«Η ποιότητα, όχι η ποσότητα» θα πρέπει να χαρακτηρίζει τη βοήθεια στις προβληματικές χώρες υποστηρίζει ο γερμανός υπουργός Eξωτερικών, Γκουίντο Βεστερβέλε, σε άρθρο του στους «Financial Times Deutschland».

«Πώς μπορούμε να ξαναζωντανέψουμε τις πληγείσες εθνικές οικονομίες;» αναρωτιέται ο κ. Βεστερβέλε και συνεχίζει: «Αυτό το ερώτημα τίθεται αυτή τη στιγμή με δραματικό τρόπο για την Ελλάδα. Τίθεται όμως και για όλες τις άλλες χώρες, που έχουν περιπέσει στη δίνη της κρίσης δημοσίου χρέους. Από μία πειστική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα εξαρτώνται περισσότερα από την οικονομική ευημερία και τα προβλήματα της Ευρώπης. Η συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών, η σταθερότητα των δημοκρατιών, το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος – πολλά διακυβεύονται, αν δεν καταφέρουμε να ανακάμψει και πάλι η ευρωπαϊκή ανάπτυξη.

»Η δημοσιονομική εξυγίανση και οι δομικές μεταρρυθμίσεις είναι προς τούτο αναγκαίες, αλλά όχι επαρκείς προϋποθέσεις. Χρειαζόμαστε ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ ή ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα τόνωσης της πραγματικής οικονομίας; Από πού θα προέλθουν τα χρήματα γι’ αυτό; Μήπως μέσω νέου δανεισμού, τη στιγμή που στην Ευρώπη μόλις συμφωνήσαμε να υιοθετήσουμε κοινούς κανόνες για την ενίσχυση της δημοσιονομικής πειθαρχίας; Κάτι τέτοιο θα ήταν ανεύθυνο.

»Δεν πρέπει να ψάξουμε πολύ για να βρούμε την απάντηση: Σχεδόν 50 δισ. ευρώ διατίθενται κάθε χρόνο για επενδύσεις στην περιφερειακή ανάπτυξη της ΕΕ. Μόνο η Ελλάδα και η Πορτογαλία δικαιούνται κάθε χρόνο η καθεμιά 3 δισ. ευρώ από αυτά τα κονδύλια. Επομένως, χρήματα υπάρχουν, αλλά δυστυχώς δεν χρησιμοποιούνται πάντοτε εκεί που χρειάζονται κατεπειγόντως, στην κρίση χρέους. Γι’ αυτό, ακόμα και στην περίπτωση της Ελλάδας, ορισμένοι δεν θεωρούν τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις ως λύση, αλλά ως μία από τις αιτίες των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, επειδή λένε ότι οδήγησαν στο να επενδυθούν πάρα πολλά στην κατανάλωση αντί σε ανταγωνιστικές τεχνολογίες.

»Πράγματι, οι διαρκείς επιδοτήσεις μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομικές δυσμορφίες. Ακόμα και ο πραγματικός στόχος της περιφερειακής ενίσχυσης, η εξισορρόπηση των διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης των ευρωπαϊκών περιφερειών, σαφώς δεν επετεύχθη σε ορισμένες περιοχές της ΕΕ, παρά την πολυετή εντατική ενίσχυση.

Οι επιτυχείς διαδικασίες ανάκαμψης, π.χ. στην Πολωνία ή στα νέα γερμανικά κρατίδια, δείχνουν ότι μπορούν να πάνε και καλύτερα τα πράγματα. Ωστόσο, και στη Γερμανία δεν έχουμε λόγο να καθιστούμε άλλους δακτυλοδεικτούμενους. Και σε μας ακόμα, η υπερβολικά γενναιόδωρη χρήση ευρωπαϊκών αναπτυξιακών κονδυλίων οδήγησε μερικές φορές σε αρνητικά φαινόμενα. Ή μήπως θέλει κανείς σοβαρά να ισχυριστεί ότι η ενίσχυση για δημόσιους κήπους, οάσεις ευεξίας σε ρομαντικά ξενοδοχεία ή καλύτερη σήμανση στους ποδηλατόδρομους είχε καμιά σχέση με την ανταγωνιστικότητα και την αναπτυξιακή ώθηση;

