«Η Βίβλος είναι το υπόδειγμα και έχει τα θέματα που γεννούν ακόμα περισσότερη τέχνη και στοχασμό απ’ όσο εμείς, που ζούμε μέσα στην επίδρασή της, ενσυνείδητα ή ασυνείδητα, θα καταλάβουμε ποτέ» υποστήριζε τις ημέρες των Χριστουγέννων στους «New York Times» η πολυβραβευμένη αμερικανίδα συγγραφέας και δοκιμιογράφος Μέριλιν Ρόμπινσον.

«Οι λογοτεχνίες είναι εκ φύσεως αυτοαναφορικές, ακόμα κι όταν οι παραπομπές στις Γραφές από τη σύγχρονη λογοτεχνία και την ποίηση δεν είναι τίποτα άλλο παρά διακοσμητικές ή ρητορικές – πράγματι, ακόμα κι όταν γίνονται χωρίς καμία πρόθεση – αυτές παραμένουν το φυσικό επακόλουθο της συνέχισης μιας πανίσχυρης λογοτεχνικής παράδοσης» γράφει η ίδια τονίζοντας ότι οι βιβλικοί υπαινιγμοί μπορούν να προσδώσουν στο περιεχόμενο του εκάστοτε έργου έναν βαθμό σοβαρότητας και σημασίας που δεν υποστηρίζεται πάντα από τη σύγχρονη λογοτεχνία.
«Ανεξάρτητα από τον βαθμό της πίστεως του συγγραφέα ή του αναγνώστη, αυτές οι λογοτεχνικές αντηχήσεις αποκτούν μια σημασία που δεν είναι καθόλου επιφανειακή» απ’ τη στιγμή που αναγνωρίζουμε ότι η πολυπλοκότητα της ύπαρξης είναι η ουσία της λογοτεχνίας.

Η Μέριλιν Ρόμπινσον επικαλούμενη τον θεολόγο Τζόναθαν Έντουαρντς που απέδιδε «το νέο και το όμορφο» στις αποκαλύψεις του Θεού, εξετάζει αναλόγως τις αφηγηματικές τεχνικές της Βίβλου και σημειώνει ότι «το πέπλο της ασημαντότητας που επισκιάζει αυτό το νέο και το όμορφο χαρακτηρίζεται από μια κοσμική ειρωνεία.

»Γεγονότα υψίστης σημασίας εκτυλίσσονται μεταξύ ανθρώπων τόσο περιθωριακών που η επίσημη ιστορία δεν θα ασχολούνταν ποτέ μαζί τους: των ξένων, των δούλων, των ανθρώπων που γενικώς δεν είχαν καμία απολύτως συναίσθηση ότι οι ζωές τους θα είχαν τέτοιο αντίκτυπο. Η μεγάλη υπόθεση του λογοτεχνικού ρεαλισμού είναι ότι οι συνηθισμένες ζωές επενδύονται με μια σημασία που δικαιολογεί, ή αποζητά, την ατέλειωτη επανάληψη της κοινοτοπίας, συμπεριλαμβανομένων φυσικά, των εγκλημάτων των παθών και των καταστροφών, ανεξάρτητα από το πόσο μικρά και ασήμαντα φαντάζουν αυτά στα μάτια του κόσμου.

»Αυτή η υπόθεση είναι απολύτως αναπόφευκτη. Οι περισσότεροι πολιτισμοί έχουν γράψει για ημίθεους, βασιλείς και ήρωες. Όποιες κι αν είναι οι βαθύτερες αιτίες της σαγήνης που άσκησαν οι συνηθισμένοι άνθρωποι στους ρεαλιστές λογοτέχνες, αυτό είναι κάτι το γενναιόδωρο ακόμα κι όταν είναι σκληρό, το γεγονός δηλαδή ότι προσπάθησαν να δουν κατευθείαν τους ανθρώπους όπως ακριβώς είναι και να επιμείνουν ότι η αναισθησία και η κοινοτοπία έχουν κάποια σημασία. Το έκαναν και οι προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη, επίσης».

Πολλά σημαντικά έργα της δυτικής λογοτεχνίας προσπαθούν να απαντήσουν με πολύ άμεσο τρόπο «σε ερωτήματα που εγείρονται μέσα στη χριστιανοσύνη» συνεχίζει η Ρόμπινσον εξηγώντας με ποιους τρόπους ανταποκρίθηκαν σ’ αυτά ο Δάντης, ο Μίλτον, ο Μέλβιλ και ο Ντοστογιέφσκι. «Τα έργα αντανακλούν μια βαθιά γνώση των Γραφών και της παράδοσης από πλευράς τους, το είδος της γνώσης που εντοπίζεται μόνο ανάμεσα σε αυτούς που τα παίρνουν αυτά τα δυο τόσο σοβαρά ώστε να διερευνήσουν τα ερωτήματα που θέτουν σε βάθος, με τους δικούς τους όρους. Αυτά τα κείμενα δεν είναι αλληγορίες, γιατί σε κάθε περίπτωση ο συγγραφέας έχει τοποθετήσει το πρόβλημα μέσα σε ένα σύστημα σκέψης που ολικώς μπορεί να αμφισβητηθεί απ’ τη στιγμή που οι όροι του είναι δεδομένοι». Εν προκειμένω η χρήση των βιβλικών υπαινιγμών απ’ τους συγγραφείς δε συνιστά συμβολισμό ή μεταφορά. Και τα δυο αυτά είναι τεχνικές που εμπλουτίζουν μια αφήγηση της οποίας όμως ο κύριος στόχος δεν είναι, υπογραμμίζει η συγγραφέας, να αναμετρηθεί ευρύτερα με τη Βίβλο. Η Ρόμπινσον ανιχνεύει μια αναλογία ανάμεσα σ’ αυτά τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα με τους Σωκρατικούς διαλόγους αλλά και τη ζωγραφική καθώς «όπως οι πίνακες, αποδίδουν το νόημα μέσω της ομορφιάς».

