Χρειάστηκαν περίπου τρεις δεκαετίες για να περάσουμε από το πανηγυρικό σύνθημα «αλλαγή, αλλαγή, λαϊκή συμμετοχή» στο πιεστικό δίλλημα «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε». Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ένας Παπανδρέου εξέφρασε και το πρώτο και το δεύτερο με το ΠΑΣΟΚ, τον κομματικό φορέα που κυριάρχησε μεταπολιτευτικά και αποτέλεσε ίσως τον πιο πιστό καθρέφτη της ελληνικής κοινωνίας.

Τα ερωτήματα που ανακύπτουν εύλογα από την συνθηματική επαναληπτικότητα της «αλλαγής» στην ελληνική πολιτική ζωή είναι δύο: μήπως οι αιτίες της σημερινής κρίσης βρίσκονται στην αλλαγή του 1981 ή μήπως ποτέ δεν αλλάξαμε ουσιαστικά τα τελευταία 30 χρόνια; Το παράδοξο είναι ότι συνέβησαν και τα δύο. Κι αυτό γιατί οι κοινωνικοί, πολιτισμικοί και πολιτικοί αρχαϊσμοί αποδείχτηκαν ισχυρότεροι των εκσυγχρονιστικών τάσεων και πρακτικών που κάνανε έντονη την παρουσία τους από τη δεκαετία του ‘80 και ύστερα. Το γεγονός αυτό έχει πολλαπλώς ερμηνευτεί με το απλουστευτικό σχήμα ότι μεταπολιτευτικά προέκυψαν «δύο Ελλάδες». Από τη μια η εξωστρεφής, η δημιουργική, η επιτυχημένη, η σύγχρονη και από την άλλη η εσωστρεφής, η δεισιδαιμονική, η διεφθαρμένη, η αναχρονιστική. Ο δυισμός αυτός, όσο και αν προσωποποιήθηκε ή ομαδοποιήθηκε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ποτέ δεν οργανώθηκε επί της ουσίας σε δύο ξεχωριστά στρατόπεδα, παρατάξεις, αντιλήψεις. Αυτό που συνέβη εδώ και 30 τουλάχιστον χρόνια είναι η συνύπαρξη αρχαϊσμού και εκσυγχρονισμού στο κάθε άτομο ξεχωριστά και κατά συνέπεια στο κάθε κόμμα, στην κάθε μικρή ή μεγάλη οργάνωση, παντού: το σκυλάδικο συνδυάστηκε με το κλαμπ (ελληνάδικο), ο αρραβώνας ως εθιμική πρακτική και οικογενειακή επιταγή παραμένει «αναγκαίος» για τη νέα γενιά του chat και του cybersex, το αίτημα για ρουσφέτι συγχρονίστηκε με το κεκτημένο δικαίωμα στη φοροδιαφυγή και άλλα πολλά.

Η δισχιδής ταυτότητα των Ελλήνων, μπορεί να μην έχει αφετηρία, σίγουρα όμως μαζικοποιήθηκε από το 1981 και εφεξής μέσα από τη γενική εμπέδωση της κοινωνίας του ευδαιμονισμού, του πλουραλισμού, της εξατομίκευσης. Μια τεράστια αλλαγή που δεν περιορίστηκε μόνο στην ομαλή λειτουργία του δικομματισμού αλλά και σε πολλά άλλα «δίπορτα»: οικονομία-παραοικονομία, πολυνομία-ασέβεια θεσμών, εθνικισμός-ξενομανία κ.α. Η οικονομική κρίση σήμερα όσο ποτέ άλλοτε πιέζει για μια άλλη μεγάλη αλλαγή, για μια οριστική επιλογή ως προς την μία ή την άλλη πλευρά του υποκειμενικού και εθνικού δυισμού. Γι αυτό το λόγο τώρα η διαμόρφωση δύο στρατοπέδων αντιπαράθεσης είναι πιο ξεκάθαρη από ποτέ. Πέρα από την τεχνοκρατική λογική, πέρα από την οικονομική δυσχέρεια που επιβάλλεται, αυτό που διακυβεύεται, αυτό που απειλείται να αλλάξει είναι η διπλή μας ταυτότητα, τόσο στην ευέλικτη ασφάλεια που μας έδινε όσο και στην ασφαλή της υποκρισία.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι Λέκτορας Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ και μαζι με τον Παναγή Παναγιωτόπουλο, επιστημονικός επιμελητής της έκδοσης: «Η Ελλάδα στη Δεκαετία του ’80. Κοινωνικό – Πολιτικό – Πολιτισμικό Λεξικό» (εκδόσεις Το Πέρασμα).