημμυρίσει το μυαλό των απλών ανθρώπων, ιδιαίτερα στη Γερμανία, και πιστεύουν ότι αυτοί δουλεύουν για να πληρώνουν τις διασκεδάσεις των Ελλήνων. Υπάρχουν βεβαίως και οι καταρτισμένοι, αυτοί που γνωρίζουν πώς φθάσαμε εδώ που φθάσαμε. Από τα ύψη των Ολυμπιακών Αγώνων στο γκρέμισμα ενός ολόκληρου έθνους».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