Με δυο έργα ασχολείται αρκετά η συγγραφέας προκειμένου να υποδείξει την αλληλεπίδραση που υπάρχει ανάμεσα στις Γραφές και τη λογοτεχνία, τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι και το μυθιστόρημα «Η βουή και η μανία» του Φόκνερ, όπου αντίστοιχα υπάρχουν οι εκδοχές του Χριστού που δημιουργούν οι συγγραφείς: απ’ τη μια είναι ο επιληπτικός και Πρίγκιπας Μίσκιν, ο αυθεντικά καλός και άδολος άνθρωπος και απ’ την άλλη ο Μπέντζι, ο διανοητικά καθυστερημένος και κωφάλαλος γιος της αρχοντικής οικογένειας των Κόμπσον στον αμερικανικό Νότο. Ο Μίσκιν «δεν είναι στ’ αλήθεια ηλίθιος, είναι μόνο στα μάτια εκείνων που νομίζουν ότι τους απειλεί». Ο Φόκνερ «πάει παραπέρα αυτή την ιδέα, περιορίζοντας τον 33χρονο Μπέντζι στις αντιληπτικές ικανότητες ενός τρίχρονου παιδιού» επισημαίνει η Ρόμπινσον για να καταλήξει στο ότι «ο Μπέντζι και ο κάθε Μπέντζι στον κόσμο είναι στην ουσία ο Χριστός, όχι με όρους μεταφορικούς, αλλά με όρους μεταφυσικούς».

Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς για τον πολιτισμό μας «είναι αναγκαίο να κάνουμε τον διαχωρισμό ανάμεσα στη θρησκευτική προπαγάνδα και στον θρησκευτικό στοχασμό» προτείνει η Ρόμπινσον. «Το μεγάλο πρόβλημα της Χριστιανοσύνης είναι πάντα η ταπεινοφροσύνη του προσώπου στο οποίο λέγεται ότι ενσαρκώθηκε ο Θεός, και ακολούθως η επιμονή αυτής της παράδοσης ότι ο Θεός υπάρχει μονάχα μέσα στους περιφρονημένους και απόκληρους ανθρώπους. Η αποτυχία των εννοιολογικά χριστιανικών κόσμων της Ρωσίας και του Μισισίπι να αποδειχθούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο επαρκείς στην περίπτωση που ο Χριστός εμφανιστεί σ’ αυτούς, θα συμβαίνει πάντοτε και παντού» προβλέπει η ίδια. Η Βίβλος πάντως «ως λογοτεχνική κληρονομιά ή λογοτεχνική μνήμη» έχει επηρεάσει βαθιά τη λογοτεχνία μας και τον πολιτισμό μας.

Η Μέριλιν Ρόμπινσον γεννήθηκε το 1947. Το πρώτο της μυθιστόρημα Ηousekeeping (1981- υπό έκδοση στις εκδόσεις Εν Πλω) όπου πραγματεύεται σχέσεις γυναικών και βραβεύτηκε και με το βραβείο «ΡΕΝ/Ηemingway», θεωρείται πλέον κλασικό και, σύμφωνα με τον «Οbserver», είναι ένα από τα καλύτερα όλων των εποχών. Το 2009 το τρίτο της μυθιστόρημα Ηome (και αυτό θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά) απέσπασε το βραβείο «Οrange», το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο για αγγλόφωνη γυναίκα συγγραφέα. Η Μέριλιν Ρόμπινσον διδάσκει στο Εργαστήριο Δημιουργικής Γραφής της Αϊοβα και βλέπει τη θρησκεία «αλλιώς», μέσα από μια ιδιότυπη αρχαιολογία των εννοιών της θεολογίας και της φιλοσοφίας τη στιγμή που είναι επιμελής αναγνώστις της σύγχρονης επιστημολογίας και κοσμολογίας. Το δεύτερο μυθιστόρημά της «Γκίλιαντ: τόπος της μαρτυρίας» κυκλοφόρησε το 2010 στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις «Εν Πλω». Το 2005 τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ και το Εθνικό Βραβείο του Κύκλου των Κριτικών στις ΗΠΑ.

* Η συγγραφέας πρόκειται να μιλήσει για το έργο της στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του «Megaron Plus» τον Μάιο του 2012.