»Δεδομένης της κρίσης χρέους, δεν μπορούμε πλέον να έχουμε την πολυτέλεια του να συνεχίσουμε όπως και πριν. Η περιφερειακή ανάπτυξη αποτελεί το ένα τρίτο και πλέον του κοινοτικού προϋπολογισμού. Πρέπει να γίνουν τα πάντα, ώστε αυτά τα χρήματα των φορολογουμένων να χρησιμοποιούνται πιο υπεύθυνα από ό,τι μέχρι τώρα. Η Ευρώπη χρειάζεται επειγόντως έναν αναπροσανατολισμό της περιφερειακής ανάπτυξής της. «Better spending» (σ.σ.: ποιοτικότερες παροχές) είναι η μαγική λέξη για μια νέα ευρωπαϊκή διαρθρωτική πολιτική.
Εκείνο που χρειαζόμαστε είναι σαφείς κανόνες. Θα πρέπει να συμφωνηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο σαφή κριτήρια σχετικά με το πού επιτρέπεται να δαπανώνται τα αναπτυξιακά κονδύλια και πού όχι. Η κατανομή των κονδυλίων πρέπει να γίνεται με κριτήρια την ανάπτυξη, την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα.

»Για την εφαρμογή των κανόνων θα πρέπει να συνεργαστούν τα κράτη-μέλη με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στενότερα απ’ ό,τι μέχρι τώρα, προκειμένου να προσδιορίσουν τις ιδιαίτερες ανάγκες των εκάστοτε εθνικών οικονομιών και να καθορίσουν με βέλτιστο τρόπο την ενίσχυση. Είναι σημαντικό να μην επιλέγονται πλέον τα έργα με βάση τα εσωπολιτκά συμφέροντα, αλλά να υπάγονται σε κοινούς ευρωπαϊκούς στόχους. Γι’ αυτό η απόφαση για τη χρήση χρημάτων των ευρωπαίων φορολογουμένων δεν θα πρέπει να επαφίεται μόνο στη χώρα-αποδέκτη.

»Περισσότερη ευελιξία στην εφαρμογή: Οι συμπεφωνημένες ενισχυτικές προτεραιότητες δεν θα πρέπει να μένουν αιωνίως αναλλοίωτες. Η σημερινή ρύθμιση προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη καθορίζουν επτά χρόνια πριν το πού θα χρησιμοποιήσουν τα κονδύλια τα οποία δικαιούνται. Αυτό το χρονικό διάστημα είναι υπερβολικά μεγάλο. Γι’ αυτό στην αρχή μιας περιόδου ενίσχυσης θα πρέπει να συμφωνούνται αντικειμενικοί, μετρήσιμοι και κοινοί δείκτες στόχων ανάμεσα στα εκάστοτε κράτη-μέλη και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στη συνέχεια, θα πρέπει να γίνονται τακτικές και κατά το δυνατόν ανεξάρτητες αξιολογήσεις. Αν οι συμπεφωνημένοι στόχοι δεν επιτυγχάνονται, πρέπει να είναι δυνατή ακόμα και η παύση εκταμίευσης περαιτέρω δόσεων και τα κονδύλια να πηγαίνουν σε νέα και πιο σημαντικά έργα.

»Οσο για τη βοήθεια σε κράτη με κρίση, βραχυπρόθεσμα ο σημαντικότερος στόχος και των περιφερειακών ενισχύσεων θα πρέπει να είναι η αμέριστη στήριξη των κρατών που πλήττονται από την κρίση χρέους, προκειμένου να την αντιμετωπίσουν. Προς αυτή την κατεύθυνση έχει σημειωθεί ήδη σημαντική πρόοδος: Τα κράτη-μέλη που βρίσκονται εντός προγραμμάτων βοήθειας πρέπει πλέον να συμβάλουν ελάχιστα μόνο με δικά τους χρήματα στην υλοποίηση των έργων. Στην Ελλάδα η task force υποστηρίζει μια πιο στοχευμένη και ταχύτερη χρήση των κοινοτικών κονδυλίων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επεξεργάζεται μαζί με την Ιταλία την προσαρμογή των σημαντικών στόχων ενίσχυσης στις επείγουσες προκλήσεις. Τέτοιες πρωτοβουλίες πρέπει να συνεχίσουν να τελειοποιούνται.

»Κυρίως όμως, ειδικά στα κράτη που διέρχονται κρίση, χρειαζόμαστε περισσότερη ευελιξία για τον αναπροσανατολισμό των ενισχυτικών κονδυλίων προς όφελος της ανταγωνιστικότητας. Φέτος διαπραγματευόμαστε για μια νέα επταετή χρηματοδοτική περίοδο της ΕΕ, δηλαδή για το πλαίσιο των δαπανών της ΕΕ από το 2014 μέχρι το 2020. Το βασικό μας αίτημα είναι και εδώ: Όχι «more», αλλά «better spending» Αν η πίεση της κρίσης χρέους δεν μας οδηγήσει στην πραγματοποίηση ενός γνήσιου κβαντικού άλματος, τότε τι και πότε θα μας οδηγήσει; Γι’ αυτό τώρα είναι η ώρα να ξεκινήσουμε».