Σημαντική αύξηση παρουσιάζουν σε ολόκληρο τον κόσμο οι κυβερνοεπιθέσεις σε πληροφοριακά συστήματα ζωτικής σημασίας, όπως εκείνα που αφορούν το φυσικό αέριο, τον ηλεκτρισμό και το νερό, σύμφωνα με έκθεση της εταιρίας ασφαλείας πληροφοριακών συστημάτων McAfee.

Μετά από έρευνα που πραγματοποίησε σε 200 στελέχη ηλεκτρονικής ασφαλείας τα οποία εργάζονται για εταιρίες κοινής ωφελείας σε 14 χώρες, οκτώ στους δέκα δήλωσαν ότι τα δίκτυα τους έπεσαν θύματα επίθεσης από χάκερ κατά τον τελευταίο χρόνο.

Πιθανότεροι υπαίτιοι αυτών των επιθέσεων θεωρούνται αρχικά η Κίνα, και έπειτα η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ ο αριθμός των κρουσμάτων που αναφέρθηκαν ήταν μεγαλύτερος από ό, τι κατά το 2009, όταν μόλις λίγοι παραπάνω από τους μισούς ερωτηθέντες παραδέχτηκαν ότι είχαν υπάρξει θύματα κυβερνοεπιθέσεων.

Οι περισσότερες από τις διαρροές ασφαλείας που αναφέρθηκαν είχαν λάβει την μορφή επίθεσης άρνησης υπηρεσιών (DDOS), που παρομοιάζουν με το φαινόμενο μαζικής εισόδου χρηστών σε ένα έναν ιστότοπο.

Αυτές οι επιθέσεις συνήθως απαιτούν ένα δίκτυο υπολογιστών που υπό τον έλεγχο των χάκερ «γονατίζουν» τα υπολογιστικά συστήματα μιας εταιρίας.

Παρόλο που αυτά τα περιστατικά έχουν την δυνατότητα να επηρεάσουν τις ιστοσελίδες και τα εταιρικά δίκτυα, οι ερευνητές της McAfee εκτιμούν ότι είναι μάλλον απίθανο οι χάκερ να σκόπευαν να κόψουν τις παροχές ενέργειας.

Ωστόσο, η πιθανότητα οι επιθέσεις DDOS να αποβούν περισσότερο επιζήμιες στο μέλλον παραμένει, σύμφωνα με τον πρώην σύμβουλο εθνικής ασφαλείας του αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους, Στιούαρτ Μπέικερ.

«Ρωτήσαμε τις εταιρίες πόσες πιθανότητες πίστευαν ότι υπήρχαν για μια σημαντική επίθεση, πράγμα που σημαίνει σημαντική απώλεια των λειτουργιών της εταιρίας για τουλάχιστον 24 ώρες, απώλεια ζωής ή τραυματισμό. Τα τρία τέταρτα από αυτές μας απάντησαν ότι πίστευαν πως κάτι τέτοιο θα συμβεί μέσα στον επόμενο χρόνο.», είπε.

Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ερωτήθηκαν παράλληλα και πόσο συμμετείχαν οι κυβερνήσεις της εκάστοτε χώρας στην αντιμετώπισης προβλημάτων με κυβερνοεπιθέσεις. Πρώτη ήρθε η Ιαπωνία, ακολουθούμενη από την Κίνα και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αν και στην έρευνα δεν διευκρινιζόταν κατά πόσον αυτή η συνεργασία ήταν επιβεβλημένη ή εθελοντική.